1995, καθώς κρίθηκε ότι δεν υπήρξε αποτελεσματική επέμβαση της Αστυνομίας και της Πυροσβεστικής, για την προστασία της περιουσίας των πολιτών από τους γνωστούς άγνωστους κουκουλοφόρους.
Ειδικότερα, σύμφωνα με το ιστορικό της απόφασης του Β' Τμήματος του Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου, στις 5 Απριλίου 1995 εταιρεία η οποία διατηρεί κατάστημα εμπορίας ηλεκτρονικών και ηλεκτρικών ειδών επί της οδού Στουρνάρη, είχε σταθμευμένο μπροστά στο κατάστημά της το φορτηγό αυτοκίνητό της φορτωμένο με εμπορεύματα για να τα παραδώσει σε πελάτη της την επόμενη μέρα.
Στις 9:50 μ.μ. της ημέρας εκείνης, περίπου εκατό κουκουλοφόροι, με αφορμή τις φοιτητικές εκλογές στο Πολυτεχνείο, δημιούργησαν επεισόδια στο κέντρο της Αθήνας και ειδικότερα στην περιοχή του Πολυτεχνείου.
Σύμφωνα με έγγραφο της Διεύθυνσης Ασφάλειας Αττικής, στις 9:40 μ.μ., τριάντα έως σαράντα άτομα του αναρχικού χώρου, τα οποία είχαν εισέλθει με άλλους φοιτητές στον περίβολο του Πολυτεχνείου, προκάλεσαν φθορές σε πόρτες και υαλοπίνακες του κτιρίου. Στη συνέχεια, χωρίς καμία πρόκληση και γύρω στις 9:50 μ.μ., χρησιμοποιώντας έναν κάδο απορριμμάτων και θρανία που έβγαλαν από το Πολυτεχνείο, έστησαν οδόφραγμα, αποκλείοντας την οδό Στουρνάρη.
Μία ομάδα από πέντε με έξι άτομα με καδρόνια προκάλεσαν φθορές και στη συνέχεια με αυτοσχέδιες βόμβες μολότοφ, υπό την κάλυψη υπόλοιπων αναρχικών που ευρίσκονταν πλησίον της εισόδου Στουρνάρη, προκάλεσαν φθορές και πυρπόλησαν ένα εκδοτήριο του Ο.Α.Σ.Α., που βρίσκεται στο ύψος της Στουρνάρη με την οδό Κάνιγγος και στα αυτοκίνητα που ήταν σταθμευμένα επί της ίδιας οδού.
Παράλληλα, την ημέρα εκείνη πυρπολήθηκαν σταθμευμένα αυτοκίνητα, μεταξύ αυτών και της επίμαχης εταιρείας, καθώς και καταστήματα. Οι αναρχικοί στη συνέχεια μπήκαν στο Πολυτεχνείο και από τα παράθυρα των κτιρίων εκσφενδόνιζαν πέτρες και βόμβες μολότοφ κατά των αστυνομικών και των οχημάτων της Πυροσβεστικής, με αποτέλεσμα να δυσχεραίνεται το έργο της κατάσβεσης, ενώ τραυματίστηκαν ένας αστυνομικός και τρεις πυροσβέστες. Μισή ώρα μετά τα μεσάνυχτα οι αναρχικοί αποχώρησαν τμηματικά από την έξοδο της οδού Τοσίτσα, πηδώντας από τα κάγκελα.
Η εταιρεία προσέφυγε στη Δικαιοσύνη και αξίωσε από το ελληνικό Δημόσιο να της καταβληθεί το ποσό των 33.802,18 ευρώ ως αποζημίωση για την καταστροφή του αυτοκινήτου της.
Στην αγωγή της η εταιρεία επικαλέστηκε το άρθρο 105 του εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα που αναφέρει ότι «γεννάται ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση για ζημία, η οποία προκλήθηκε από την πλημμελή εκτέλεση ή την παράλειψη εκτελέσεως από τα όργανα του επιβεβλημένου σε αυτά εκ νόμου καθήκοντος».
Πρωτόδικα η εταιρεία έχασε τη δικαστική «μάχη», αλλά στο Διοικητικό Εφετείο την κέρδισε.
