Μόνο με τους Λαιστρυγόνες και τους Κύκλωπες δεν πολέμησαν πριν από μερικές δεκαετίες οι 'Ελληνες αρχαιολόγοι για να πιάσουν ασφαλές λιμάνι με καΐκι σε κάποιο νησί της άγονης γραμμής, στην προσπάθειά τους να προλάβουν τους λαθρανασκαφείς που προπορεύονταν συνήθως στα μικρά και ακατοίκητα νησιά.
Ήταν μια Οδύσσεια, ένα κυνηγητό με πολλές εκπλήξεις, που γνωρίζουν μόνο οι πρωταγωνιστές αυτής της περιπέτειας που την έζησαν. Μερικές από τις παλιές αυτές ιστορίες που τείνουν να λησμονηθούν ζητήσαμε να μας αφηγηθεί μια πολύπειρη αρχαιολόγος, η επίτιμη έφορος Αρχαιοτήτων Φωτεινή Ζαφειροπούλου που όργωσε τα μικρονήσια τη δεκαετία του '70.
Αφορμή γι' αυτή την κουβέντα είναι το «ταξίδι» που οργάνωσε το Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης στην Άγονη Γραμμή (9 Δεκεμβρίου 2011-23 Απριλίου 2012) με μια αρχαιολογική έκθεση που σε ταξιδεύει από το Καστελόριζο, τη Σύμη, την Τήλο και τη Χάλκη ώς τη Νίσυρο. Το μουσείο και ο διευθυντής του Νίκος Σταμπολίδης υπόσχονται μελλοντικά να κάνουν τον περίπλου του Αιγαίου, με πολλές στάσεις σε άγνωστες παραλίες. Να μας γνωρίσουν μέσα από λαμπρά ευρήματα τον Αιγαιακό πολιτισμό κι έτσι να μας ανοίξουν την όρεξη για πραγματικά ταξίδια σε πολλούς άγνωστους τουριστικούς και μη προορισμούς.
Η Φωτεινή Ζαφειροπούλου όμως έχει κάνει έναν δικό της «περίπλου» σε λιμάνια άγονης γραμμής. Κι αυτά μας διηγείται. Θυμάται πως το 1970, περίοδο της χούντας, πήγε με μια ομάδα νέων ανθρώπων στην Κέρο για ανασκαφές.
Η δρ. Φωτεινή Ζαφειροπούλου
«Τι ήταν όμως η Κέρος τότε και τι είναι ακόμα; Ένα μεγάλο ερημονήσι ήταν στα Κουφονήσια, ανάμεσα στην Αμοργό και τη Νάξο. Το 19ο αιώνα η Κέρος κατοικούνταν από Αμοργιανούς βοσκούς. Είμαστε λοιπόν στα Κουφονήσια, νοτιοανατολικά της Νάξου. Τα Κουφονήσια είναι οι λεγόμενες Μικρές Κυκλάδες. Άγονη Γραμμή. Οι Μικρές Κυκλάδες εκτείνονται από τη Δονούσα που είναι στα βόρεια μέχρι κάτω την Ηρακλειά. Όλα αυτά τα μικρονήσια είναι γεμάτα αρχαία.
Η Κέρος παραμένει και σήμερα ένα άνυδρο, ακατοίκητο νησί. Την 3η με 2η χιλιετία π.Χ. φαίνεται πως δεν ήταν απλώς κατοικημένη, αλλά πυκνοκατοικημένη, αν κρίνει κανείς από το πλήθος των ταφών που βρέθηκαν σε ορισμένα σημεία αλλά και από το υπόλοιπο αρχαιολογικό υλικό, μαρμάρινα και πήλινα αντικείμενα -όλα κομματιασμένα- που βρήκαμε σε ένα σημείο το οποίο δεν ξέρουμε ακριβώς τι είναι. Νεκροταφείο πάντως δεν είναι, ίσως τόπος τελετουργιών...
