Η Συνθήκη του Μάαστρικτ ή η Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ), η οποία τέθηκε σε ισχύ την 1η Νοεμβρίου 1993, αναφέρεται στην δημιουργία ενός χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης.
Η εν λόγω Συνθήκη οδήγησε στη δημιουργία της διάρθρωσης των «τριών πυλώνων» της ΕΕ. Τα θέματα της δικαιοσύνης και εσωτερικής ασφάλειας περιλήφθηκαν στον τρίτο πυλώνα, υπό τον τίτλο VI της ΣΕΕ, και περιλαμβάνουν τη συνεργασία των αστυνομικών αρχών, τελωνειακών αρχών, υπηρεσιών μετανάστευσης και δικαστικών αρχών των κρατών μελών.
Η δημιουργία ενός ενιαίου χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης αποτέλεσε έναν από τους σκοπούς της ΕΕ στη Συνθήκη του Αμστερνταμ, που τέθηκε σε ισχύ την 1η Μαίου 1999. Όσον αφορά στη δικαστική συνεργασία, ο σκοπός είναι να διασφαλιστεί ότι τα διασυνοριακά εγκλήματα θα αντιμετωπίζονται αποτελεσματικά και τα ατομικά δικαιώματα θα είναι εγγυημένα ισότιμα, ανεξάρτητα από τη νομοθεσία του κράτους μέλους που διαπράττεται το σχετικό έγκλημα και για όλους, είτε πρόκειται για υπόπτους, κατηγορουμένους ή θύματα.
Η Συνθήκη του Άμστερνταμ προβλέπει νέα νομικά εργαλεία, που δεσμεύουν τα κράτη μέλη και δύναται να τα ενσωματώσουν, χωρίς να χρειάζονται κύρωση. Οι αλλαγές στο νομικό πλαίσιο βοήθησαν σημαντικά στην βελτίωση της αποτελεσματικότητας της ΕΕ σε αυτό τον τομέα.
Τον Οκτώβριο 1999, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο πραγματοποίησε ειδική συνάντηση στο Τάμπερε (Φινλανδία), όπου για πρώτη φορά ασχολήθηκε αποκλειστικά με τα θέματα δικαιοσύνης και εσωτερικών υποθέσεων. Εκεί, τα κράτη μέλη επαναβεβαίωσαν τη δέσμευσή τους για την ανάπτυξη ενός χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης ως κορυφαίο θέμα της πολιτικής τους αντζέντας.
Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Τάμπερε ανέδειξε την αμοιβαία αναγνώριση ως ακρογωνιαίο λίθο της δικαστικής συνεργασίας σε αστικά και ποινικά θέματα. Η λειτουργία της ΕΕ στον χώρο της δικαιοσύνης θα μπορούσε να υπονομευθεί από τα διαφορετικά εθνικά νομικά συστήματα. Η προσέγγιση των νομοθεσιών είναι απαραίτητη για να αποφευχθεί το φαινόμενο των εγκληματιών, που θα μπορούσαν να εκμεταλλευθούν τα διαφορετικά νομικά συστήματα και να διαπράττουν αδικήματα από το ένα κράτος μέλος στο άλλο και να δοθεί στους πολίτες της ΕΕ το αίσθημα ασφάλειας της δικαιοσύνης και να διευκολυνθεί η αμοιβαία αναγνώριση.
Επιπλέον, υιοθετήθηκαν νομικά κείμενα και διαπραγματεύθηκαν κοινοί ορισμοί με σκοπό την εναρμόνιση των ποινών σχετικά με: την παράνομη διακίνηση ανθρώπων, την παράνομη μετανάστευση, τη σεξουαλική εκμετάλλευση ανηλίκων και την παιδική πορνογραφία, την τρομοκρατία, τη διαφθορά, το ξέπλυμα χρήματος, το έγκλημα στον κυβερνοχώρο, το περιβαλλοντικό έγκλημα, τον ρατσισμός και την ξενοφοβία.
Η Συνθήκη της Λισαβόνας τέθηκε σε ισχύ την 1η Δεκεμβρίου 2009. Με τη Συνθήκη της Λισαβόνας, η ΕΕ αποκτά σύγχρονους θεσμούς και βελτιωμένες μεθόδους εργασίας που θα της επιτρέψουν να ανταποκριθεί με αποτελεσματικότητα στις προκλήσεις που αντιμετωπίζει ο σημερινός κόσμος. Σε ένα ταχέως μεταβαλλόμενο περιβάλλον, οι Ευρωπαίοι προσβλέπουν στην ΕΕ για την αντιμετώπιση διαφόρων θεμάτων όπως η παγκοσμιοποίηση, οι κλιματικές και δημογραφικές αλλαγές, η ασφάλεια και η ενέργεια. Η Συνθήκη της Λισαβόνας ενισχύει τη δημοκρατική νομιμότητα της ΕΕ και την ικανότητά της να προασπίζεται τα συμφέροντα των πολιτών της σε καθημερινή βάση.
