Ο αγώνας μας, τόνισε σε χαιρετισμό του στα αποκαλυπτήρια του μνημείου πεσόντων και αγνοουμένων Τσερίου κατά την τουρκική εισβολή του 1974, που πραγματοποιήθηκε το πρωί της Κυριακής, και τον οποίο ανέγνωσε ο Κυβερνητικός Εκπρόσωπος Στέφανος Στεφάνου, είναι γεμάτος εμπόδια και δυσκολίες και για να αντιμετωπίσουμε την τουρκική αδιαλλαξία και τις τουρκικές προκλήσεις χρειαζόμαστε τη μεγαλύτερη δυνατή ενότητα και ομοψυχία στο εσωτερικό μας μέτωπο.
«Η επανένωση της πατρίδας μας και η απαλλαγή από την τουρκική κατοχή είναι η ύψιστή μας προτεραιότητα. Είναι στόχος ζωής. Είναι για αυτό που αναλώνουμε όλες μας τις δυνάμεις και αγωνιζόμαστε με συνέπεια για να πετύχουμε μια δίκαιη υπό τις περιστάσεις, βιώσιμη και λειτουργική λύση, στο πλαίσιο της διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας», πρόσθεσε.
Η πορεία των συνομιλιών, σημείωσε ο Πρόεδρος Χριστόφιας, είναι γεμάτη δυσκολίες, εμπόδια και παλινωδίες. Αυτή η πραγματικότητα, όμως τόνισε, «δεν πρέπει να μας ξεστρατίσει από το στόχο μας. Απορρίπτουμε με όλη τη δύναμη της ψυχής μας το συμβιβασμό με τη διχοτόμηση της πατρίδας μας και την οριστική παράδοση της μισής μας πατρίδας στην Τουρκία». Απεναντίας, είπε, «θα εξαντλήσουμε όλες τις δυνατότητες που προσφέρονται στα πλαίσια της συμφωνημένης υφιστάμενης διαδικασίας για να επιτύχουμε την απελευθέρωση και την επανένωσή της».
Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας επεσήμανε στη συνέχεια ότι ο αγώνας αυτός είναι γεμάτος εμπόδια και δυσκολίες και «για να αντιμετωπίσουμε την τουρκική αδιαλλαξία και τις τουρκικές προκλήσεις χρειαζόμαστε τη μεγαλύτερη δυνατή ενότητα και ομοψυχία στο εσωτερικό μας μέτωπο».
Αναφερόμενος στη συνάντηση της Νέας Υόρκης των ηγετών των δύο κοινοτήτων με το ΓΓ του ΟΗΕ, ο Πρόεδρος Χριστόφιας επεσήμανε ότι ανέδειξε τις δυσκολίες που συναντούμε στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων και είπε ότι η δήλωση του ΓΓ είναι ενδεικτική ότι η πρόοδος που επιτεύχθηκε στα μεγάλα θέματα που συζητήθηκαν στη Νέα Υόρκη, δηλαδή αυτά της διακυβέρνησης, του περιουσιακού, του εδαφικού και της ιθαγένειας, «ήταν πολύ περιορισμένη έως ανύπαρκτη». Πρόοδος, πρόσθεσε, «επετεύχθη στα θέματα της οικονομίας, της εσωτερικής ασφάλειας και της Ευρωπαϊκής Ενωσης, που συζητήθηκαν εδώ στην Κύπρο και όχι στη Νέα Υόρκη».
Ο ΓΓ του ΟΗΕ στη δήλωσή του, είπε, με σαφήνεια επανέλαβε για ακόμα μια φορά ότι η σύγκληση διεθνούς διάσκεψης για την επίλυση των διεθνών πτυχών του Κυπριακού θα γίνει δυνατή αν εξευρεθεί λύση στις εσωτερικές πτυχές του προβλήματος. Στη συνάντηση, ξεκαθάρισε ο Πρόεδρος, «δεν έγινε λόγος για άσκηση επιδιαιτησίας και για ασφυκτικά χρονοδιαγράμματα. Αυτό θέλω να το υπογραμμίσω. Ο ΓΓ στην ανακοίνωσή του διατύπωσε την ευχή ή και την πρόθεση να φτάσουμε σε ένα τέλος, το οποίο ερμηνεύεται ως μια ύστατη προσπάθεια να φτάσουμε σε συμφωνημένη λύση ή να καταλήξουμε σε αδιέξοδο».
Όπως ανέφερε περαιτέρω, «η διαπίστωσή μας είναι ότι, δυστυχώς, δεν βρισκόμαστε κοντά σε λύση ένεκα των μεγάλων διαφορών που χωρίζουν τις δύο πλευρές. Παρά τις δυσκολίες, όμως, η δική μας πλευρά δηλώνει ότι θα συνεχίσει να εργάζεται με καλή θέληση, όπως κάνει μέχρι τώρα, για να γεφυρωθεί το χάσμα και να βρεθούμε στην ευχάριστη θέση να καταλήξουμε σε συμφωνημένη λύση, βιώσιμη και λειτουργική η οποία θα στηρίζεται στα περί Κύπρου ψηφίσματα του ΟΗΕ, στις αρχές του διεθνούς και του ευρωπαϊκού δικαίου και στις συμφωνίες υψηλού επιπέδου μεταξύ των ηγετών των δύο κοινοτήτων του 1977 και του 1979». Στόχος μας, πρόσθεσε, «είναι η μετεξέλιξη της Κυπριακής Δημοκρατίας σε διζωνική, δικοινοτική ομοσπονδιακή Κυπριακή Δημοκρατία, ένα κράτος με μια κυριαρχία, μια ιθαγένεια και μια διεθνή προσωπικότητα».
