Ο Ααρών ζούσε στο υγρό κατώγι μιας γερόντισσας ανυφάντρας. Η ανυφάντρα έκλωθε αμίλητη σε μια γωνιά με τη ρόκα της την αιγότριχα. Έστριβε επιδέξια την κλωστή και δούλευε τ'αδράχτι σαν πανάρχαια Μοίρα που’γνεθε αέναα τα νήματα της ζωής των ανθρώπων. Απεναντί της, σ’ένα ξεχαρβαλωμένο κλινάρι ο Ααρών ύφαινε κι εκείνος... ύφαινε με τη γραφίδα του αραχνοΰφαντες λεξούλες. Η επινόηση για τον δεκατετράχρονο δεν ήταν διόλου δύσκολο πράγμα. Αρκούσε μόνο μιαν όμορφη σκέψη για να ξεδιπλωθεί αίφνης ο μίτος της επόμενης ιστορίας του. Σε μιαν ατμόσφαιρα μυρωμένη από μαλλί ζώου, ίσως η έμπνευσή του να’τανε το ξερό γρασίδι που ξεμύτιζε απ’τις σαρακοφαγωμένες χαραμάδες του σανιδόχτιστου παραθυριού του. Ίσως πάλι να’τανε και κάποιος γρύλος που τερέτισε για μια μόνο φορά. Όμως όποια κι αν ήταν η πηγή της έμπνευσής του, τι μαγική διαδικασία και τι περίσταση ήταν για τον Ααρών η στιγμούλα της γέννησης μιας ιδέας! Οι κόρες των ματιών του μικρού συγγραφέα διαστέλλονταν από τέρψη σαν η ακίδα της πένας του γρατζουνούσε την επιφάνεια λεπτού, πάμφθηνου επιστολόχαρτου. Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά καθώς οι μουτζούρες της άτακτης μελάνης του γεννούσαν μυθικά ζώα και κατεργάρηδες φτερωτούς ήρωες στο μισόφωτο της φτωχικής κάμαρής του. Πού και πού, όμως, στο νου του ερχόταν το φευγιό του πατρός του και τότε το ωχρό μούτρο του χλώμιαζε ακόμα περισσότερο. Γκρίζες εικόνες και μυτερά λόγια είχαν παραμείνει καρφωμένα σαν ασκούριαστα καρφιά στο μυαλό του:
"Πάρε τουλάχιστον μαζί σου το γιο μας", ήταν οι στερνές λέξεις της αποστεωμένης μητέρας του Ααρών. Αντ’αυτού, ο σκληρόκαρδος σύζυγός της, βρόντηξε το εργατικό σκουφί του καταγής κι εγκατέλειψε γυναίκα και παιδί δίχως να πει κουβέντα. Τότε ήταν που ο λεπτοδείκτης του ρολογιού της ζωής έπαψε να κινείται για την ταλαίπωρη μάνα.
Δυο ολόκληρα έτη μετά το ξεκλήρισμα της οικογένειάς του το άμοιρο αγόρι πάλευε ακόμα με τα αδάμαστα θηρία του μυαλού του. Πάλευε με το φόβο ότι η άνομη μετανάστευση του πατέρα του και η ταυτόχρονη απώλεια της μητρός του από μιαν άγνωστη, καλπάζουσα βρωμοαρρώστια ήταν δικές του υπαιτιότητες. Ο Ααρών χρειαζόταν οπωσδήποτε συμπαραστάτες. Μα ποιος να κατευθύνει αρμονικά τη σκέψη ενός παιδιού που δεν είχε ούτε έναν άνθρωπο για να αφουγκραστεί τον πόνο του, που δεν είχε ούτε έναν καρδιακό φίλο για να ξεχυθεί με γέλια μαζί του στην αλάνα... Μοιραία, το χαρτί και το καλαμάρι έγιναν γι’αυτόν εργαλεία ψυχικής επιβίωσης και το σκληρό ντιβάνι του έγινε το προσωπικό του ασκηταριό. Μόνο σκαρώνοντας φανταστικούς γονείς και χαρούμενες πολιτείες στις αποθήκες του μυαλού του λησμονούσε το κακό. Έτσι μπλεγμένες, λοιπόν, κάπου ανάμεσα στους φραγμούς της πραγματικότητας και της φαντασίας, κυλούσαν οι μέρες του δεκατετράχρονου. Μέχρι τη 18η Ιουλίου του 1936, που ξέσπασε η Επανάσταση στην πατρίδα του.
