α) Μεταδίδουμε την Ιδέα μας στο λαό.
β) Κάνουμε τον λαό να ασπαστεί και να την κατανοήσει μέσω απλών φράσεων και λέξεων.
γ) Μέσω αυτών αποκτούμε κύρος στον λόγο μας και μπορούμε να μετακινήσουμε μέρος της μάζας για τον σκοπό μας.
Η διάδοση των Ιδεών μας λοιπόν πρέπει να γίνεται προσεκτικά χωρίς να νιώθει ο λαός ότι καθοδηγείται από εμάς. Όπως σε τυχαίες συζητήσεις που φυσικά είναι επιμελώς προπαρασκευασμένες σε μια καφετερια, προκαλείται επί τούτου μία συζήτηση καί έπειτα ο δήθεν τυχαίως παρευρισκόμενος διαφωτιστής λαμβάνει τον λόγον καί αναπτύσσει το θέμα του. Σε συγκεντρώσεις οργανωμένες πρέπει να υπάρχουν άτομα στο κοινό τα οποία θέτουν συγκεκριμένες και συνεννοημένες ερωτήσεις στους ομιλητές, που έχουν προετοιμαστεί και είναι έτοιμοι να απαντήσουν ανάλογα καί να δώσουν στο κοινό τις «θέσεις» μας.Μετά τίθεται το θέμα της εμπιστοσύνης της μάζας, το λόγο δηλαδή που εμείς έχουμε δίκιο.
Εκεί λοιπόν πρεπεί να της δώσουμε την εντύπωση πως είμαστε «δικό» τους κομμάτι.Βάζοντας ανά περίπτωση το κατάλληλο άτομο να μιλήσει και έχοντας φυσικά την ανάλογη εμφάνιση. Βάζουμε λ.χ έναν αγρότη ή ένα γεωπόνο να μιλήσει σε ένα αγροτικό συνεταιρισμό και ξεκινόντας με φράσεις τύπου: Αγρότης ήταν και ο πατέρας μου κ.ο.κ.Πολλές φορές επίσης θα πρέπει να κολακεύσουμε το κοινό για να κερδίσουμε την συμπάθεια του, χωρίς απειλές και κατηγορίες αλλά ως πηγή δυνάμεως καί ηθικής, να «διδασκόμαστε» από τον λαό δινοντάς του την εντυύπωση ότι αυτός αποφασίζει. Και επειδή στο λαό αρέσει να λαμβάνει αποφάσεις, πειθαρχεί πολύ πιο εύκολα σε αυτές. Έτσι αποκτούμε κύρος στον λόγο μας, καταργούμε το χάσμα αλλά μια διαφορά παραμένει. Ο ομιλητής πρέπει να είναι όμοιος με το κοινό που απευθύνεται, δηλαδή ο πρώτος μεταξύ των ίσων. Θα πρέπει να ενισχύουμε όμως τα λεγόμενα του ομιλητή μας με την παρουσία και την συμβολή μεγάλων ονομάτων σαν πήγη των απόψεών του.
Για να πειστεί η μάζα να μας ακούσει δεν πρέπει να ασχολούμαστε με γενικά και αφηρημένα θέματα αλλά με αυτά που την απασχολούν, γι’άυτο ξεκινάμε αναφερόμενοι σε ένα θέμα που άπαντες θα δείξουν ενδιαφέρον. Για παράδειγμα αν θέλουμε να θίξουμε το θέμα της εγκληματικότητας ξεκινάμε με συγκεκριμένο γεγονός τύπου: Είδαμε όλοι στην Κυψέλη την δολοφονία του Έλληνα οικογενειάρχη από αλλοδάπους δολοφόνους, ένα γεγονός που καταγγέλουμε από εδώ.Οπότε, επειδή ο λόγος μας δεν αναφέρεται σε όσους γνωρίζουν αλλά σε ένα νέο και απαίδευτο κοινό, πρεπεί να γίνεται με λιτό και κατανοητό τρόπο τόσο ως προς τη γλώσσα γραφής όσο και στην μορφή του. Να μην είναι για παράδειγμα σε καθαρεύουσα γραμμένος ή περίπλοκος και μακροσκελής αλλά αντίθετα να χρησιμοποιούμε παροιμίες, λαϊκές φράσεις της καθημερινής ζωής. Άρα είναι πιο σωστό σε κάθε ένεργειά μας να μεταδίδουμε μια Ίδεα μόνον επαναλαμβανόμενη με πολλούς τρόπους ώστε να γίνει κτήμα της μάζας.
Το καταφασκόμενο, βεβαιούμενο θέμα καταλήγει με την επανάληψη να ριζώνει στα πνεύματα σε σημείο να γίνεται μια αποδεδειγμένη αλήθεια....Στο τέρμα κάποιου χρόνου, ξεχνώντας ποιός είναι ο δημιουργός της καταφατικής βεβαίωσης, που επαναλαμβάνεται, καταλήγουμε να τη πιστεύουμε (Γουσταύος Λε Μπον).
Άλλωστε η επανάληψη δεν ισχύει μόνο γιά τήν Διαφώτιση αλλά και για κάθε άλλη διάδοση ιδεών.. « ή έπανάληψις είναι μήτηρ τής μαθήσεως.»Για να μην καταλήξουμε βαρετοί και κουραστικοί πρέπει να διαδίδουμε το πιστεύω μας με πολλά διαφορετικά μέσα όπως την συζήτηση, την διασπορά φημών , την αλληλογραφία, το διαδύκτιο , των εφημερίδων τοίχου, των γκράφιτυ, των βιβλίων, των φυλλαδίων κ.α. Ναι μεν επαναλαμβάνουμε την Ιδέα αλλά και με τρόπους ανομοιόμορφους κάθε φορά, ακόμα και άτομα σε θέσεις καίριες (καθηγητές, στρατιωτικούς, συνδικαλιστές) και κυρίως άτομα που έρχονται σε καθημερινή έπαφη με την μάζα.