Την Κέρο και τα άλλα γύρω νησιά τα λυμαίνονταν για χρόνια οι αρχαιοκάπηλοι. Το 19ο αιώνα είχαν βρεθεί πολύ σπουδαία ειδώλια σ' αυτό το νησί, όπως ο περίφημος Αρπιστής, και άλλα που είδαμε κατόπιν στην Ελβετία. Είχαμε μάθει λοιπόν ότι εκείνο τον καιρό γίνονταν πάλι λαθρανασκαφές και στο πλαίσιο μιας περιοδείας μας, περάσαμε και από την Κέρο. Στη θέση Γεράνι βλέπουμε παρά πολλούς τάφους ανοικτούς, οπότε αποφασίσαμε να κάνουμε ανασκαφή. Ξεκινάμε καλοκαίρι, παίρνουμε εργάτες από τα γύρω νησιά, νοικιάζουμε ένα πλεούμενο, τότε είχαμε κι αυτή τη δυνατότητα... Η Κέρος όμως είναι στο μάτι του βοριά. Δυσκολεύεσαι να πλευρίσεις και να βγεις έξω. Στο ΒΔ άκρο του νησιού υπάρχει ένα ξερονήσι σαν ύφαλος και κάποιες εγκαταστάσεις της 2ης χιλιετίας π.Χ. που έχει σκάψει ο Χρ. Ντούμας. Ακριβώς απέναντι σε μια μικρή αμμουδιά πήγαμε να εγκατασταθούμε με σκηνές. Το σκάφος μάς έφερνε τρόφιμα και νερό κι αρχίσαμε να σκάβουμε. Βγάζαμε άπειρα θραύσματα, ειδώλια μαρμάρινα, πήλινα αγγεία, τα οποία στέλναμε κάθε μέρα μέσα σε ψαροκασέλες στο Μουσείο της Νάξου. Μια μέρα εκεί που σκάβαμε και βγάζαμε όλο αυτό το υλικό, που δεν ήταν ταφικό, μας ειδοποιούν οι εργάτες ότι μέσα στα σκίνα βρέθηκε κάτι σαν τάφος. Ήταν πράγματι ένας τάφος μέσα στον οποίο ήταν ένα πελώριο ειδώλιο (0,90 μ.), καταπληκτικό και μοναδικό.
Το πρόβλημα ήταν πώς να φυλάξουμε τη νύχτα ένα τόσο σπουδαίο εύρημα μέχρι να έρθει το άλλο πρωί. Είπα, θα το πάρω εγώ στο κρεβάτι μου. Το πήρα στο αντίσκηνο και το φύλαξα κάτω από το μαξιλάρι μου. Στο προσκεφάλι μου πήρα κι ένα μαχαίρι και κοιμήθηκα μαζί του αγκαλιά. Εκείνη τη βραδιά ξενύχτησε ο φύλακας έξω από τη σκηνή με ένα σκεπάρνι που είχαμε για να κόβουμε ξύλα για τη φωτιά. Το πρωί, ειδοποιήσαμε τις αστυνομικές αρχές κι αφού τοποθετήσαμε το πολύτιμο ειδώλιο σε μια ψαροκασέλα, το στείλαμε συνοδεία αστυνομικών στο Μουσείο της Νάξου.
