Απλά διότι οι εν λόγω οργανισμοί δεν έπρεπε εξ αρχής να εντάσσονται στους φορείς της Γενικής Κυβέρνησης και να επηρεάζουν τα δημοσιονομικά μεγέθη.
Μετά από επίμονες προσπάθειες των διοικήσεων οργανισμών και ΝΠΙΔ που ποτέ δεν αποδέχθηκαν το πνεύμα της γνωστής εγκυκλίου της Ειδικής Γραμματείας ΔΕΚΟ του υπουργείου Οικονομικών με την οποία τους επιβαλλόταν η εργασιακή εφεδρεία, αποδείχθηκε πως κακώς οι αυτοχρηματοδοτούμενοι αυτοί οργανισμοί είχαν υπαχθεί στους φορείς της Γενικής Κυβέρνησης, καθώς αυτό δεν εναρμονιζόταν ως πρακτική με τη μεθοδολογία της Eurostat.
Ακόμη, αποδείχθηκαν άστοχες οι διατάξεις του Ν. 4024/2011 με τις οποίες τροποποιήθηκαν τρεις διαφορετικοί νομοί (Ν. 2362/1995, Ν.3429/2005 και ο Ν.3899/2010), ώστε να συμπεριληφθούν τα αυτοχρηματοδοτούμενα νομικά πρόσωπα στο ενιαίο μισθολόγιο του Δημοσίου. Και η αστοχία είναι προφανής. Αφού δεν επηρεάζουν τον Προϋπολογισμό και είναι ανεξάρτητες οντότητες , γιατί να τους επιβληθεί το μισθολόγιο του Δημοσίου και πλαφόν αμοιβών ;
Για παράδειγμα το Εβραϊκό Μουσείο Ελλάδος, το Ίδρυμα Βασίλη και Ελίζας Γουλανδρή, ο Οργανισμός Βιομηχανικής Ιδιοκτησίας και το Μουσείο Κοσμήματος Λαλαούνη είναι ιδιωτικά ιδρύματα, οικονομικά αυτόνομα, που βρέθηκαν προ μηνός στον κατάλογο των 151 φορέων που θα υπαχθούν στην εφεδρεία. Το Εβραϊκό Μουσείο είναι Κοινωφελές Ίδρυμα και διέπεται από τις διατάξεις του Α. Ν. 2039/39 και ποτέ μέχρι σήμερα δεν θεωρήθηκε κρατικός φορέας. Οι υπεύθυνοι του Ιδρύματος Βασίλη και Ελίζας Γουλανδρή ουδέποτε είχαν οικονομική σχέση με το κράτος ούτε και έτυχαν ποτέ κρατικής επιχορήγησης, ωστόσο ο πολιτιστικός τους σκοπός είναι και δημόσιος σκοπός.
Το Μουσείο Κοσμήματος Ηλία Λαλαούνη είναι αστική μη κερδοσκοπική εταιρεία, που έχει λάβει ισχνή επιχορήγηση από τον προϋπολογισμό. Ο Οργανισμός Βιομηχανικής Ιδιοκτησίας είναι ΝΠΙΔ οικονομικά ανεξάρτητο και διοικητικά αυτοτελές. Ιδρύθηκε με το νόμο 1733/87 και ξεκίνησε τη λειτουργία του από 01.01.1988. Εποπτεύεται από τη Γενική Γραμματεία Έρευνας και Τεχνολογίας του υπουργείου Παιδείας και αυτό κατά τους νομοθέτες τον καθιστά δημόσιο φορέα.
Το λάθος της υπαγωγής στην Γενική Κυβέρνηση φορέων με αυτά τα ειδικά χαρακτηριστικά κατέδειξε ο ίδιος ο Γενικός Γραμματέας της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής κ. Ανδρέας Γεωργίου ο οποίος υπερασπιζόμενος την απόφαση για την ενσωμάτωση στο έλλειμμα της Γενικής Κυβέρνησης 2009 των αποτελεσμάτων των 17 εισηγμένων ΔΕΚΟ (κίνηση που είχε συνέπεια να αυξηθεί το έλλειμμα σε ποσοστό 0,79% του ΑΕΠ) επεσήμανε ότι μια δημόσια επιχείρηση εντάσσεται στη Γενική Κυβέρνηση όταν τα έσοδά της από τις πωλήσεις των αγαθών ή τις υπηρεσίες που προσφέρει δεν καλύπτουν τουλάχιστον το 50% των λειτουργικών της δαπανών.
Ειδικότερα, όπως εξήγησε, βασικό κριτήριο είναι το εάν ο φορέας είναι θεσμική μονάδα, δηλαδή εάν έχει αυτονομία και μπορεί να έχει λογαριασμούς και να διαμορφώνει κατά βούληση την τιμολογιακή του πολιτική. Εάν το κάνει αυτό, τότε διερευνάται από ποιον ελέγχεται, από τον δημόσιο τομέα ή όχι; Εάν η απάντηση είναι ναι και στο ερώτημα αυτό, διερευνάται το λεγόμενο οικονομικό κριτήριο, δηλαδή κατά πόσο οι πωλήσεις του ΝΠΙΔ υπερβαίνουν ή όχι το 50% του κόστους παραγωγής, το οποίο ορίζεται ως μισθοί, ενδιάμεση κατανάλωση και απόσβεση. Εάν οι πωλήσεις του φορέα είναι λιγότερες από το 50% του κόστους παραγωγής, αυτός μπαίνει μέσα στη Γενική Κυβέρνηση. Εάν είναι περισσότερες από το 50%, μένει εκτός.
Είναι λοιπόν ξεκάθαρο ότι κακώς εποπτευόμενοι από το Δημόσιο φορείς οι οποίοι είναι αυτοχρηματοδοτούμενοι, έχουν πλεονασματικό προϋπολογισμό και διαμορφώνουν μόνοι του την τιμολογιακή πολιτική τους βρέθηκαν στην εργασιακή εφεδρεία και τους επιβλήθηκε το ενιαίο μισθολόγιο του δημοσίου τομέα.