Έχουν τελειώσει οι διακοπές των Χριστουγέννων και αρχίζει πάλι το σχολείο. Λίγο μετά το χτύπημα του κουδουνιού και την πρωινή προσευχή τα παιδιά μπαίνουν στις αίθουσες, ανάμεσα τους και ένα ξανθοκάστανο αγόρι - που όταν ξεκινούσε ο χειμώνας τα χέρια του κάθε πρωί πάγωναν - κατευθύνεται στην αίθουσα Α3 του γυμνάσιου Βάρδας.
Μπαίνοντας στην αίθουσα τα παιδιά διαπιστώνουν ότι τα τζάμια στα παράθυρα είναι σπασμένα και στο πάτωμα το νερό είναι τουλάχιστον 2-3 δάχτυλα και η θερμοκρασία … σε κανονικά για την εποχή επίπεδα. Με χέρια και πόδια παγωμένα ξεκίνησε το μάθημα. Όλα πηγαίνουν καλά αλλά τα παιδιά είναι πάντα παιδιά και στην ηλικία των 13 ετών δεν σκέφτονται όπως οι μεγάλοι. Έτσι κάποιος πλατσουρίζει στα παγωμένα νερά με τις σόλες των παπουτσιών και φυσικά αυτό γενικεύεται. Ο καθηγητής ωρύεται και απειλεί θεούς και δαίμονες.
Εκείνη την στιγμή ο πιτσιρικάς με τα παγωμένα χέρια πετάχτηκε επάνω γεμάτος εκνευρισμό και είπε: δεν πάει άλλο, είναι απαράδεκτο, δεν είμαστε ζώα. Ένας άλλος πιτσιρικάς πετάχτηκε και αυτός επάνω και γεμάτος νεύρο είπε: να βγούμε έξω, να διαμαρτυρηθούμε. Αυτό ήταν, μέσα σε πανδαιμόνιο η αίθουσα αδειάζει και όλος ο μαθητόκοσμος βρίσκεται στον διάδρομο και από εκεί στο δρόμο. Οι άλλες δυο αίθουσες αντιλαμβάνοντα τον αλαλαγμό και ξεχύνονται και αυτές έξω.
Για την ιστορία, τρεις αίθουσες του τότε γυμνάσιου Βάρδας στεγάζονται σε παλιά αποθήκη λιπασμάτων και τα μονό κομφόρ ήταν ο πινάκας, οι κιμωλίες και το ρεύμα. Το δε πάτωμα φαγωμένο από τα λιπάσματα και φυσικά τα περί θέρμανσης δεν υπήρχαν ακόμα στο λεξιλόγιο μας. Οι υπόλοιπες αίθουσες ήταν σε μάλλον καλύτερη κατάσταση και μόνο τα γραφεία των καθηγητών ήταν εντός ενοικιαζόμενου σπιτιού, κανονικού σπιτιού και όχι αποθήκης.
Ο χώρος διαμαρτυρίας είναι μια διασταύρωση από δυο κάθετους οδικούς άξονες και οι αίθουσες σε απόσταση μερικών δεκάδων μέτρων, σε ενοικιαζόμενα κτίρια, λάθος σε αποθήκες. Εκεί μέσα – στην διασταύρωση - σε λίγα λεπτά έχει μαζευτεί γυμνάσιο και λύκειο. Όλοι φωνάζουν αλλά περισσότερο οι μικροί. Οι μεγάλοι του λυκείου περισσότερο παρακολουθούν με απορία και συχνά με ειρωνική διάθεση. Αυτοί είχαν άλλα προβλήματα στο μυαλό τους, προφανώς είχαν εισαγωγικές αλλά και τους πρώτους έρωτες, που χώρος και χρόνος στο μυαλό για τις παγωμένες αίθουσες.
Οι μικρότεροι όμως δεν είχαν τέτοιες σκοτούρες, είχαν παγωμένα χέρια και αυτό τους ένοιαζε.
Εκεί έξω εκτός από τους μικρούς, πρώτοι μαζεύτηκαν οι καθηγητές και προσπαθούσαν να τους πείσουν να μπούνε στις αίθουσες, φοβόντουσαν φαίνεται τους γονιούς. Κανα μισάωρο αργότερα εμφανίζονται και οι πρώτοι γονείς, οι πιο κοντινοί που πήραν χαμπάρι την αντάρα. Σε 1-2 ώρες εκατοντάδες γονείς έχουν περικυκλώσει την διασταύρωση και τρία μέτωπα είναι σε εξέλιξη. Οι μικροί και μαζί τους οι μεγαλύτεροι του λυκείου, οι καθηγητές και οι γονείς. Πηγαδάκια δίνουν και παίρνουν και πάνω από χίλιοι άνθρωποι εκφέρουν άποψη.
Έτσι είμαστε διαχρονικά εμείς οι έλληνες έχουμε άποψη για όλα και για όλους. Όμως καμία πρωτοβουλία από κανένα.
Οι μικροί φωνάζουν όλο και πιο δυνατά και στις παροτρύνεις των καθηγητών και γονιών να μπούμε στις αίθουσες ξαναζωντανεύουν το όχι. Απλή λέξη γεμάτη νόημα και φέρουσα έντονους συνειρμούς. Τους λένε ότι εκεί μέσα δεν ξαναμπαίνουν. Και έτσι φτάνουμε στο μεσημέρι και χωρίς την παρουσία ματ και καπνογόνων (αυτά επινοήθηκαν αργότερα από τους ηγέτες αυτής της χώρας) διαλύεται ήρεμα η μάζωξη.