Απέναντι από την Κέρο είναι τα δύο Κουφονήσια, Άνω και Κάτω, που έχουν κλειστά λιμανάκια. Μια μέρα ξεκινάμε για ανασκαφή στη Δονούσα. Ο καιρός όμως ήταν άγριος. Πού να φθάσεις ώς εκεί! Από την αρχαιότητα στη μέση της θάλασας υπήρχε ένα σημείο απάγκιο. Στη Δονούσα κατά τις περιοδείες μας είχαμε εντοπίσει πάνω σε ένα ακρωτήρι που είχε πέσει μέσα στη θάλασσα σπουδαία αρχαία. Ήταν στην παραλία Βαθύ Λιμενάρι. Εκείνη την εποχή η Δονούσα το μόνο προϊόν που παρήγαγε ήταν κρεμμύδια. Ήταν το μοναδικό Κυκλαδονήσι που είχε αναβλύζον νερό από μια φλέβα από την Ικαρία. Εδώ είχαμε τουλάχιστον νερό. Στρατοπεδεύσαμε στο Βαθύ Λιμενάρι για να βγάλουμε τα αγγεία που ήταν πλέον ορατά. Μία ωραία ημέρα κυκλοφορεί η φήμη ότι βρήκαμε ένα ξίφος. Σκάβαμε έναν Γεωμετρικό οικισμό. Στο Αιγαίο έχουμε βρει πολύ λίγους οικισμούς του 9ου και 8ου αιώνα π.Χ. όπως αυτός. Συνήθως βρίσκουμε νεκροταφεία. Έτσι, είχαμε ούτως ή άλλως να κάνουμε με ένα σπάνιο εύρημα. Σε λίγο καταφτάνει η Χωροφυλακή. Οι άνδρες πιάνουν κουβέντα με τις συντηρήτριές μας και τις ρωτάνε αν βρήκαμε αρχαίο ξίφος κι εκείνες τους απαντούν: «Καλέ τι ξίφος, σκύφος βρέθηκε». Έτσι, σώσαμε το ξίφος, που δεν ξέραμε σε τίνος χέρια θα κατέληγε αν μας το έπαιρναν. Είπαμε, ήταν περίοδος χούντας...
Στη Δονούσα μάθαμε και να ψαρεύουμε με απόχη. Ο,τι πιάναμε το μαγειρεύαμε. Η περιοχή ήταν γεμάτη αστακούς. Μας ερχόταν πιο φτηνά να φάμε αστακό παρά τις κονσέρβες με τις οποίες είμαστε εφοδιασμένοι. Η ανασκαφή εκεί κράτησε από το 1968 ώς το '72. Πηγαίνοντας μια μέρα από τη Νάξο στη Δονούσα, το πλοίο της γραμμής σταμάτησε λόγω καιρού στο λιμάνι του Κουφονησίου. Φωνάξαμε στον καπετάνιο και τελικά δέχτηκε να πάρει έναν από την ομάδα μας στη Δονούσα για να προετοιμάσει την εγκατάστασή μας. Τον φορτώσαμε με τα ράντσα, τα ρούχα κι όλα τα εργαλεία, κι εγώ κράτησα μόνο τα ψωμιά. Απομείναμε στην προκυμαία περιμένοντας άλλο καράβι. Είμαστε σε ένα υπόστεγο που άπλωναν τα δίχτυα τους οι ψαράδες όταν τη νύχτα πλευρίζει ένα καράβι και μας λέει: Θέλετε να πάτε στη Δονούσα; Ποια Δονούσα; Πάμε Αμοργό. Μια εβδομάδα γυρνάγαμε από εδώ κι από 'κεί. Μάλιστα στο Κουφονήσι κάναμε και ανασκαφή. Τρώγαμε ψάρια που ψαρεύαμε και ψωμί. Βγάζαμε τα ρούχα μας, τα πλέναμε και τα ξαναβάζαμε πάλι. Όταν τελικά έπιασε το καράβι στη Δονούσα, νομίζαμε ότι φτάσαμε σε ξενοδοχείο πολυτελείας του Παρισιού.
Τσικαλαριό Νάξου
Οι περιπέτειες όμως δεν σταματούν εδώ.
