tromaktiko: Η μικρή ιστορία του Γιώργου

Πέμπτη 24 Απριλίου 2014

Η μικρή ιστορία του Γιώργου



Γράφει ο Θωμάς Σίδερης
Ο Γιώργος μέχρι τα πενηνταέξι του δούλευε οδηγός σε διάφορες εταιρείες. Η τελευταία του δουλειά ήταν σε μια αλυσίδα με ηλεκτρικά, από αυτές που παίρνεις σήμερα το ψυγείο στην πλάτη και φεύγεις και το πληρώνεις μετά το 2020, τότε που και η Ελλάδα, λέει, θ’ αρχίσει να βλέπει φως στο τούνελ.

Για την εταιρεία που δούλευε ο Γιώργος δεν υπάρχουν άνθρωποι και εμπορεύματα. Όλα είναι εμπόρευμα. Το ξεφορτώνομαι με διάφορα τεχνάσματα. Άσχετα αν εσένα το 2020 σου ‘χουν πάρει και κινητά κι ακίνητα και το μόνο που σου ‘χει μείνει είναι το ψυγείο. Ακόμα δεν το ‘χεις πάρει χαμπάρι; “Ρε φίλε, δεν είσαι και χτεσινός!”

Ο Γιώργος, πλησίον της σύνταξης και με δυο παιδιά στο πανεπιστήμιο, το ‘να εκεί και το άλλο αλλού, άρχισε να ψάχνει για δουλειά. Οι σφαλιάρες έρχονταν η μία μετά την άλλη. Ένα χρόνο έμεινε έτσι. Μετά άρχισε να φιλά κατουρημένες ποδιές και να παρακαλάει λαμόγια και παρατρεχάμενους, μήπως και τον βοηθήσουν.

Τα παρακάλια κάποια στιγμή απέδωσε καρπούς. Τον προσέλαβαν για ένα πεντάμηνο σε κάποιον δήμο της περιφέρειας του Πειραιά. Εκεί, συμμετείχε και στη διανομή “γευμάτων αγάπης” με χορηγούς μεγάλες επιχειρήσεις, μεταξύ των οποίων και η εταιρεία που τον απέλυσε. “Πρώτα σε οδηγούν στο γκρεμό και μετά το ρίχνουν στη φιλανθρωπία”, μου είπε.

Κάθε μεσημέρι Παρασκευής ο Γιώργος άφηνε μια φρατζόλα ψωμί κι ένα κεσεδάκι φαί πάνω σ’ ένα φαγωμένο πεζούλι ή το έδενε στα σίδερα μιας κλειστής καγκελόπορτας. Πίσω από το πεζούλι και τα σίδερα της πόρτας μόνο σιωπή. Πάντα σιωπή. Και άδεια βλέμματα.

Ένα μεσημέρι, λίγο πριν λήξει το πεντάμηνο, άφησε το αυτοκίνητο του δήμου στο γκαράζ και πήρε το μηχανάκι του να πάει σπίτι του. Λίγα μέτρα παρακάτω, τον έκλεισε μια νταλίκα και τον πέταξε έξω από το δρόμο. Ο Γιώργος μεταφέρθηκε σε αφασία στο νοσοκομείο. Έμεινε στην εντατική δυο μήνες. Τον ξέχασαν όλοι. Ένας δυο φίλοι στην αρχή, από ενδιαφέρον, και μετά κανένας και τίποτα.

Ο Γιώργος όμως είναι παλικάρι και τα κατάφερε. Τον ξανάδα τυχαία ένα πρωινό στο δρόμο. Ήτανε χλωμός και κούτσαινε. Λίγο.
“Είχα να βγω τέσσερις μήνες από το σπίτι”, μου λέει.
“Και για πού το ‘βαλες έτσι φουριόζος”, τον ρωτάω.
“Πάω να παρακαλέσω. Θέλω ξανά μια δουλειά. Εγώ που πήγαινα το συσσίτιο στους άλλους, τώρα το φέρνουν και σε μένα. Ντρέπομαι τη γειτονιά, αλλά τι να κάνω; Ξέρεις, και τον καινούριο οδηγό που βάλανε στη θέση μου, Γιώργο τον λένε κι αυτόν”.

O Γιώργος στα πενηνταοχτώ του πια, ακόμα πιο κοντά στη σύνταξη, βρήκε τις πόρτες ξανά κλειστές. Ούτε μια χαραμάδα.
“Δεν μπορώ ν’ αφήσω να πάνε τόσα χρόνια δουλειάς χαμένα”, μου είπε κάποια άλλη φορά που τον συνάντησα. Ήταν και η τελευταία.

Ένα βράδυ που βρέθηκα στα μέρη του, είδα στο δρόμο που έμενε μια κόκκινη κορδέλα. Πίσω από αυτήν δύο περιπολικά, ένα ασθενοφόρο και ένα όχημα της πυροσβεστικής. Δεν έδωσα σημασία κι έκανα την παράκαμψη βαριεστημένος. Ούτε που ου πέρασε κάτι από το μυαλό.

Σχεδόν ένα μήνα μετά, πληροφορήθηκα από κάποιον ότι εκείνη η μικρή παράκαμψη σχετιζόταν με τον Γιώργο. Απομονωμένος κι απελπισμένος, έβαλε φωτιά στο σπίτι του κι ανέβηκε στην ταράτσα, φωνάζοντας τον Γιώργο που τον είχε παρασύρει και σκοτώσει η νταλίκα. Γιατί για τον Γιώργο, ο Γιώργος είχε πεθάνει μέσα του μήνες πριν.
treno.gr
     



Εδώ σχολιάζεις εσύ!