Οι πάσχοντες από διαβήτη παρουσιάζουν αύξηση των τιμών του σακχάρου, είτε διότι δεν παράγουν καθόλου ινσουλίνη, είτε διότι η ινσουλίνη που παράγουν δεν είναι αποτελεσματική.
Το σώμα μας χρησιμοποιεί τις θρεπτικές ουσίες που προσλαμβάνουμε με την τροφή για να παράγει γλυκόζη που χρησιμεύει σαν καύσιμο στον οργανισμό.
Η ινσουλίνη, μια ορμόνη που παράγει το πάγκρεας, βοηθά τα διάφορα κύτταρα του οργανισμού αρχικά να προσλάβουν την γλυκόζη που κυκλοφορεί στο αίμα και στη συνέχεια να την χρησιμοποιήσουν για να παραχθεί ενέργεια. Όταν η λειτουργία αυτή γίνεται φυσιολογικά αφενός το σάκχαρο του αίματος, δηλαδή η γλυκόζη, μειώνεται παραμένοντας σε φυσιολογικά επίπεδα και αφετέρου ο οργανισμός εξασφαλίζει την ενέργεια που χρειάζεται για τις καθημερινές μας ανάγκες.
Τι ακριβώς δεν λειτουργεί σωστά;
• Ο οργανισμός χρειάζεται, ως κύρια πηγή καυσίμου ή ενέργειας, ένα ειδικό ζάχαρο που ονομάζεται γλυκόζη. Ο οργανισμός παράγει γλυκόζη από τρόφιμα που περιέχουν υδατάνθρακες όπως τα ψωμιά, δημητριακά πρωινού, ρύζι, ζυμαρικά, πατάτες, γάλα, γιαούρτι και φρούτα.
• Η γλυκόζη μεταφέρεται σε όλο το σώμα μέσω του αίματος – το επίπεδο δεν θα πρέπει να είναι πολύ υψηλό ή πολύ χαμηλό. Όταν η γλυκόζη υπερβαίνει ένα ορισμένο επίπεδο, ένα μέρος της πρέπει να βγει από το αίμα και να εισέλθει στους ιστούς του σώματος για να παρέχει την ενέργεια που χρειάζονται τα κύτταρα προκειμένου να διασφαλιστεί η σωστή λειτουργία του οργανισμού σας. Ένα μέρος της γλυκόζης αποθηκεύεται επίσης στο συκώτι (όπως π.χ. θα αποθηκεύατε είδη διατροφής στο ντουλάπι της κουζίνας) έτσι ώστε να μπορεί να χρησιμοποιηθεί αργότερα αν χρειαστεί. Όταν το επίπεδο γλυκόζης πέσει πολύ χαμηλά, ένα μέρος της γλυκόζης που είναι αποθηκευμένη στο συκώτι απελευθερώνεται στο αίμα για να το επαναφέρει σε υψηλότερο επίπεδο.
• Η ινσουλίνη είναι μια ορμόνη που παράγεται από το πάγκρεας, έναν αδένα που βρίσκεται ακριβώς κάτω από το στομάχι. Η ινσουλίνη είναι σαν ένα κλειδί που ανοίγει τις «πόρτες» των κυττάρων του σώματος (δίοδοι γλυκόζης) και επιτρέπει στη γλυκόζη να περνά από το αίμα στα κύτταρα όπου μπορεί να χρησιμοποιηθεί για ενέργεια. Αυτή η διαδικασία ονομάζεται μεταβολισμός της γλυκόζης.
• Στον διαβήτη, το πάγκρεας είτε δεν μπορεί να παράγει ινσουλίνη είτε η ινσουλίνη που παράγει δεν μπορεί να λειτουργεί σωστά.
• Χωρίς την επενέργεια της ινσουλίνης, οι δίοδοι της γλυκόζης είναι κλειστές. Η γλυκόζη συσσωρεύεται στο αίμα οδηγώντας σε υψηλά επίπεδα γλυκόζης του αίματος που προκαλούν προβλήματα υγείας τα οποία συνδέονται με τον διαβήτη.
Υπάρχουν δύο κύριοι τύποι διαβήτη – τύπου 1 και τύπου 2.
Τύπου 1
Ο χαρακτηρισμός του ως Νεανικός διαβήτης, οφείλεται στο γεγονός ότι κατά κανόνα εμφανίζεται σε άτομα νεώτερης ηλικίας, χωρίς βέβαια να αποκλείεται και η εμφάνιση αυτής της μορφής σε μεγαλύτερης ηλικίας άτομα.
