Το πρώτο βήμα στο δρόμο της υποταγής είναι η ενοχή.
Έτοιμοι είμαστε να το πιστέψουμε, αφού η μέθοδος, «πες πες όλο και κάτι θα μείνει» , ως φαίνεται λειτουργεί.
Για να κρατήσεις τις μάζες σε νάρκη πρέπει να τις εμποτίσεις με το αίσθημα της ενοχής. Ας ξεκινήσουμε, όμως, από το θεμελιώδες. Εμείς οι εκπεπτοκώτες, οι εξοβελισταίοι από την τύρφη του Ευρωπαϊκού Παραδείσου, που λίγο απέχει απ’ το να γίνει κόλαση, είμαστε ένοχοι;
Λες κι η ανυπακοή σε μια παράλογη εντολή, νομοτελειακά θα καταδίκαζε όλους τους απογόνους… Γιατί, δηλαδή, να μην δοκιμάσουν από το δέντρο της γνώσης; Τότε τι τους χάρισε τη γνωστική ικανότητα ο πανάγαθος;
Πάνω σ αυτό το φόβο και την ενοχή οικοδομήθηκαν οι κοινωνίες της Δύσης, στην απειλή της τιμωρίας βασίστηκαν οι προτεσταντικές κοινωνίες και οικονομίες της Ευρώπης και της Αμερικής.
Ετσι η συγκέντρωση πλούτου , όχι μόνο απενοχοποιήθηκε, αλλά κατέστη ιερή υποχρέωση, και απετέλεσε -και συνεχίζει- ,το βασικό συστατικό των Δυτικών κοινωνιών.
Λίγο πιο ανατολικά, όμως, στο άκρο της Ηπείρου, εκεί που ο ήλιος αλλοιώνει με τη φωτεινότητά του τα όρια των χρωμάτων, υπάρχουμε εμείς οι απείθαρχοι, οι επιπόλαιοι, οι τεμπέληδες, που απειλούμε ό,τι με κόπο έχτισαν οι εχέφρονες αποταμιευτές.
Μια παρέα Ελλήνων που έτρωγαν, κατά το συνήθειό μας , μεγαλόφωνα σε εστιατόριο των Βρυξελλών, τράβηξε την προσοχή μεσήλικης κυρίας, η οποία και ρώτησε την προέλευση των συνδαιτυμόνων. Όταν απάντησαν με ένα στόμα Έλληνες, η κυρία, με συγκρατημένη οργή, τους είπε. «Θα’ πρεπε να ντρέπεστε που είστε ‘Έλληνες’, μας οδηγήσατε στο χείλος του γκρεμού, κι εσείς γλεντοκοπάτε και διασκεδάζετε ανενδοίαστα στα εστιατόρια της Ευρώπης».
Φαίνεται πως αγνοούσε η κυρία, πως για τους Έλληνες το τραπέζι δεν είναι η ικανοποίηση μιας βιολογικής κατώτερης ανάγκης, αλλά η ανάγκη μας να επικοινωνήσουμε, να εκφραστούμε, να πούμε το πόνο μας, να ξεσπάσουμε, να παρηγορηθουμε. Εκεί τα βάσανα, εκεί και οι χαρές μας.
Μια άλλη, Βρετανίδα αυτή τη φορά, φίλη, πρίν μερικές μέρες, κατά τη διάρκεια σύντομης επίσκεψής της , ζητούσε διακαώς να ξεναγηθεί στις πίστες της νυκτερινής Αθήνας. Ξημερώματα Σαββάτου, λοιπόν, αφού είχε ράνει με γαρύφαλλα «τοπικό ίνδαλμα», αναρωτιόταν αθώα. «Μα ποια κρίση, τα μπουζούκια ήταν γεμάτα».
Απλουστεύσεις απ’ όλες τις μεριές, που το μόνο που προσφέρουν είναι να σφίγγουν ακόμα πιο σφιχτά το γόρδιο δεσμό που μας απειλεί, αν σφιχτεί ακόμα πιο πολύ με πνιγμό, κι αν κοπεί, να μετατρέψει μια Ευρωπαϊκή χώρα σε Μπανανία.
Θα μπορούσαμε να το γκρεμίσουμε το καλυβάκι μας και να το ξαναχτίσουμε απ την αρχή, οφείλουμε όμως να αναλογιστούμε πού θέλουμε να ανήκουμε- και μην νομίζετε πως δεν υπάρχουν φωνές αμφισβήτησης αυτού του άκρατου καλβινισμού, που μας αντιμετωπίζει σχεδόν ρατσιστικά, μην νομίζετε πως οι λαοί της Ευρώπης δεν μυρίζονται από μακριά πως έρχεται και η σειρά τους, πως όσο κι αν δουλεύουν, όσο κι αν αποταμιεύουν, άλλοι φροντίζουν να τους απαξιώνουν. Ο μύθος «για όλα φταίνε οι Έλληνες», όχι απλώς ξέφτισε, κατάντησε ανέκδοτο.
Είμαστε κοντά σε μια Ευρωπαϊκή και Παγκόσμια αναδιάταξη δυνάμεων και πλούτου, και σ’ αυτό το κρίσιμο στάδιο της κυοφορίας εμείς πρέπει να μπούμε χωρίς την ενοχή του προπατορικού αμαρτήματος.
Σ’ έναν κόσμο που καταρρέει, ας εμπνεύσουμε την αισιοδοξία στα παιδιά μας, πως εμείς διαθέτουμε και την υπομονή και τη θέληση να τον ξαναχτίσουμε απ την αρχή, με νέα πιο γερά υλικά.