18η Ιουλίου 1936
Την ημέρα εκείνη οι, επί δεκαετίες, καταπιεσμένοι εργάτες ξεχύθηκαν στους δρόμους της ισπανικής επαρχίας διεκδικώντας καλύτερες συνθήκες διαβίωσης αφού έως τότε η ζωή τους κυβερνιόταν απάνθρωπα από φατριές καιροσκόπων μεγαλογαιοκτημόνων και από ζάμπλουτους φεουδάρχες ηγούμενους. Για πολλά συναπτά χρόνια η εκμετάλλευση, η ένδεια και τα λοιπά παρελκόμενα του κυρίαρχου καθεστώτος είχαν φέρει τις οικογένειες πάμφτωχων εργατών- όπως αυτής του Ααρών- και τους μεροκαματιάρηδες αγρότες, σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Ήταν προσδοκώμενο, επομένως- υπ’αυτά τα άθλια βιοτικά δεδομένα- να ξεσπάσουν, εν συντόμω χρόνο, βίαιες λαϊκές εξεγέρσεις. Όταν, μάλιστα, ξεφύτρωσαν και τα πρώτα αναρχικά συνδικάτα ο τόπος ολάκερος μύρισε μπαρούτι. Οι εξουσιαστές, τρεμάμενοι τότε πως ήλθε η ώρα της πτώσης τους, εξαπέλυσαν πιστολέρος ενάντια στον ξεσηκωμένο λαό για να τον αποδεκατίσουν. Η αντίσταση των επαναστατημένων, όμως, ήταν ανίκητη. Τ’ανταρτιλίκι έδειχνε να μην έχει ηλικία, να μην έχει αχίλλειο πτέρνα, να μην έχει τέλος.
Στην αυγή του προκειμένου ξεσπάσματος, λοιπόν, απ’τη μια πλευρά τα αναρχικά σωματεία, οι εργάτες και οι αγρότες κατέλαβαν χωράφια, εργοστάσια και οδούς φωνάζοντας συνθήματα κατά της εξουσίας. Οι αντικαθεστωτικοί ήταν μυριάδες. Απ’την άλλη πλευρά, μια στρατιωτική ομάδα- υπό τη στρατηγία του φιλόδοξου δικτάτορα Φράνκο- κατέφτανε για να τους καταπνίξει. Όμως, εκεί, στη μέση χωμάτινων δρόμων, ο λαός ύψωνε τείχη από σακιά άμμου και οχυρωνόταν γρήγορα. Οργισμένος κόσμος συνέρρεε ασταμάτητα για να πολεμήσει, αποφασισμένος να χύσει το αίμα του μέχρι τελευταίας ρανίδος. Όλοι οι εξεγερμένοι ήταν αρματωμένοι με τουφέκια, με γκασμάδες και με δρεπάνια. Όλοι εκτός από έναν...
