Δεκέμβριος και καθώς εξελίσσεται το φετινό πρωτάθλημα διαφαίνονται αδυναμίες και ελλείψεις και οι τεχνικές ηγεσίες διαπιστώνουν αναγκαίες «μεταγραφές» (το ορθό είναι…
μετεγγραφές αλλά στην αθλητική αργκό όλα δικαιολογούνται…)
Έτσι η σημερινή μου άποψη στρέφεται μακριά από τα τρέχοντα οικονομικά μας δράματα στα «αιώνια ποδοσφαιρικά μας»…δράματα σε εποχές όπου, όπως και στην Εθνική Οικονομία, απουσιάζουν χρήματα και χρηματοδότες…
Ομολογώ ότι ο τίτλος μου σήμερα είναι σκόπιμα....παραπλανητικός! Οχι μόνο επειδή παρεμβάλλεται το καθοριστικό “αλλά» (αυτά τα 4 γράμματα δρούν πάντοτε ανασταλτικά στην κάθε λογής θετική διαπίστωση), αλλά ακριβώς επειδή η πρώτη μου λέξη το επίθετο «καλός» εξυπακούει μιά ταύτιση απόψεων και κρίσεων, καθώς προϋποθέτει μιά γενικότερα αποδεκτή αξιολόγηση.
Πριν κάνω, λοιπόν, την επίμαχη ψυχολογική ανάλυση των παραγόντων εκείνων που στην συνθετική ολότητά τους συνιστούν το ανασταλτικό «αλλά» αξίζει τον κόπο να ρίξουμε μιά ματιά στο προβληματικό επίθετο...καλός.
Οι φίλαθλοι, οι αθλητικοί συντάκτες, οι παράγοντες και μαζί οι ίδιοι οι παίκτες έχουν τις δικές τους απόψεις, το δικό τους ορισμό, τα δικά τους πλαίσια αναφοράς που τους οδηγούν στην αποληκτική διαπίστωση ότι ένας συγκεκριμένος παίκτης είναι ή δεν είναι...»καλός.»
Οι φίλαθλοι υποκύπτοντας στη συναπαστικότητα του αγώνα, γοητευμενοι με την εξέλιξη μιάς κρίσιμης φάσης ικανοποιημένοι από το επιθυμητό σκοράρισμα καθώς αναλύονται σε ουρανομήκεις ιαχές επιδοκιμασίας δίνουν το δικό τους ορισμό του «καλού παίκτη» με μιά άτυπη μεν, ηχηρή δε, προφορική διαδικασία καθιέρωσης μέσα στα γήπεδο του ποδοσφαίρου, του μπάσκετ, του βόλλεϋ.
Οι αθλητικοί συντάκτες, τυπώνουν την επόμενη του αγώνα με έγχρωμα εξάστηλα ή τετράστηλα αυτό που η κερκίδα διατύπωσε προφορικά με τις ιαχές επιδοκιμασίας την ώρα του αγώνα και υλοποιούν την προφορική αναγνώριση με την εγκυρότητα (scripta manent, γαρ) του «έντυπου λόγου...»
Οι διοικητικοί παράγοντες έχουν τη δική τους άποψη, άρρηκτα συνυφασμένη με την απόδοση του κάθε παίκτη σε σχέση ευθέως ανάλογη με το κόστος της απόκτησής του, σέ ότι αφορά τον ορισμό του «καλού».
Και οι προπονητές, λειτουργώντας ως «εμπειρικοί ψυχολογοι» που ζούνε κάθε μέρα από κοντά, ώρα με την ώρα τον κάθε παίκτη της ομάδας τους διαμορφώνουν από παρατήρηση που στηρίζεται στην πείρα τους το δικό τους πλαίσιο αναφοράς, τυποποιούν συνειδητά το δικό τους ορισμό του «καλού παίκτη.»