Στον τομέα της δικαστικής συνεργασίας η Συνθήκη προωθεί:
-Μία Ευρώπη των δικαιωμάτων και των αξιών, της ελευθερίας, της αλληλεγγύης και της ασφάλειας: προώθηση των αξιών της Ένωσης, ενσωμάτωση του Χάρτη θεμελιωδών δικαιωμάτων στο ευρωπαϊκό πρωτογενές δίκαιο, δημιουργία νέων μηχανισμών αλληλεγγύης και διασφάλιση καλύτερης προστασίας για τους Ευρωπαίους πολίτες.
-Η Συνθήκη της Λισαβόνας καθορίζει λεπτομερώς και στηρίζει τις αξίες και τους στόχους της Ένωσης, που χρησιμεύουν ως σημείο αναφοράς για τους Ευρωπαίους πολίτες και καταδεικνύουν τι έχει να προσφέρει η Ευρώπη στους εταίρους της παγκοσμίως.
-Με τη Συνθήκη της Λισαβόνας διατηρούνται ήδη τα κεκτημένα δικαιώματα και παράλληλα καθιερώνονται ορισμένα νέα. Ειδικότερα, η Συνθήκη εγγυάται τις ελευθερίες και τις αρχές που καθορίζονται στο Χάρτη θεμελιωδών δικαιωμάτων και καθιστά νομικά δεσμευτικές τις διατάξεις του εν λόγω Χάρτη σχετικά με τα αστικά, τα πολιτικά, τα οικονομικά και τα κοινωνικά δικαιώματα.
-Η Συνθήκη της Λισαβόνας διατηρεί και ενισχύει τις «τέσσερις ελευθερίες» καθώς και την πολιτική, οικονομική και κοινωνική ελευθερία των Ευρωπαίων πολιτών.
-Βάσει της Συνθήκης της Λισαβόνας, η Ένωση και τα κράτη μέλη της ενεργούν από κοινού με πνεύμα αλληλεγγύης εάν ένα κράτος μέλος δεχθεί τρομοκρατική επίθεση ή πληγεί από φυσική ή ανθρωπογενή καταστροφή. Δίδεται επίσης έμφαση στην αλληλεγγύη στον τομέα της ενέργειας.
-Η Ένωση αποκτά διευρυμένη αρμοδιότητα να ενεργεί στους τομείς της ελευθερίας, της ασφάλειας και της δικαιοσύνης, γεγονός που αυξάνει άμεσα την ικανότητά της για καταπολέμηση του εγκλήματος και της τρομοκρατίας. Οι νέες διατάξεις για την πολιτική προστασία, την ανθρωπιστική βοήθεια και τη δημόσια υγεία έχουν στόχο να ενισχύσουν την ικανότητα της Ένωσης να αντιδρά όταν απειλείται η ασφάλεια των Ευρωπαίων πολιτών.
Καθώς οι πολίτες της ΕΕ ταξιδεύουν σε έναν ενιαίο χώρο χωρίς σύνορα, είναι σημαντικό να έχουν πρόσβαση στην δικαιοσύνη ή να μην αποφεύγουν τη δικαιοσύνη. Η συνεργασία μεταξύ των εθνικών δικαστικών συστημάτων έχει εντατικοποιηθεί, προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι οι δικαστικές αποφάσεις που λαμβάνονται σε ένα κράτος μέλος αναγνωρίζονται και εφαρμόζονται σε ένα άλλο. Αυτές οι αρχές είναι ιδιαιτέρως σημαντικές στις αστικές δικαστικές διαδικασίες σχετικά με διαζύγια, επιμέλεια παιδιών κ.ά. H EE δημιούργησε το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο (ΕΔΔ) για να βελτιώσει τη δικαστική συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών σε θέματα καταπολέμησης του σοβαρού εγκλήματος, όπως η διαφθορά, η διακίνηση ναρκωτικών και η τρομοκρατία.
Το Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης αντικατέστησε τις διαδικασίες έκδοσης ώστε ύποπτοι ή καταδικασμένοι εγκληματίες που έχουν διαφύγει στο εξωτερικό μπορούν να εκδοθούν και να επιστρέψουν εκεί όπου ήταν ή και να δικαστούν.
Η δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις αναπτύσσεται κατά κύριο λόγο μεταξύ των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών, όπως και μέσω της μονάδας Eurojust και περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, την αμοιβαία δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις, την αμοιβαία αναγνώριση δικαστικών αποφάσεων, την προσέγγιση των ποινικών νομοθεσιών των κρατών μελών συμπεριλαμβανομένων και των ποινών στους τομείς του οργανωμένου εγκλήματος, της τρομοκρατίας και της παράνομης διακίνησης ναρκωτικών και ανθρώπων.