Το Διοικητικό Εφετείο λαμβάνοντας υπόψη ότι αποστολή της Ελληνικής Αστυνομίας είναι η εξασφάλιση της απρόσκοπτης κοινωνικής διαβίωσης των πολιτών, καθώς και η προστασία των ατομικών ελευθεριών του πολίτη, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται, κατά το άρθρο 17 του Συντάγματος και το δικαίωμα της ιδιοκτησίας, έκρινε ότι τα επίμαχα περιστατικά φθοράς και εμπρησμού καταστημάτων και αυτοκινήτων στην περιοχή της οδού Στουρνάρη, μεταξύ των οποίων και το αυτοκίνητο της εταιρείας, είχαν έκταση και ένταση όχι πολύ μεγάλη και, συνεπώς, «η αποτροπή τους δεν υπερέβαινε τις δυνατότητες της αστυνομικής και πυροσβεστικής δύναμης της Αθήνας, που όφειλε, ενεργούσα στο πλαίσιο των καθηκόντων της, κατά δέσμια υποχρέωση και όχι κατά διακριτική ευχέρεια (αναφορικά με την ανάγκη αποτροπής των επεισοδίων και διατήρησης της δημόσιας τάξης), να επέμβει αποτελεσματικά, ώστε να προστατεύσει την περιουσία των πολιτών από κάθε απειλούμενη βλάβη ή καταστροφή».
Και συνεχίζει η εφετειακή απόφαση: «Δεν κατέστη, επομένως, δυνατόν να εξασφαλισθεί ο σκοπός για τον οποίο υπάρχει και πρέπει να δρα η αστυνομική δύναμη, δηλαδή η εξασφάλιση της απρόσκοπτης κοινωνικής διαβίωσης των πολιτών, καθώς και η προστασία των ατομικών ελευθεριών του πολίτη, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και το δικαίωμα της ιδιοκτησίας».
Κατόπιν αυτών το Εφετείο κατέληξε ότι συντρέχει περίπτωση ευθύνης του Δημοσίου για αποζημίωση, λόγω παραλείψεων των οργάνων της αστυνομίας και της πυροσβεστικής.
Οι σύμβουλοι Επικρατείας απέρριψαν την αίτηση του Δημοσίου που ζητούσε να αναιρεθεί η εφετειακή απόφαση που δικαίωσε την επίμαχη εταιρεία.
Οι δικαστές του ΣτΕ έκριναν ότι είναι νόμιμη και επαρκώς αιτιολογημένη η κρίση της εφετειακής απόφασης, ενώ παράλληλα απέρριψαν τον ισχυρισμό του Δημοσίου ότι η εφετειακή απόφαση έχει μη νόμιμη αιτιολογία καθώς δεν στοιχειοθετείται υπέρβαση διακριτικής ευχέρειας, αφού δεν υπήρξε απάθεια και αδιαφορία των αστυνομικών οργάνων, αλλά άμεση επέμβαση.
Όμως «τα έκτροπά δεν απετράπησαν λόγω εγκλεισμού των δραστών στο χώρο του Πολυτεχνείου», όπου ίσχυε τότε το πανεπιστημιακό άσυλο, προσθέτουν οι σύμβουλοι Επικρατείας, ενώ υπογραμμίζουν ότι το Εφετείο, αφού «εκτίμησε τα προσκομισθέντα στοιχεία, μεταξύ των οποίων και οι αναφορές περί εγκλεισμού των δραστών εντός του χώρου του Πολυτεχνείου, έκρινε ότι η αστυνομική δύναμη δεν έλαβε τα απαραίτητα μέτρα για την καταστολή των ταραχών πριν αυτές προκαλέσουν ζημίες και φθορές στις παρακείμενες ιδιοκτησίες».
Εξάλλου, προσθέτουν οι σύμβουλοι Επικρατείας, ούτε το Δημόσιο προέβαλε στη δίκη του Εφετείου ότι «δια της αμέσου επεμβάσεως των αστυνομικών οργάνων ελήφθησαν όλα τα ενδεικνυόμενα, κατά την ουσιαστική κρίση της αστυνομίας, μέτρα ώστε να κατασταλούν οι ταραχές εν τη γενέσει τους και, εάν αυτό ήταν απολύτως αδύνατον, να προληφθεί και να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο οι ταραξίες να εισέλθουν εντός του Πολυτεχνείου, όπου ισχύει το πανεπιστημιακό άσυλο, γεγονός (είσοδος ταραξιών στο Πολυτεχνείο) το οποίο ήταν αναμενόμενο και συμβαίνον στη συντριπτική πλειοψηφία παρόμοιων ταραχών».
Τέλος, το ΣτΕ αφού απέρριψε τις αιτήσεις αναίρεσης του Δημοσίου ανέπεμψε την υπόθεση και πάλι στο Διοικητικό Εφετείο προκειμένου να προσδιορίσει επακριβώς την αξία του αυτοκινήτου που καταστράφηκε, καθώς δεν υπολογίστηκε η παλαιότητά του (η οποία επιφέρει μείωση της αγοραστικής αξίας του).
Το Εφετείο για τον υπολογισμό της αποζημίωσης δεν έλαβε υπόψη του την αξία του αυτοκινήτου (7.014 ευρώ) κατά την ημέρα της αγοράς του, αλλά και την απαιτούμενη δαπάνη για την αγορά παρόμοιου αυτοκινήτου, σύμφωνα με την αύξηση των τιμών των αυτοκινήτων (8.804 ευρώ).