Φτωχέ, τίμιε Φοιτητή κι αδικοσκοτωμένε,
πάρε τη σκέψη μου ξανά, δος μου απ’ τη δόξα μερτικό.
Πριν ξεθωριάσει τ’ όνειρο στου χρόνου την ασβόλη,
πριν σβήσει στα κατοπινά τα χρόνια, πριν χαθεί.
Τότε που όλα τα πλάκωνε και τα’ σκιαζε η φοβέρα,
βράχος ολόρθος έστεκες, λεβέντης, ψυχωμένος.
«Μη ξαρματώστε, σύντροφοι» κραύγαζες και χιμούσες
στους λήσταρχους της λευτεριάς που πρόσταζαν «προσκύνα!».
Πριν αετόπουλο χαθείς, με τα φτερά ανοιγμένα,
‘φώναζα του Χάροντα που δε γροικά, δε βλέπει:
«Μη μακελεύεις, χάροντα, μη κακοθανατίζεις.
Παιδί’ ναι, μα έχει καρδιά στα λιονταρίσια στήθια».
Κι όταν στου θριάμβου την κορφή κόντευες να ζυγώσεις,
και η Ελλάδα ολόκληρη κράταγε την ανάσα,
να, το λυκόφως πιο νωρίς στ’ αφέγγαρο το βράδυ,
να κι η λαβωματιά πικρή, κατάστηθα του Χάρου.
Άνιση η μάχη, Φοιτητή, μαυρίλα, παραζάλη
κι Εσύ απαλοέγερνες στο αίμα Σου απάνω
δίπλα στο λάβαρο που ακούμπαγε ολόκληρη η Ελλάδα.
Τι κι αν Σε θάψαν’ βιαστικά μη δούνε μη μιλήσουν,
τι που χορτάριασ’ έρημος ο τάφος Σου, ακριβέ μας.
Τώρα που είσαι άνεμος, δροσιά, πνοή κι αγιάζι,
βόλια που δεν Σε πιάνουνε και σελαγάς στην πλάση,
σήμερα που Σε άγγιξε των γιορταστών η σκέψη,
ΗΡΩΑ, κοντοσίμωσε, πες μας και δίδαξέ μας,
οι ελπίδες πώς πυργώνονται, τα όνειρα πώς δεν σβήνουν.
πως θέλει αντρειοσύνη η Λευτεριά κι Ρωμιοσύνη αγώνες.