Ο μικρός Ααρών δεν κουβαλούσε όπλα. Επωμίστηκε μια ταβανόβουρτσα, έναν κουβά γεμάτο πορφυρή μπογιά και κίνησε για το μάτι του κυκλώνα. Πέρασε τα ερείπια που’χε αφήσει στο διάβα του ο στρατός της Χούντας και κοντοστάθηκε μπρος από ένα ασβεστωμένο τοιχάκι που, σε πείσμα των φασιστών λεηλατών, στεκόταν ακόμα ολόρθο. Ο δεκατετράχρονος βάφτισε αμέσως τη βούρτσα μέσα στο πηχτό χρώμα και άρχισε να γράφει στον πέτρινο τοίχο την πρώτη φράση που κατέβασε ο νους του. Προτού όμως προλάβει καλά καλά να τελειώσει το σύνθημά του, ο απόηχος άτακτων ποδοβολητών άρχισε να γίνεται αντιληπτός από μακριά. Σύντομα μιαν ομάδα από κυνηγημένους αγρότες πέρασε οχλοβοώντας μπροστά από τα έκπληκτα μάτια του αγοριού. Ξωπίσω τους έτρεχαν ένοπλοι στρατιώτες βρίζοντας και διατάζοντας το μπουλούκι να παραδοθεί. Όταν τ’αγριεμένο άγημα προσπέρασε τον Ααρών, μόνον ένας εκ των στρατιωτών έστριψε το κεφάλι του και διέκρινε το φρεσκογραμμένο σύνθημα του έφηβου γραφιά εντοπίζοντας εν συνεχεία και τον ίδιο. Δίχως να χάσει καιρό ο φανατισμένος στρατιώτης, σταμάτησε και ξεκρέμασε το τουφέκι του από τον ώμο του. Διάβασε με περισσότερη προσοχή το μήνυμα που’χε “αμαυρώσει” τον τοίχο και τα μάτια του πύρωσαν από οργή. Έστρεψε τότε το όπλο του προς την κατεύθυνση του νεαρού και ο τελευταίος, αντί να υποταχτεί, ύψωσε γενναία τ’αριστερό χέρι του σφιγμένο σε γροθιά.
“Anarquista! (αναρχικέ!)”, ανέκραξε ο φαντάρος- αντιλαμβανόμενος το επαναστατικό μήνυμα πίσω από τη χειρονομία του παλικαριού- και ο δείκτης του πίεσε μια φορά τη σκανδάλη. Κατόπιν έφτυσε με αηδία στον αέρα, γύρισε την πλάτη του κι απομακρύνθηκε με γοργό βήμα.
Ο δεκατετράχρονος, σαν έφαγε το βόλι, ένιωσε το κορμί του να πέφτει σε ατέλειωτο κενό μέχρι που βρέθηκε ξαπλωμένος αναπάντεχα μέσα σ’έναν ολόσπαρτο κάμπο. Προσπάθησε πολλές φορές να ανοίξει τα μάτια του αλλά ο ουρανός ήταν τόσο λαμπερός που η φωτεινότητά του διαπερνούσε έως και το δέρμα από τα σφαλιστά βλέφαρά του. Σύντομα, η βαριά σκιά μιας τεράστιας στρατιάς φτερωτών πλασμάτων άρχισε να καλύπτει σύσσωμη την πλάση και να καταπίνει στο πέρασμά της κάθε αχτίδα φωτός. Ο Ααρών άδραξε την ευκαιρία, τότε, ν’ανοίξει τα μάτια του και αντίκρυσε εκεί ψηλά τους ήρωες που είχαν ξεπηδήσει τόσες φορές από την κόψη της φαντασίας του για να σώσουν πεντάμορφες πριγκιποπούλες από νύχια δράκων και κακών μαγισσών. Άπαντες οι φτερωτοί ήρωες των παραμυθιών του Ααρών είχαν αναδυθεί απ’τις φωλιές τους για να αποτείνουν φόρο τιμής στον δημιουργό τους. Πετούσαν κυκλικά πάνω απ’το κεφάλι του αφήνοντας στον ουρανό χρυσωπές γραμμές που έσβηναν γαλήνια μετά από λίγο...
