Πρωί Πέμπτης, γύρω στις 10:30 στην άνοδο της Βουλιαγμένης, εκεί χαμηλά, στην αρχή της.
Εκεί όπου τα μισά μαγαζιά που κάποτε πουλούσαν κυρίως έπιπλα έχουν κλείσει, με το γνωστό «Ενοικιάζεται» κολλημένο μπροστά στο τζάμι. Στο πεζοδρόμιο, κάτω από ένα τέτοιο «Ενοικιάζεται» κάθεται κατάχαμα μια γυναίκα γύρω στα 45. Με τσεμπέρι στα μαλλιά, σκισμένη φόρμα και σαγιονάρες πάνω από τις κάλτσες της. Τα αυτοκίνητα περνάνε από δίπλα της κατά δεκάδες, χωρίς κανένα να σταματήσει. Οι ελάχιστοι πεζοί την προσπερνάνε επίσης. Εγώ (περπατώντας) τη βλέπω ξαφνικά μπροστά μου. Κολλάω για ένα λεπτό. Αμφιταλαντεύομαι μεταξύ του να ρωτήσω αν χρειάζεται κάτι και του να συνεχίσω κι εγώ τον δρόμο μου σαν να μην τρέχει τίποτα.. Κερδίζει το πρώτο. Όχι γιατί υπερτερώ σε φιλανθρωπία, αλλά γιατί σκέφτομαι ότι αν ήμουν εγώ στη θέση της, αυτό θα περίμενα να κάνει ο περαστικός. Σκύβω και τη ρωτάω αν χρειάζεται κάτι, αν νιώθει καλά, αν θέλει να καλέσω ασθενοφόρο. «Όχι», μου λέει. «Δεν θέλω τίποτα από κανέναν. Δεν χρειάζομαι βοήθεια απ΄ όλους εσάς. Ξεκουράζομαι. Θα κάτσω λίγο εδώ και θα φύγω. Με βοηθάει αυτός». Ο «αυτός» ήταν καθισμένος δίπλα της, μικρόσωμος, σοβαρός και προστατευτικός. Μόλις με είδε να πλησιάζω πολύ σηκώθηκε, ήρθε καταπάνω μου και γαύγισε. Μου φώναξε στη δικιά του γλώσσα να φύγω, να τους αφήσω ήσυχους, να μην προσπαθήσω να καταλάβω τον κώδικα επικοινωνίας τους και τις δικές τους επιλογές. Να συνεχίσω στον δικό μου μικρόκοσμο, που είναι πολύ «μικρός» για να αντιληφθεί ότι η ερώτηση για βοήθεια ίσως να προκαλεί πια και καχυποψία. Ξαναπροσπάθησα να πλησιάσω τη γυναίκα, που μου έγνεψε να φύγω, με ένα χαμόγελο κατανόησης στη δική μου αδυναμία να την κατανοήσω. Κι έφυγα. Ακόμη δεν είχε σταματήσει ούτε ένα αυτοκίνητο.
ΥΓ. Το θέαμα του σκύλου που την προστάτευε γαβγίζοντας σε μένα, ήταν συγκλονιστικό. Δεν το τράβηξα φωτογραφία. Σεβάστηκα το δικαίωμά τους να μας απαξιώσουν, εμάς τους «κανονικούς» πολίτες.
http://topontiki.gr/