Η ονομασία "ινσουλινοεξαρτώμενος" χαρακτηρίζει τη διαταραχή και τη μορφή θεραπείας που απαιτείται. Στο διαβήτη τύπου 1 το πάγκρεας παράγει ελάχιστη ή καθόλου ινσουλίνη. Επομένως, το άτομο ευρίσκεται σε απόλυτη εξάρτηση για τη διατήρηση ακόμα και αυτής της ίδιας της ζωής του από τη χορήγηση ινσουλίνης.
Ο διαβήτης τύπου 1 δεν είναι τόσο συχνός, όσο ο διαβήτης τύπου 2. Υπολογίζεται ότι περίπου 5-10% όλων των περιπτώσεων διαβήτη είναι μορφές διαβήτη τύπου 1.
Η συχνότητα του διαβήτη τύπου 1 υπολογίζεται σε 1 στα 590 άτομα ηλικίας κάτω των 20 ετών. Μέσα σε κάθε χρόνο, 18 άτομα από τα 100.000 άτομα κάτω των 20 ετών, θα διαγνωσθεί με διαβήτη τύπου 1.
Η μορφή αυτή διαβήτη θεωρείται ανοσολογικό νόσημα. Με απλά λόγια ο οργανισμός αναγνωρίζει τα ίδια του τα β-κύτταρα στο πάγκρεας σαν "ξένα" και κινητοποιεί μια διαδικασία καταστροφής. Η διαδικασία καταστροφής των β-κυττάρων συνήθως προηγείται αρκετά χρόνια πριν την ολοκληρωτική καταστροφή των κυττάρων αυτών που παράγουν την ινσουλίνη, προτού δηλαδή εμφανιστεί κλινικά η νόσος.
Τα συμπτώματα του διαβήτη τύπου 1 συνήθως εμφανίζονται και εξελίσσονται σε μικρό χρονικό διάστημα και τις περισσότερες φορές είναι θορυβώδη. Τα κλασσικά συμπτώματα του διαβήτη τύπου 1 περιλαμβάνουν πολυδιψία (μεγάλη δίψα) , πολυουρία (μεγάλη ποσότητα ούρησης), πολυφαγία (συνεχής πείνα), απώλεια βάρους, καταβολή δυνάμεων (αδυναμία) και αφυδάτωση. Εάν η νόσος δεν διαγνωσθεί έγκαιρα και δεν αντιμετωπισθεί κατάλληλα με τη χορήγηση ινσουλίνης, το αποτέλεσμα είναι η πρόκληση τουδιαβητικού κετοοξεωτικού κώματος, μιας κατάστασης που είναι απειλητικής για τη ζωή. Συχνά η διάγνωση της νόσου γίνεται σε συνδυασμό με την εμφάνιση κάποιας λοίμωξης και την εγκατάσταση κώματος.
Ο διαβήτης τύπου 1 είναι χρόνιο νόσημα και απαιτεί εφ' όρου ζωής θεραπεία με ινσουλίνη. Η θεραπεία με ινσουλίνη μειώνει το σάκχαρο του αίματος, επιτρέπει τη χρησιμοποίηση της γλυκόζης από τα κύτταρα και εμποδίζει την κέτωση.
Ποιος έχει μεγαλύτερες πιθανότητες να πάθει διαβήτη τύπου 1;
Δεν γνωρίζουμε ακόμη την επακριβή αιτία του διαβήτη τύπου 1, αλλά όμως γνωρίζουμε ότι υπάρχει γενετική προδιάθεση. Ωστόσο, μπορεί να συμβεί μόνο όταν κάτι, όπως π.χ. μια ιογενής λοίμωξη, δίνει το έναυσμα στο ανοσοποιητικό σύστημα να καταστρέψει τα κύτταρα που παράγουν ινσουλίνη στο πάγκρεας. Αυτό ονομάζεται αυτοάνοση αντίδραση.
Αν και η αιτία του διαβήτη τύπου 1 δεν έχει τίποτα να κάνει με τον τρόπο ζωής, ένας υγιεινός τρόπος ζωής είναι πολύ σημαντικός και βοηθά στη διαχείριση της πάθησης.
Μπορεί να προληφθεί ή να θεραπευτεί ο διαβήτης τύπου 1;
Αν και γίνονται πολλές έρευνες, σ’ αυτό το στάδιο δεν μπορεί να γίνει τίποτα για την πρόληψη ή την ίαση του διαβήτη τύπου 1.