Κάτω απ'αυτήν την "επουράνια παρέλαση"- σε πολύ μικρή απόσταση από τον ξαπλωμένο έφηβο- καθόταν και μια νέα ανυφάντρα που’γνεθε ασταμάτητα με τη ρόκα της ενώ παράλληλα τραγουδούσε ένα παραδοσιακό, παλαιό νανούρισμα. Η ανυφάντρα ήταν εύφωνη, καλλίμορφη και φορούσε ένα κατακόκκινο φόρεμα φλαμένκο με περίτεχνες μαύρες δαντέλες. Ο Ααρών ήθελε τόσο πολύ να σηκωθεί για να δει τη μορφή της αλλά τα πόδια του τα αισθανόταν τόσο βαριά κι ασήκωτα λες και ήταν καμωμένα από μολύβι. Υποπτεύταν δε, πως η γυναίκα με την αιθέρια φωνή ήταν η μητέρα του. Με το ίδιο νανούρισμα τον έβαζε κι εκείνη για ύπνο όσο ήταν ακόμα μωρό. Αχ, αν ήταν εκείνη, πόσο θα’θελε να της ρίξει έστω και μια ματιά! Πώς όμως; Το αγόρι ναι μεν αισθανόταν να τον πλημμυρίζει μια γλυκιά, πρωτόγνωρη ευφορία αλλά ταυτόχρονα ένιωθε σαν κάποιος να τον είχε καρφώσει, για κάποιο λόγο, στο έδαφος. Προσευχήθηκε, λοιπόν, σιωπηλά και μ’όλη τη δύναμη της ψυχής του να μπορέσει να σαλέψει, να σηκωθεί. Καθ’όλη τη διάρκεια της προσευχής του, το χαμογελαστό πρόσωπο της μητρός του ερχόταν κι έφευγε γοργόδρομα απ’τη φλογισμένη σκέψη του. Τα βλέφαρά του ήταν κλειστά και μαύρα δάκρυα έτρεχαν απ’τις άκρες των ματιών του. Έκλαψε με πίστη και με βουβά αναφιλητά και πριν προλάβουν να στεγνώσουν τα δάκρυα στα κατάλευκα μάγουλά του ένα θορυβώδες σμήνος από μικροσκοπικές νεράιδες φτερούγισε προς το μέρος του. Μια νεραϊδούλα εξ’αυτών τον πλησίασε κι αφού τον φίλησε στα χείλη με το πετάρισμα των φτερών της, πήγε και κάθησε στην κορυφή της μύτης του χαχανίζοντας. Ο Ααρών αναγνώρισε αμέσως τη λιλιπούτεια “φίλη” του. Ήταν η Καρμελίτα, η καλή νεράιδα ενός χριστουγεννιάτικου παραμυθιού που ο ίδιος είχε σκαρφιστεί όταν είχε πιπιλίσει την πρώτη του στριφογυριστή καραμέλα με γεύση τριαντάφυλλο. Ο μικρός συγγραφέας είχε μάλιστα “πλάσει” την όψη της νεραϊδούλας ροζ και νόστιμη, όπως ακριβώς ήταν δηλαδή και το γιορτινό ζαχαρωτό που είχε τότε γευτεί.
Η Καρμελίτα, δίχως καθυστέρηση, οδήγησε το φτερωτό σμήνος γύρω απ’το σώμα του ακίνητου έφηβου και πολύ γρήγορα, με τη βοήθεια των ευγενών ξωτικών, το ανήμπορο κορμί του ανασηκώθηκε απ’το γρασίδι και ξεκίνησε να αιωρείται προς τη μεριά της άδουσας υφάντριας. Το τραγούδισμα της νέας γυναίκας τραβούσε σιμά της τον Ααρών σα θελκτικό τραγούδισμα Σειρήνας μέχρι τη στιγμή που το βλέμμα του συνάντησε το δικό της. Τότε εκείνη έπαψε να τραγουδά.
Η ανυφάντρα, δίχως να σταματήσει να περνάει το μάλλινο νήμα της στη ρόκα, κοίταξε με λατρεία τον Ααρών και συγκινημένη αναφώνησε:
“Πώς μεγάλωσες!”
Ο Ααρών κατακεραυνώθηκε σαν αντίκρυσε τη μητέρα του, αισθάνθηκε τέτοιο δέος σα να είχε μόλις δει τον ίδιο το Θεό! Ήθελε τόσο να της πει ότι την αγαπά, ήθελε να κρυφτεί στην αγκαλιά της και να απολαύσει το μητρικό χάδι όσο τίποτε άλλο. Το μόνο που μπόρεσε τελικά να κάνει ήταν να τη ρωτήσει:
“Τι γνέθεις εκεί πέρα μάνα;”
“Το μίτο της ζωής σου γιε μου. Και δεν μπορώ να σταματήσω, δεν πρέπει...”, απήντησε η ανυφάντρα και έστρεψε ξανά την προσοχή της στο γνέσιμο.