Φωτογραφία της Φ. Ζαφειροπούλου μετά το τέλος της
ανασκαφής στη γεωμετρική νεκρόπολη στο Τσικαλαριό
Εκείνα τα χρόνια χρειάστηκε να πάμε να ερευνήσουμε ένα νεκροταφείο στο Τσικαλαριό, στην κεντρική Νάξο. Είναι ένα οροπέδιο στην περιοχή του Χαλκείου, 14 χλμ. από τη χώρα της Νάξου. Ονομάστηκε Τσικαλαριό από δύο χωριά που φτιάχνανε τσουκάλια. Το τοπίο γύρω μας σεληνιακό, φανταστικό. Βλέπουμε κάτι περιβόλους με πελώριες όρθιες πλάκες που περιλάμβαναν ταφές ηγεμονικών προσώπων του 9ου-8ου αι. π.Χ. Κάπου στην ύπαιθρο θα υπήρχε οικισμός. Ο Βασίλης Λαμπρινουδάκης βρήκε το Ιερό στο Σαγκρί που πιθανότατα συνδέεται με τα πρόσωπα που έχουν ταφεί σε εκείνους τους πελώριους τάφους στο οροπέδιο, οι οποίοι βρέθηκαν συλημένοι. Σκάψαμε κάπου 18 τάφους και είδαμε πως πρόκειται για ένα πολύ σημαντικό νεκροταφείο. Πριν από εμάς είχε σκάψει ο Χρ. Ντούμας, γιατί είχαν προηγηθεί αρχαιοκάπηλοι. Αλλά η αρχαιοκαπηλία συνεχιζόταν, γι' αυτό πήγαμε κι εμείς.
Την πρώτη χρονιά της ανασκαφής μας, τέλη Οκτωβρίου - αρχές Νοεμβρίου, μείναμε κάτω στο Χαλκί. Κάθε μέρα παίρναμε τον ανήφορο με τα πόδια, ωσότου μας λένε ότι υπάρχει διαθέσιμος για τη διαμονή μας ένας πύργος μεσαιωνικός. Ήταν 12 μέτρα ψηλός, ενθουσιαστήκαμε που θα μέναμε σε πύργο. Μπαίνουμε μέσα, βλέπουμε ένα παράθυρο με μισοσπασμένο τζάμι, λέμε δεν πειράζει. Για τουαλέτα είχε μια τρύπα με δύο ανοίγματα στο πλάι, λέμε δε βαριέσαι. Σε 4-5 μέρες όμως πιάνει ένα ψωφόκρυο, κι άρχισε να μπάζει από το σπασμένο τζάμι, ενώ όταν πήγαινες στην τουαλέτα έκανε ρεύμα από τα δύο πλαϊνά ανοίγματα. Ξεπαγιάσαμε. Τα χέρια μας είχαν κοκαλώσει στην ανασκαφή και δεν μπορούσαμε να κάνουμε ούτε σχέδιο. Εγώ ευτυχώς ξέρω να πλέκω. Παίρνω νήμα και πλέκω από ένα γάντι στον καθένα μας για να μη σταματήσει πριν από την ώρα της η δουλειά.
Μετά από αυτή την εμπειρία, είπαμε τη δεύτερη χρονιά να πάμε νωρίτερα, τον Σεπτέμβριο, για να μην μας πιάσουν τα κρύα. Εγκατασταθήκαμε με σκηνές πάνω στο οροπέδιο, αλλά έκανε αφόρητη ζέστη. Βράχια παντού, ούτε ένα δεντράκι για να βρεις λίγη δροσιά. Μαζί μας ήταν νέος, πρωτοδιόριστος τότε, ο καθηγητής του ΑΠΘ Γιώργος Βελένης. Μας έκανε τα σχέδια, κι έτσι καθώς δούλευε χωρίς φανέλα γυμνός κάτω από τον ήλιο, παθαίνει μια ηλίαση και σηκώνει έναν τρελό πυρετό. Του βάζαμε ξίδι στο κεφάλι, αλλά τα μεσάνυχτα επειδή φοβηθήκαμε μη μας πέσει από το ράντσο, τον δέσαμε και πήγαμε κι εμείς για ύπνο. Το πρωί όταν έφτασαν οι Ναξιώτες εργάτες, τον βλέπουνε δεμένο στο κρεβάτι και όλες εμάς γύρω τις γυναίκες αρχαιολογίνες και κατάλαβαν πως τον δέσαμε για λάθος λόγο. Άντε, να τους εξηγήσεις και να σε πιστέψουν»...