Τύπου 2
Αυτός ο διαβήτης ήταν παλαιότερα γνωστός ως ινσουλινοεξαρτώμενος διαβήτης ή διαβήτης των ενηλίκων. Είναι κατά πολύ η πιο διαδεδομένη μορφή, και προσβάλλει το 85–90% όλων των διαβητικών.
Αν και συνήθως προσβάλλει ενήλικες, όλο και περισσότεροι νέοι, ακόμη και παιδιά, αναπτύσσουν τώρα διαβήτη τύπου 2.
Ο τύπου 2 διαβήτης είναι αποτέλεσμα προοδευτικής δυσλειτουργίας των β-κυττάρων του παγκρέατος και της μειωμένης ικανότητας των κυττάρων του σώματος να χρησιμοποιήσουν την ινσουλίνη που είναι γνωστή και σαν ινσουλινοαντίσταση.Η αιτιολογία του τύπου 2 διαβήτη δεν είναι γνωστή αλλά πολλές αναλύσεις συγκλίνουν στο ότι οφείλεται σε έναν συνδυασμό γενετικής προδιάθεσης και εξωτερικών/περιβαλλοντικών παραγόντων. Αυτοί οι εξωτερικοί παράγοντες είναι η μειωμένη φυσική δραστηριότητα και η αύξηση της ημερήσιας πρόσληψης θερμίδων και ειδικότερα λίπους. Η επίπτωση των εξωτερικών αυτών παραγόντων στην εμφάνιση του διαβήτη τύπου 2 είναι η βάση για την παγκόσμια αύξηση του επιπολασμού του, που έχει πάρει διαστάσεις επιδημίας.
Ποιος έχει μεγαλύτερες πιθανότητες να πάθει διαβήτη τύπου 2;
Αν και δεν υπάρχει μία μοναδική αιτία για την ανάπτυξη διαβήτη τύπου 2, υπάρχουν γνωστοί παράγοντες κινδύνου. Μερικοί από αυτούς μπορούν να αλλάξουν, ενώ άλλοι όχι.
Παράγοντες κινδύνου για την εμφάνιση διαβήτη τύπου 2 είναι:
• Οικογενειακό ιστορικό με διαβήτη τύπου 2
• Ηλικία άνω των 45
• Ένδειξη διαταραγμένης ανοχής στη γλυκόζη
• Καθιστική ζωή
• Αυξημένο σωματικό βάρος
• Διαβήτης κύησης
• Οικογενειακό ιστορικό διαβήτη
• Γυναίκες που έχουν:
γεννήσει παιδί άνω των 4,5 κιλών ή
είχαν διαβήτη κύησης κατά την εγκυμοσύνη
μια πάθηση γνωστή ως Σύνδρομο Πολυκυστικών Ωοθηκών
ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥ ΟΙ ΟΠΟΙΟΙ ΜΠΟΡΟΥΝ ΝΑ ΑΛΛΑΞΟΥΝ
Τρόπος ζωής
επίπεδο σωματικής δραστηριότητας
το είδος τροφών που τρώμε
Κάπνισμα
Βάρος
Αρτηριακή πίεση
Χοληστερίνη
Μπορεί να προληφθεί ή να θεραπευτεί ο διαβήτης τύπου 2 ;
Οι άνθρωποι που κινδυνεύουν από διαβήτη τύπου 2 μπορεί να τον καθυστερήσουν ή ακόμη και να τον αποτρέψουν ακολουθώντας έναν υγιεινό τρόπο ζωής. Αυτό περιλαμβάνει τακτική σωματική δραστηριότητα, υγιεινές επιλογές διατροφής και την επίτευξη υγιεινότερου σωματικού βάρους, ιδιαίτερα αν τους έχουν ενημερώσει ότι έχουν παράγοντες κινδύνου για διαβήτη.
