Ο κ. Τσοχατζόπουλος είπε τα εξής:
Σχετικά με τα όσα ανέφερε σήμερα ο πρόεδρος της Επιτροπής πόθεν έσχες της Βουλής, χαρακτηρίζοντας «ανειλικρινή» τη δήλωση μου πόθεν έσχες του έτους 2010, δηλώνω τα ακόλουθα:
Το «σήριαλ» με τη συγκεκριμένη δήλωση πόθεν έσχες κρατάει έναν χρόνο τώρα. Από την Επιτροπή Ελέγχου των πόθεν έσχες της Βουλής επανειλημμένα μου ζητήθηκαν και απέστειλα επιπρόσθετα στοιχεία τόσο για την περιουσιακή μου κατάσταση, όσο και για τους τραπεζικούς μου λογαριασμούς και τη διαχρονική εξέλιξή τους, ενώ τα δεδομένα ήταν εξ αρχής γνωστά και κατατεθειμένα στις φορολογικές δηλώσεις μου και τις δηλώσεις πόθεν έσχες. Απέστειλα όλα τα τραπεζικά στοιχεία και τις κινήσεις τραπεζικών λογαριασμών από το έτος 1981, όταν και εκλέχθηκα για πρώτη φορά βουλευτής.
Πρόκειται για μια πρωτοφανή έρευνα από την Επιτροπή πόθεν έσχες, παράλληλα και με τον έλεγχο που επί έναν χρόνο διεξάγει το ΣΔΟΕ στα οικονομικά και περιουσιακά στοιχεία μου.
Επί των συγκεκριμένων θεμάτων που επικαλέστηκε ο πρόεδρος της Επιτροπής:
Α. Καμία παράβαση στο πόθεν έσχες μου του οικονομικού έτους 2010 (χρήσης 2009), που κατατέθηκε τον Ιούνιο του 2010, δεν υπήρξε λόγω της μη δήλωσης του ακινήτου της Δ. Αρεοπαγίτου, που αγοράστηκε το Πάσχα του 2010 και το οποίο δηλώθηκε κανονικά, -όπως κατά πάγια πρακτική συμβαίνει- στη φορολογική δήλωση του επομένου έτους, δηλαδή του 2011. Παρ όλα αυτά, κατέθεσα στην Επιτροπή πόθεν έσχες ήδη από το φθινόπωρο του 2010 όλα τα οικονομικά και φορολογικά στοιχεία σε σχέση με το συγκεκριμένο ακίνητο. Έτσι ώστε, παρόλο που δεν είχα σχετική υποχρέωση, η Επιτροπή να μπορέσει να ελέγξει την αγορά του ακινήτου μέσα στην ίδια οικονομική χρήση 2010, ενώ η αγορά πραγματοποιήθηκε τον Απρίλιο 2010.
Β. Όσον αφορά περιουσιακά στοιχεία που δήθεν δεν δικαιολογούνται, όπως έχω δηλώσει στην Επιτροπή, το συνολικό μη αναλωθέν κεφάλαιο προς κάλυψη τεκμηρίων για τα οικονομικά έτη 2003 έως 2010 ανέρχεται στο ποσό των 719.000 ευρώ, το οποίο καλύπτει οποιαδήποτε αγορά περιουσιακών στοιχείων και τα τεκμήρια διαβίωσής μου για το εν λόγω διάστημα μέχρι και σήμερα.
Επομένως, τα περί «ανειλικρίνειας» επιστρέφονται σε όσους τα εκτόξευσαν.