Η δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις, μέχρι σήμερα, υλοποιείται με την υιοθέτηση α) κοινών θέσεων, που καθορίζουν την προσέγγιση της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε ένα συγκεκριμένο θέμα, β) αποφάσεων πλαίσιο, που καθορίζουν την προσέγγιση των νομοθετικών και κανονιστικών διατάξεων των κρατών μελών, γ) αποφάσεων και δ) συμβάσεων. Οι αποφάσεις πλαίσιο δεσμεύουν τα κράτη μέλη ως προς το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, είναι όμως ελεύθερα να επιλέξουν τα μέτρα επίτευξής του. Οι αποφάσεις, ως νομικές πράξεις, δεν παράγουν άμεσο αποτέλεσμα και συμπληρώνονται από μέσα εφαρμογής. Οι συμβάσεις αποτελούν κλασική πράξη διεθνούς δικαίου, και μετά την έναρξη ισχύος της Συνθήκης του Άμστερνταμ άρχισαν να ισχύουν εφόσον κυρώνονται από τουλάχιστον τα μισά κράτη μέλη, εκτός αν προβλεπόταν διαφορετικά σε αυτές.
Μετά τη Συνθήκη της Λισαβόνας (Συνθ ΛΕΕ, 2009), προβλέπεται ότι η δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις θα υλοποιείται κατά βάση μέσω οδηγιών (βλ. και άρθρα 82 και 83 της Συνθ.ΛΕΕ). Η δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις έχει εφεξής κοινοτικοποιηθεί. Η σημαντικότερη καινοτομία της εν λόγω Συνθήκης είναι ότι υποβάλλει τη λήψη των αποφάσεων στον χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, στη «συνήθη νομοθετική διαδικασία» (πρόταση Επιτροπής, ειδική πλειοψηφία και συναπόφαση με Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο). Σε ορισμένες περιπτώσεις (π.χ. δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις, αστυνομική συνεργασία), κράτος μέλος μπορεί να ζητήσει το θέμα να υποβληθεί στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο προκειμένου να αποφασιστεί συναίνεση. Αν δεν επιτευχθεί συναίνεση, τότε 9 τουλάχιστον κράτη μέλη μπορούν αν το επιθυμούν, να καθιερώσουν ενισχυμένη συνεργασία στον τομέα αυτό.
Επίσης προβλέπεται η σύσταση Ευρωπαϊκή Εισαγγελίας, της οποίας οι αρμοδιότητες μπορούν να επεκταθούν στον τομέα της καταπολέμησης του σοβαρού εγκλήματος με διασυνοριακή διάσταση με ομόφωνη απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου.
Πριν από τη θέση σε ισχύ της Συνθήκης της Λισαβόνας, οι αποφάσεις για σημαντικά θέματα στον εν λόγω τομέα απαιτούσαν ομοφωνία από το Συμβούλιο, ενώ το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο είχαν περιορισμένο μόνο ρόλο.
Η Συνθήκη της Λισαβόνας συμβάλλει στην ενίσχυση της δημοκρατίας και της διαφάνειας, δεδομένου ότι θεσπίζεται μια σειρά ενιαίων νομοθετικών πράξεων που ενισχύουν τον ρόλο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ως συννομοθέτη (διαδικασία συναπόφασης) και επεκτείνουν την αρχή της ειδικής πλειοψηφίας στο Συμβούλιο.
Η δράση της ΕΕ διευκολύνεται επίσης με την κατάργηση των ξεχωριστών τομέων πολιτικής- γνωστών ως πυλώνων- οι οποίοι αποτελούν βασικά στοιχεία της σημερινής θεσμικής δομής όσον αφορά την αστυνομική και δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις.
Ωστόσο, εξακολουθεί να υπάρχει δυνατότητα ανάληψης νομοθετικών πρωτοβουλιών, με βάση πρωτοβουλίες των κρατών μελών (τουλάχιστον ενός τετάρτου των κρατών μελών), στον τομέα της επιχειρησιακής αστυνομικής συνεργασίας, ποινικής δικαιοσύνης και διοικητικής συνεργασίας. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή συνεχίζει να διαδραματίζει τον ρόλο της ως θεματοφύλακα των Συνθηκών και, από κοινού με το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, θα διασφαλίζει την ορθή εφαρμογή των αποφάσεων.
Τα εθνικά κοινοβούλια αναλαμβάνουν επίσης έναν πιο ενεργό ρόλο όσον αφορά την εξέταση και διατύπωση γνώμης σε θέματα δικαιοσύνης, ελευθερίας και ασφάλειας.
Η Συνθήκη της Λισαβόνας εγγυάται τις ελευθερίες και τα δικαιώματα που καθορίζονται στον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και καθιστά νομικά δεσμευτικές τις διατάξεις του εν λόγω Xάρτη. Το Δικαστήριο αποκτά επίσης ενισχυμένες αρμοδιότητες όσον αφορά τη διασφάλιση της ορθής εφαρμογής του Χάρτη.
Όλα αυτά τα μέτρα συμβάλλουν στη δημιουργία μιας πιο ολοκληρωμένης, νόμιμης, αποτελεσματικής, διαφανούς και δημοκρατικής διαδικασίας λήψης αποφάσεων στον κοινό χώρο δικαιοσύνης, ελευθερίας και ασφάλειας, εξαλείφοντας τους παράγοντες που παρεμποδίζουν συνεχώς την έγκριση των προτάσεων εξαιτίας του κανόνα της ομοφωνίας.