Ο Ααρών κοίταξε ευθύς αμέσως το νήμα της ζωής του που τυλιγόταν γύρω από ένα ξυλοσκαλιστό αδράχτι και έψαξε μάταια να βρει την άκρη του. Ο μίτος ήταν τόσο μακρύς, έμοιαζε να μην έχει τέλος. Ο νέος έδειχνε να έχει πάμπολλα έτη μπροστά του για να ζήσει.
“Άρα δε γίνεται να είμαι νεκρός.”, ψέλισε.
Την ίδια ώρα το σώμα του άρχισε να ταρακουνιέται κι ένας οξύς πόνος διαπέρασε τ'αριστερό του χέρι και το κούτελό του ενώ μια βαριά αντρική φωνή επαναλάμβανε φωναχτά:
“Είσαι καλά σύντροφε;”
Ακουμπισμένος στ'ασβεστωμένο τοιχάκι, ο ημιλιπόθυμος Ααρών, περιεργαζόταν τα απομεινάρια της οδομαχίας που είχε μόλις λήξει. Ο λαός είχε κατορθώσει να ξεπλύνει τη σιχασιά του φασισμού. Οι αγρότες πανηγύριζαν τη νίκη τους ανάβοντας φωτιές τόσο οργισμένες που τίναζαν καπνούς σε ύψη άφθαστα. Τα αιτήματα μαζί με τα δίκαια των φτωχών βούιζαν αγρίως ολόγυρά του όταν, ξάφνου, μιαν άγνωστη αντρική φωνή τον ξαναρώτησε:
“Είσαι καλά σύντροφε;”
Ο δεκατετράχρονος προσπάθησε να εστιάσει το βλέμμα του στο πρόσωπο του αρματωμένου άνδρα που του μιλούσε, η ζαλάδα του όμως δεν τον βοηθούσε διόλου, ούτε το λιοπύρι που είχε γίνει θανατερό. Ένιωθε μιαν ακατανίκητη κούραση. Παρ’όλ’αυτά σήκωσε το δεξί χέρι του κι άρχισε να κινεί τα μακριά δάχτυλά του λες και χάιδευε τα πλήκτρα ενός φανταστικού πιάνου. Μετά άγγιξε τη μύτη, το τριχωτό πιγούνι του, το στέρνο και το στομάχι του.
“Είμαι ζωντανός...” διαπίστωσε με φωνή ίσα που ακουγότανε. “Είμαι ζωντανός!”, είπε ξανά δυνατότερα, περισσότερο στον εαυτό του παρά στον οπλισμένο εργάτη που τον κοίταζε μ’ανησυχία.
“Είσαι πολύ τυχερός που ζεις αδελφέ. Θα πρέπει να’χεις πολύ γερό κεφάλι! Σε βρήκα πεσμένο κατακούτελα σ’εκείνη εκεί την κοτρώνα...”
Ο εργάτης έδειξε με το δάχτυλό του μια πλατιά πέτρα λίγα μέτρα πιο πέρα και ο Ααρών ανακατεύτηκε σαν αντίκρυσε το αίμα με το οποίο ήταν βαμμένη η επιφάνειά της.
“Και τώρα τα κακά νέα. Ένα βόλι διαπέρασε τη ζερβή παλάμη σου…” συνέχισε ο εργάτης και το τραυματισμένο αγόρι έφερε μπρος στα μάτια του τ’αριστερό χέρι του που ήταν τυλιγμένο με ένα ματωμένο λινό κομμάτι υφάσματος. Το πρόσωπό του έγινε αμέσως κάτασπρο σαν πανί.
“Μην ανησυχείς μικρέ. Φρόντισα την τρύπα στην παλάμη σου όπως και αυτήν στο ξερό κεφάλι σου!”, καθησύχασε ο άνδρας τον μικρό γελώντας, σε μια προσπάθεια ν’αλαφρύνει τη βαριά ατμόσφαιρα.