Καλός παίκτης, λοιπόν, αλλά....ποιός;
Αυτός που σκορπίζει ρίγη συγκίνησης στην κερκίδα, αναστατώνει τους αντιπάλους γοητεύει τους αθλητικογράφους, κεδίζει την εύνοια των παραγόντων και του προπονητή σε μερικές αγωνιστικές και στη συνέχεια απογοητεύει, δημιουργεί ερωτηματικά, φθείρει το ηθικό των συμπαικτών του και δημιουργεί τις προϋποθέσεις για την ήττα, εξαγριώνοντας την κερκίδα;
Η εκείνος που επιδίδεται συστηματικά στην σωστή άσκηση, προπονείται δίνοντας ολάκερο τον ευατό του, πειθαρχεί, παίζει συλλογικό παιχνίδι έστω και εάν έτσι στερείται την προσωπική προβολή και δόξα, συμβάλλει στο ανέβασμα του ηθικού της ομάδας του, συνεργάζεται, στοχεύει στη σταδιακή και σταθερή βελτίωσή του και σαν το παροιμιακό κρασί γίνεται καλύτερος με το πέρασμα του χρόνου;
Το ταλέντο σαν την ομορφιά, το πάχος και το χρήμα δεν...κρύβεται όπως σοφά το λέει και ο λαός μας. Ενα καλό ταλέντο σε λάθος περιβάλλον απολήγει σε μετριότητα την ιδια στιγμή που ένας μέτριος παίκτης στο σωστό περιβάλον μπορεί να γίνει «μεγάλος.»
Καλός παίκτης λοιπόν, αλλά...αξιοποιεί το ταλέντο του;
Η σωματική διάπλαση, οι ψυχοδιανοητικές ικανότητες (αυτό που η κοινή γνώμη γνωρίζει ως αντίληψη) και οι ψυχοσυναισθηματικές ιδιότητες (αυτό που περικλείεται από την προσωπικότητα και τον χαρακτήρα) μαζί με τη συστηματική και διαχρονική εκμάθηση της τεχνικής του σπόρ ή είναι ποδόσφαιρο ή μπάσκετ ή κάτι άλλο συνιστούν το ταλέντο καθενός παίκτη και καθενός αθλητή γενικότερα.
Εφόσον τον ευνοήσει η τύχη του και τον ανακαλύψει κάποιο έμπειρο "λαγωνικό ταλέντων" κάποιας μεγάλης ομάδας ο καλός παίκτης παίρνει το εισιτήριο για την εξέλιξη της καριέρας του. Από εκεί και μπρός σε αυτόν εναπόκειται εάν θα προχωρήσει. Για να επιβιώσει πρέπει να παλαίψει, για να συναρπασει πρέπει να αγωνισθεί, για να αναγνωρισθεί και να καθιερωθεί χρειάζεται να δοθεί, να βελτιωθεί σωματικά, ψυχικά και σε επίπεδο τεχνικό.
Αν δεν πειθαρχήσει τις υποκειμενικές του επιθυμίες όταν αυτές γίνονται και υπέρμετρες και καταναγκαστικές, αν δεν τιθασσεύσει τις ανθρώπινες αδυναμίες του όταν γνωρίζει πώς η ικανοποίησή τους θα του κοστίσει και άν δεν βελτιώνει συστηματικά με επιμονή και υπομονή τις ψυχοδιανοητικές και μαζι τις ψυχοσυναισθηματικές, σωματικές και τεχνικές του ικανότητες, δεξιοτεχνίες και γνώσεις τότε παρά τις όποιες εφήμερες δόξες, δάφνες, μεγαλεία, αναγνώριση και χρηματικά κέρδη θα απολήξει στην ανασταλτική διαπίστωση φιλάθλων, αθλητικογράφων, παραγόντων, προπονητών και φυσικά και του...ψυχολόγου των σπορ ότι είναι καλός παίκτης....αλλά!...
Το έχω γράψει και στο γνωστό πιά βιβλίο μου με τίτλο «Ένας ψυχολόγος στο γήπεδο» εκδόσεις ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ που εξαντλήθηκε εδώ και πολλά χρόνια, αλλά θα το αναφέρω πιστεύοντας ότι ισχύει και για το γήπεδο όπως και για την επιστήμη ή τις τέχνες:
«Μεγαλοφυία είναι το τελικό άθροισμα δύο παραγόντων» είπε κάποτε όταν ρωτήθηκε σχετικά από δημοσιογράφους και επιστήμονες ο μεγάλος Αϊνστάϊν και ολοκλήρωσε «όπου το ένα τοις εκατό είναι η ιδιοφυία και το εννενήντα εννιά τοις εκατό ο ιδρώτας!..»
Καλός παίκτης λοιπόν, χωρίς κανένα απολύτως, αλλά....