Τα ευρήματα που παρατηρήθηκαν σε σχεδόν 5.000 γυναίκες μετά την εμμηνόπαυση, δημοσιεύονται στη διαδικτυακή έκδοση του περιοδικού ‘British Journal of Cancer’.
Η έρευνα πραγματοποιήθηκε σε γυναίκες των οποίων τα επίπεδα σακχάρου και ινσουλίνης νηστείας μετρήθηκαν στην έναρξη της έρευνας και στη συνέχεια αρκετές φορές, τα επόμενα 12 χρόνια.
Μέχρι το τέλος της 12ετούς περιόδου, 81 από τις γυναίκες είχαν εμφανίσει καρκίνο παχέος εντέρου. Οι ερευνητές ανακάλυψαν ότι τα αυξημένα επίπεδα γλυκόζης στην αρχή της έρευνας σχετίζονταν με αυξημένο κίνδυνο καρκίνου παχέος εντέρου και ότι οι γυναίκες που ανήκαν στο υψηλότερο τρίτο των αρχικών επιπέδων γλυκόζης είχαν σχεδόν διπλάσιες πιθανότητες να έχουν εμφανίσει το συγκεκριμένο είδος καρκίνου σε σχέση με γυναίκες που ανήκαν στο χαμηλότερο τρίτο. Τα αποτελέσματα ήταν παρόμοια όταν οι επιστήμονες εξέτασαν επανειλημμένες μετρήσεις γλυκόζης. Δεν φάνηκε σχέση μεταξύ των επιπέδων ινσουλίνης και του κινδύνου για καρκίνο παχέος εντέρου.
Η παχυσαρκία, που συνήθως συνοδεύεται από αυξημένα επίπεδα ινσουλίνης και γλυκόζης στο αίμα, είναι γνωστός παράγοντας κινδύνου για καρκίνο παχέος εντέρου. Οι ερευνητές υποπτεύονταν από παλιά ότι η επίδραση της παχυσαρκίας στον καρκίνο παχέος εντέρου προέρχεται από τα αυξημένα επίπεδα ινσουλίνης που προκαλεί.
Ωστόσο η νέα έρευνα υποδεικνύει ότι η επίδραση της παχυσαρκίας σε αυτόν τον καρκίνο μπορεί να οφείλεται σε αυξημένα επίπεδα γλυκόζης ή σε άλλον παράγοντα που σχετίζεται με αυξημένα επίπεδα γλυκόζης.
Ο επικεφαλής της έρευνας, Geoffrey Kabat, δήλωσε ότι η νέα πρόκληση είναι να ανευρεθεί ο μηχανισμός μέσω του οποίου τα χρονίως αυξημένα επίπεδα γλυκόζης μπορεί ενδεχομένως να οδηγήσουν σε καρκίνο παχέος εντέρου και πρόσθεσε πως είναι πιθανό τα αυξημένα επίπεδα γλυκόζης να συνδέονται με αυξημένα επίπεδα αυξητικών παραγόντων και παραγόντων φλεγμονής που προωθούν την ανάπτυξη πολυπόδων στα έντερα, μερικοί από τους οποίους αργότερα εξελίσσονται σε καρκίνο.