Από την έναρξη της ελληνικής κρίσης στα τέλη του 2009 έχουν γίνει πολλές συγκρίσεις μεταξύ της σημερινής εικόνας της Ελλάδας και της εικόνας που εμφάνιζε η Αργεντινή προ δεκαετίας, σημειώνουν οι αναλυτές της CA. Η ευκολία με την οποία γίνονται αυτοί οι παραλληλισμοί οφείλεται στο γεγονός ότι και στις δύο περιπτώσεις ως πρώτιστο και μεγαλύτερο πρόβλημα εμφανίζεται η ανταγωνιστικότητα, και στις δύο περιπτώσεις υπήρξαν δυσμενείς εξελίξεις που ανέδειξαν τις υπάρχουσες αδυναμίες (κρίσεις σε μία από σειρά αναδυόμενων οικονομικών στην περίπτωση της Αργεντινής, χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 στην περίπτωση της Ελλάδας), και στις δύο περιπτώσεις υπήρξε πρόβλημα υπερβολικού δημόσιου χρέους και επώδυνων προσαρμογών στην πραγματική οικονομία.
Όπως αναφέρει στην έκθεσή της η CA, οι ομοιότητες αυτές έχουν δώσει αφορμή σε πολλούς να διατυπώσουν προβλέψεις, ή ακόμα και συστάσεις, για μια θεραπεία-σοκ στην Ελλάδα που θα είναι αντίστοιχη με της Αργεντινής. Στην περίπτωση της Ελλάδας, αυτό σημαίνει έξοδο από το ευρώ, επιστροφή σε ένα υποτιμημένο εθνικό νόμισμα και χρεοκοπία.
Όμως η Ελλάδα για χρόνια συσσώρευε μεγάλα ελλείμματα στο εμπορικό ισοζύγιο, της τάξης του 16% του ΑΕΠ κατά μέσο όρο την περίοδο 2005-2009, κάτι που καταμαρτυρεί τις χρόνιες αδυναμίες της παραγωγικής δομής της χώρας. Το πρόβλημα μεγεθύνεται από την έλλειψη ανταγωνιστικότητας και οδηγεί τελικά όχι μόνο σε αδυναμία εξαγωγών, αλλά και ικανοποίησης των εγχώριων αναγκών, εξηγούν οι αναλυτές της CA. Ο τουρισμός, αν και αποτελεί τη βασική πηγή συναλλάγματος της χώρας, δεν επαρκεί για να εξισορροπήσει το ισοζύγιο, κι ως αποτέλεσμα το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών παραμένει στο 8%-10% του ΑΕΠ.
Ακόμα κι αν η Ελλάδα κήρυττε χρεοκοπία, η εξισορρόπηση αφενός θα γινόταν αδύνατη λόγω της διακοπής της εξωτερικής χρηματοδότησης, αφετέρου θα απαιτούσε μία εξωπραγματική πτώση στη ζήτηση για εισαγόμενα αγαθά, της τάξης του 30%. Η Αργεντινή δεν αντιμετώπισε τέτοιο πρόβλημα λόγω του εμπορικού της πλεονάσματος (2,7% του ΑΕΠ το 2001) και της άμεσης ανάκαμψης του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών της, στο πλαίσιο μιας βαθιάς ύφεσης και παύσης πληρωμών του εξωτερικού χρέους.
Το επιχείρημα ότι ίσως είναι προς το συμφέρον της Ελλάδας μια δραστική (και προσωρινά καταστροφική) εξυγίανση παρουσιάζει την επιστροφή της χώρας σε ένα υποτιμημένο εθνικό νόμισμα ως μία ελκυστική επιλογή, απέναντι στην επιλογή που προσφέρεται σήμερα. Ήτοι, η χώρα να υποφέρει λιγότερο αλλά για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, ένα σενάριο δηλαδή μακροπρόθεσμης προσαρμογής που θα συνδυάζει ύφεση, λιτότητα και εγχώριο αποπληθωρισμό. Όμως το παράδειγμα της Αργεντινής μπορεί να λειτουργήσει για την Ελλάδα μόνο αν θεωρήσουμε ότι η δεύτερη διαθέτει τις ίδιες δυνατότητες ανάκαμψης και ανάκτησης ανταγωνιστικότητας.
Κάτι τέτοιο δεν φαίνεται να ισχύει, σημειώνει η Credit Agricole. Τόσο λόγω γεωγραφικής θέσης, όσο και λόγω της φύσης των ελληνικών εξαγωγών που, μεταξύ άλλων, απευθύνονται κυρίως σε ώριμες και πλήρως ανεπτυγμένες αγορές, οι οποίες δεν διαθέτουν προοπτικές υψηλής ανάπτυξης.
Με δεδομένο ότι η ναυτιλία αποτελεί μία υπεράκτια δραστηριότητα, οι ελπίδες της Ελλάδας στρέφονται κατά κύριο λόγο στον τουρισμό. Μία υποτίμηση θα έκανε πιο ανταγωνιστικές τις ελληνικές τιμές και πιθανότατα θα βοηθούσε ώστε η χώρα να ξανακερδίσει την χαμένη πελατεία, η οποία έχει στραφεί προς πιο φθηνούς προορισμούς όπως η Τουρκία, η Τυνησία και το Μαρόκο. Δεν αρκούν όμως μόνο οι χαμηλές τιμές. Θα πρέπει να προσαρμοστεί και η τουριστική υποδομή της χώρας σε μέγεθος και ποιότητα, με τρόπο που να επιμηκύνεται η τουριστική περίοδος. Προσαρμογή αυτής της κλίμακας συνεπάγεται επενδύσεις και κεφάλαια που αποτελούν πολυτέλεια για τη χώρα.
Οι αναλυτές της CA καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι η επιστροφή της Ελλάδας σε εθνικό νόμισμα και η υποτίμηση δεν προσφέρουν τις λύσεις που θα νομιμοποιούσαν την έξοδο της χώρας από την Ευρωζώνη, ακόμα και με κόστος μια προσωρινή κοινωνική κρίση. Αντίθετα, ενέχει κινδύνους σοβαρής αποσταθεροποίησης, όχι μόνο για την Ελλάδα αλλά και για ολόκληρη την Ευρωζώνη.
Η οικονομική και νομισματική ένωση έχει ενισχύσει τους δεσμούς στο εσωτερικό της με τέτοιο τρόπο, που αν και το ελληνικό πρόβλημα είναι σχετικά μικρό σε μέγεθος (2,1% του ΑΕΠ της Ευρωζώνης και 4,5% του συνολικού χρέους της Ε.Ε.), παραμένει μεγάλο σε όρους πιθανών συνεπειών. Αν η Ελλάδα έφευγε από το ευρώ, τότε οι πιθανότητες θα ήταν πολύ υψηλές να δούμε επιδείνωση και σε άλλες χώρες και τραπεζικά συστήματα, ο κίνδυνος διάλυσης της Ευρωζώνης θα καθίστατο πραγματικός και οι συνέπειες από μια τέτοια εξέλιξη παραμένουν άγνωστες, αλλά σίγουρα θα ήταν καταστροφικές.
capital.gr