Ο Ααρών κατέβαλε κι εκείνος υπεράνθρωπη προσπάθεια να γελάσει όμως η απόπειρά του καταπνίγηκε μέσα σ’ένα χείμαρρο ξερού βήχα. Όταν, λίγες στιγμές αργότερα, συνήλθε, ευχαρίστησε τον φτωχό “σωτήρα” του δίχως όμως να εισπράξει καμιάν απόκριση από δαύτον. Το μόνο που έκανε ο εργάτης ήταν ν’απομακρυνθεί σιωπηλά. Κατόπιν έβγαλε από την τσέπη του παντελονιού του μια χούφτα ωμά ρεβύθια, λούφαξε σε μια γωνίτσα και τα ξεκοκάλισε ολομόναχος.
Παρ’όλο που η όψη του λαβωμένου δεκατετράχρονου έδειχνε γαλήνια και η φωτιά του βλέμματός του έμοιαζε σβησμένη, οι ιδέες σάλευαν μέσα του. Κάποιες σκηνές από την πρωτινή ζωή του είχαν ξανάρθει και ταλάνιζαν τη σκέψη του ώσπου η σπαρακτική κλάψα ενός μικρού κοριτσιού έφτασε στ’αφτιά του. Το κοριτσάκι γυρνούσε αναμαλλιασμένο στους δρόμους ανάμεσα στον κόσμο κρατώντας ένα λεπτό κλαράκι. Έπιανε έναν έναν τους εργάτες και κάτι τους ρωτούσε. Όλοι την έδιωχναν κι εκείνη έφευγε κάθε φορά κλαίγοντας με λυγμούς. Ο Ααρών έβαλε μια φωνή και την κάλεσε κοντά του:
“Έι! νίνια (niña: “κοριτσάκι”)! Έλα’δω!”
Η μικρή βρέθηκε αστραπιαία στο πλευρό του- καθισμένου κατάχαμα- Ααρών και πίεσε την άκρη του κλαδιού στο στέρνο του, λες και ήταν καμιά κάνη οπλισμένου τουφεκιού.
“Θέλω να μου χαράξεις εδώ, πάνω στο χώμα, με αυτό το κλαδί, τη φράση ‘Viva La Revolución’ (“Ζήτω Η Επανάσταση”)”, τον διέταξε ορθά κοφτά.
“Άκου'δω διαταγές!... Ξέρεις τι λες μωρέ αχαμνό; Αυτά τα λόγια είναι πολύ μεγάλα για ένα τόσο μικρό κορίτσι σαν και του λόγου σου... αποκλείεται!”, τη μάλωσε ο νεαρός τραυματίας διασκεδάζοντας φανερά απ’τη μικρομέγαλη συμπεριφορά της.
“Δε με λένε ‘αχαμνό’ με λένε Σελεστίνα και θέλω να μου δείξεις πώς γράφεται αυτό που σου ζήτησα!”, απαίτησε το κοριτσάκι χτυπώντας το καχεκτικό ποδαράκι του στο χώμα.
Το αγόρι εντυπωσιάστηκε από τη φωτιά που σιγόβραζε εντός αυτής της γυναικείας μινιατούρας. Άρπαξε μεμιάς, λοιπόν, το κλαράκι από το λιγνό, παιδικό χέρι και σκάλισε στο χώμα, με όμορφα καλλιγραφικά γράμματα, τα αρχικά:
“ V . L . R ”
“Ορίστε, αυτό που μου ζήτησες είναι έτοιμο!” ενημέρωσε γρήγορα ο Ααρών τη Σελεστίνα και η τελευταία κοίταξε και ξανακοίταξε τα αρχικά από όλες τις οπτικές γωνίες ώσπου τελικά σχολίασε:
“Μα πώς είναι δυνατόν το σύνθημα που σου ζήτησα να χωράει μέσα σε αυτά εδώ τα λίγα συμβολάκια;”
Ο νεαρός χαμογέλασε.
“Άκου... Θα είναι ευκολότερο για σένα να θυμάσαι πώς να γράψεις τα αρχικά κάθε λέξης αντί ολόκληρη την πρόταση. Πίστεψέ με Σελεστίνα... όσοι δουν γραμμένα αυτά τα τρία γράμματα μαζί, θα καταλάβουν τι ακριβώς σημαίνουν.”, της εξήγησε.