Τι είναι ο προδιαβήτης;
Ένα άτομο θεωρείται ότι έχει προδιαβήτη αν τα επίπεδα γλυκόζης στο αίμα του είναι υψηλότερα από τα φυσιολογικά αλλά δεν είναι ακόμη αρκετά υψηλά για να διαγνωστεί ότι πάσχει από διαβήτη. Υπάρχουν τρεις κοινές παθήσεις που συνδέονται με αυξημένο κίνδυνο διαβήτη τύπου 2
1. Διαταραγμένη Γλυκόζη Νηστείας
Διάγνωση αυτής της πάθησης γίνεται όταν το επίπεδο γλυκόζης νηστείας* (το αίμα λαμβάνεται συνήθως από το βραχίονα) είναι υψηλότερο από το φυσιολογικό, αλλά μετά από ένα γλυκό ποτό (Από του Στόματος Δοκιμασία Ανοχής στη Γλυκόζη ) το επίπεδο δεν είναι αρκετά υψηλό για να αποκαλείται Διαταραγμένη Ανοχή στη Γλυκόζη ή διαβήτης.
2. Διαταραγμένη Ανοχή στη Γλυκόζη
Διάγνωση αυτής της πάθησης γίνεται όταν τα αποτελέσματα μιας Από του Στόματος Δοκιμασίας Ανοχής στη Γλυκόζη δείχνουν ότι το επίπεδο γλυκόζης στο αίμα είναι πάνω από 7,8mmol/L(140mg/dl) αλλά κάτω από 11mmol/L (200mg/dl) δύο ώρες μετά από ένα γλυκό ποτό.
Οι δύο αυτές παθήσεις είναι πιο συχνές σε άτομα που έχουν οικογενειακό ιστορικό διαβήτη τύπου 2, δεν είναι δραστήρια και είναι υπέρβαρα. Οι άνθρωποι που έχουν περιττό βάρος γύρω από τη μέση διατρέχουν το μεγαλύτερο κίνδυνο.
3. Διαβήτης κύησης
Ο διαβήτης κύησης εμφανίζεται κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και υποχωρεί συνήθως μετά τη γέννηση του βρέφους. Κατά την εγκυμοσύνη, ο πλακούντας παράγει ορμόνες που βοηθούν το μωρό να μεγαλώσει και να αναπτυχθεί. Ο διαβήτης κύησης εμφανίζεται επειδή οι ορμόνες αυτές εμποδίζουν επίσης τη δράση της ινσουλίνης της μητέρας. Αυτό ονομάζεται ινσουλινοαντίσταση.
Η έγκυος γυναίκα χρειάζεται επιπλέον ινσουλίνη για να μπορεί η γλυκόζη να μεταβεί από το αίμα στα κύτταρα όπου χρησιμοποιείται για ενέργεια. Όταν μια γυναίκα είναι έγκυος, χρειάζεται 2 ή 3 φορές περισσότερη ινσουλίνη από το κανονικό. Αν ο οργανισμός δεν μπορεί να παράγει τόση ινσουλίνη, αναπτύσσεται διαβήτης. Όταν ολοκληρωθεί η εγκυμοσύνη και οι ανάγκες ινσουλίνης της γυναίκας επανέλθουν στο φυσιολογικό, ο διαβήτης συνήθως υποχωρεί αλλά συχνά επιστρέφει αργότερα στη ζωή.
Ποια είναι τα κύρια συμπτώματα του διαβήτη;
Στον διαβήτη τύπου 1, τα συμπτώματα συχνά εμφανίζονται ξαφνικά και μπορεί να είναι απειλητικά για τη ζωή, επομένως η διάγνωση γίνεται συνήθως αρκετά γρήγορα. Στον διαβήτη τύπου 2, πολλοί άνθρωποι δεν έχουν καθόλου συμπτώματα, ενώ άλλες ενδείξεις μπορεί να περάσουν απαρατήρητες επειδή θεωρούνται συνέπεια της «προχωρημένης ηλικίας».Ως εκ τούτου, από τη στιγμή που γίνονται αντιληπτά τα συμπτώματα, οι επιπλοκές του διαβήτη μπορεί να είναι ήδη παρούσες.
Τα κοινά συμπτώματα περιλαμβάνουν:
• Μεγαλύτερη δίψα από τη συνηθισμένη
• Αίσθημα κόπωσης και λήθαργου
• Τραύματα που αργούν να επουλωθούν
• Αλλαγές στο βάρος
• Πονοκεφάλους
• Πόνο ή μούδιασμα στα σκέλη ή στα πόδια
• Πηγαίνετε στην τουαλέτα πιο συχνά, ιδιαίτερα τη νύχτα
• Νιώθετε ότι πεινάτε συνεχώς
• Φαγούρα, μολύνσεις του δέρματος ή εξανθήματα
• Ανεξήγητη απώλεια βάρους (τύπου 1)
• Αλλαγή διάθεσης
• Αίσθημα ζάλης