Για να γίνει αυτό κατορθωτό, σημείωσε, «χρειάζεται η τουρκική πλευρά να περάσει από τη προπαγανδιστική θριαμβολογία σε έμπρακτη μετακίνηση από δογματικές θέσεις που οδηγούν σε αδιέξοδα».
Χρειάζεται, επίσης, «η Τουρκία να εγκαταλείψει την πολιτική των κανονιοφόρων, της επιθετικότητας και των απειλών και να περάσει στην πολιτική της ειρηνικής συνύπαρξης και της συνεργασίας με την ομοσπονδιακή Κυπριακή Δημοκρατία. Για να γίνει αυτό επιβάλλεται ο διεθνής παράγοντας να ασκήσει επιρροή και πίεση πάνω στην Τουρκία».
Αυτή, τόνισε ο Πρόεδρος Χριστόφιας, «είναι η παράκλησή μας προς το ΓΓ και το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, ώστε να σημειωθεί στροφή της πολιτικής της Τουρκίας στο Κυπριακό ώστε με τη λύση του Κυπριακού να τερματιστεί η κατοχή και ο εποικισμός, να επανενωθεί ο τόπος και ο λαός, ο οποίος να επωφεληθεί όλων των αγαθών της ειρήνης, της ασφάλειας και της ευημερίας, που μπορεί να προσφέρει η λύση».
Αναφερόμενος στην ομιλία του στους ήρωες του Τσερίου τους οποίους η κοινότητα τιμά με την ανέγερση του μνημείου, ο Πρόεδρος Χριστόφιας είπε ότι το Τσέρι δήλωσε παρών στους αγώνες του πολύπαθου νησιού μας και παρών ήταν και το καλοκαίρι του 1974, όταν τα παιδιά του Τσερίου ανταποκρίθηκαν με αυταπάρνηση στο κάλεσμα για την υπεράσπιση της Δημοκρατίας, για την υπεράσπιση της ανεξαρτησίας και της εδαφικής ακεραιότητας της Κύπρου ενάντια στους Τούρκους εισβολείς. Από αυτά τα παλικάρια, εννέα δεν επέστρεψαν ποτέ. Από τότε, αγνοείται η τύχη των Ηλία Χριστοδούλου, Κώστα Χαραλάμπους, του Γιώργου Σταυρινού, Κώστα Ευθυμίου, Γιάγκου Μ. Κυριακίδη, Μιχάλη Τουραπή και Νικόλα Θεοδώρου. Τον κατάλογο αυτό συμπληρώνουν ο Κώστας Καψοκάρτης και ο Ανδρέας Ράσπας.
Πριν δύο περίπου χρόνια, ανέφερε, τα λείψανα του Κώστα και του Ανδρέα ταυτοποιήθηκαν μέσα στα πλαίσια του προγράμματος εκταφών και αναγνώρισης λειψάνων της Διερευνητικής Επιτροπής Αγνοουμένων Κύπρου που λειτουργεί υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Εθνών, και παραδόθηκαν στις οικογένειες τους για να ταφούν με τις πρέπουσες τιμές.
Αδιαμφισβήτητα, πρόσθεσε, το θέμα των αγνοουμένων αποτελεί την πιο θλιβερή πτυχή της κυπριακής τραγωδίας του 1974 και σημείωσε ότι «στηρίζουμε ηθικά και έμπρακτα το έργο της Επιτροπής (Διερευνητικής Επιτροπής Αγνοουμένων Κύπρου) και καταβάλλουμε προσπάθειες ώστε η Τουρκία, με βάση και την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα στην 4η Διακρατική Προσφυγή της Κύπρου, να υποχρεωθεί να δώσει τις αναγκαίες πληροφορίες και στοιχεία που θα βοηθήσουν στην πλήρη διακρίβωση της τύχης των αγνοουμένων».
Σε ό,τι αφορά στο Μνημείου Πεσόντων και Αγνοουμένων Τσερίου κατά την τουρκική εισβολή του 1974, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας το χαρακτήρισε ως ένδειξη ελάχιστης τιμής προς αυτούς τους ηρωικούς αγωνιστές της Ελευθερίας και της Δημοκρατίας.
Υπενθύμισε περαιτέρω ότι μ απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου τιμούμε με ειδικό παράσημο τους ταυτοποιηθέντες πεσόντες κατά την τουρκική εισβολή, τους αγνοούμενους και τους τραυματίες και ανάπηρους κατά το δίδυμο έγκλημα του πραξικοπήματος και της εισβολής και είπε ότι ήδη έχουν γίνει οι πρώτες εκδηλώσεις τιμής προς όσους πρόσφεραν τόσα πολλά στην πατρίδα.