Η μικρή χαμογέλασε και αφού “αποστήθισε” το, χαραγμένο στο έδαφος σύνθημα, έδωσε μια ζεστή αγκαλιά στον Ααρών. Αυτή η απρόσμενη έκφραση ευχαριστίας από τη Σελεστίνα σα να θύμισε για μια στιγμή στον έφηβο το σχεδόν ξεχασμένο αίσθημα αγάπης και πληρότητας που ένιωθε όταν απολάμβανε τα χάδια της μητέρας του. Μέχρι που...
“Θες να γίνεις ο αδελφός μου;” ακούστηκε να λέει η λεπτή φωνούλα της Σελεστίνα απ’τα βάθη της αγκαλιάς του δεκατετράχρονου. “Πάντα ήθελα να έχω έναν αδελφό, αλλά δεν έχω μητέρα να μου δώσει έναν.”, πρόσθεσε.
Ο Ααρών σάστισε αλλά, δίχως καν να το συνειδητοποιήσει, είχε ήδη απαντήσει στο κοριτσάκι θετικά. Λίγη ώρα μετά, όταν η Σελεστίνα τράβηξε πιο πέρα, ο ίδιος καθόταν συλλογισμένος. Σαν κάποιοι άλλοι ορίζοντες ν’ανοίχτηκαν στη ζωή του απ’ το φρικτό εκείνο πρωί. Απ’την άβυσσο της κόλασης σα να βρέθηκε ξαφνικά σ’έναν κόσμο όχι και τόσο ανυπόφορο, όχι και τόσο μοναχικό. Γύρισε απρόσμενα σε μια μέρα απ’το θάνατο στη ζωή, αντάμωσε τη μητέρα του, απέκτησε ξαφνικά μιαν αδελφή και ανακάλυψε ότι ο μίτος της ζωής του ήταν μακρύς. Τι συγκυρία, πράγματι και τι θαύμα η μέρα της αναγέννησής του μικρού Ααρών! Αλλά σε ποιον όφειλε τελικά τη σωτηρία του;
Ο εργάτης που του φρόντισε τις πληγές τον πλησιάσε ξανά, τον βοήθησε να σταθεί στα πόδια του και τον έβαλε να καθήσει μπρος από μια ξύλινη τάβλα. Εκεί γευμάτιζαν οι solidarios- μιαν ομάδα αλληλέγγυων των ανταρτών- που υποδέχτηκαν τον Ααρών με θέρμη και με ελαφρά χτυπήματα στην πλάτη.
“Βάλτε στο μικρό ήρωα κρασί να πιει! Δώστε και του λόγου του ένα τσιγάρο!”, διέταξε ένας από την ομάδα, ο πιο μεγάλος σε ηλικία.
“Τι τσιγάρο ρε! Δώστε ένα πούρο στο παιδί να ξεχαρμανιάσει απ’το θανατικό του!”, φώναξε κάποιος νεαρός αναρχικός. Και τότε ήταν η πρώτη φορά που ο νεαρός Ααρών γέλασε επιτέλους με την καρδιά του. Γέλασε όχι μόνο για να απομυθοποιήσει τη βαρύτητα των περιστάσεων αλλά και από ικανοποίηση που η μοίρα του είχε επιφυλάξει τέτοιους καλούς συμπαραστάτες στις απαρχές της καινούργιας ζωής του.
Το σούρουπο έσβηνε ήμερα και ο ουρανός χάριζε μιαν ελπιδοφόρα χρυσοκόκκινη λουρίδα στον ορίζοντα μαζί με την υπόσχεση πως σύντομα θα προβάλλει το μαγευτικό φως του φεγγαριού. Πάνω στο μπαρουτοκαπνισμένο τοιχάκι που στεκόταν ακόμα ολόρθο μετά την αιματηρή οδομαχία, μιαν όμορφη σκέψη ήταν γραμμένη με πηχτή πορφυρή μπογιά:
"Μπρος σε μια μηχανή που γκρεμίζει τα όνειρά σου, η σιωπή σου είναι το μεγαλύτερο έγκλημα!
Τέλος
perifiloukaifterou.com