Και φτάνει το πρωί της επόμενης ημέρας και η ομήγυρη των μικρών ξανά στις επάλξεις. Εμείς δεν μπαίνουμε εκεί μέσα. Και ξανά οι καθηγητές από την μια και οι γονείς από την άλλη. Και αυτά στην μέση και μέσα στην οργή τους και την παιδική αντρειοσύνη έντονος ο φόβος ότι θα αρχίσουν τα χαστούκια και θα αρπάξουν το ξύλο της ζωή τους από γονείς και καθηγητές.
Τότε για όποιον δεν θυμάται, όλοι βαράγανε και μάλιστα άσχημα, και χωρίς να υπονοώ κάτι θα ήθελα να πω ότι τότε, ακόμα τότε, τα σχολειά έβγαζαν ανθρώπους. Σήμερα δεν ξέρω τι βγάζουν.
Αν ξεκινούσε το ξύλο δεν ξέρω τι θα γινόταν, πιθανόν ένα πρόδρομο ΟΑΚΑ, πιθανόν θα ξεκινούσε αντάρτικο και θα γενικευόταν ένας χαμός. Ήταν αποφασισμένα τα μικρά.
Εκείνη την κρίσιμη ώρα και ενώ έχουν έρθει ο πρόεδρος της κοινότητας, ο νομάρχης, ο αστυνόμος, ο παπάς και 1-2 βουλευτές, κάποιος αποφαίνεται ότι τα παιδιά έχουν δίκιο. Την επομένη στιγμή τον λόγο παίρνει ο νομάρχης και ανακοινώνει ότι η κυβέρνηση είναι ενήμερη και ξεκινά τις διαδικασίες για νέο γυμνάσιο λύκειο. Έδωσε προσωπικά την υπόσχεση του ότι όσο το δυνατόν γρηγορότερα θα στεγαζόμασταν σε νέο κτίριο.
Τους είπαν ότι θα τους παρακολουθούν και αν διαπιστώσουν κοροϊδία θα γίνει το έλα να δεις. Μετά μπήκαν στις αίθουσες. Λίγες εβδομάδες μετά μάθαιναν ότι είχε βρεθεί το οικόπεδο και ακόμα λίγες εβδομάδες αργότερα έβλεπαν τις μπουλντόζες να πιάνουν δουλειά.
Μια απίστευτη αίσθηση είχε κυρίευση το μυαλό και το σώμα τους. Ήταν μικροί και ταυτόχρονα οι λιγότεροι, τα είχαν βάλει με τους μεγαλύτερους και τους περισσότερους και είχαν νικήσει.
Δεκαεννέα – 19- μήνες μετά
Δεκαεννέα μήνες μετά η γνώριμη φωνή της μητέρας ακούγεται και πάλι να λέει: ξυπνά πρέπει να πας σχολείο. Τότε τα παιδιά απλά έβαζαν τα ρούχα που έβρισκαν μπροστά τους – σήμερα η τσάντα πρέπει να ταιριάζει με τα παπούτσια - άρπαζαν την τσάντα και έφευγαν σφαίρα. Προφανώς δεν γνώριζαν ακόμα την σημασία τους πρωινού στην διατροφή, αλλά και το κυλικείο δεν είχε όλες εκείνες τις μαλ…. που έχει σήμερα.
Το παιδί με τα παγωμένα χέρια έφτασε τρέχοντας, τρία τετράγωνα μακριά, στο σχολείο, προσευχή και μετά στις αίθουσες. Φρεσκοβαμμένη, με μωσαϊκό στο πάτωμα, καλοριφέρ και ο ήλιος να ανεβαίνει και να χαϊδεύει αργά την αίθουσα του καθότι ανατολική. Ήταν η πρώτη μέρα στο νέο τους σχολείο.
Αν υπήρχαν κανάλια, αναλυτές & διαδίκτυο;
Εκείνη η τάξη απέδωσε στην κοινωνία επιχειρηματίες, καθηγητές, δάσκαλους, οικογενειάρχες, γονείς, διδάκτορες, συγγραφείς, στελέχη τραπεζών, επιχειρήσεων αλλά και του δημοσίου τομέα, αλλά και απλούς εργαζόμενους που δεν ανέβηκαν άλλα σκαλιά μετά το λύκειο. Πάνω από όλα όμως έδωσε στην κοινωνία ανθρώπους που ποτέ με τον ένα ή τον άλλο τρόπο δεν σχολιαστήκαν αρνητικά από τον περίγυρο.
Έντιμοι, εργατικοί, ζυμωμένοι με τις δυσκολίες και μαθημένοι να αγωνίζονται; Ποιος ξέρει;
Αν υπήρχαν τα κανάλια και οι αναλυτές πιθανόν δεν θα είχαν βγει ποτέ στον δρόμο και αν είχαν βγει το όλο θέμα θα ξεφούσκωνε ύστερα από δεκάδες ώρες αναλύσεων.
Αν υπήρχε το διαδίκτυο θα ξεκινούσαν πρώτα με το όνομα, μετά με το καταστατικό και τέλος με την ιδρυτική.
Είχαν μόνο την ηλικία και την ορμή της. Είχαν αίσθημα δίκαιου και αποστολής. Είχαν την ασυναίσθητη αντίληψη της ανάγκης για βελτίωση και εξέλιξη. Είχαν την πανανθρώπινη και συνάμα αρχέγονη πίστη για προστασία και αδελφοσύνη. Είχαν για οδηγό ένα αλάνθαστο ένστικτο.
Δεν είχαν τις εφημερίδες και τα κανάλια με το μέρος τους, ούτε το κεφάλαιο και τους τραπεζίτες. Ούτε μπλοκ και ιστοσελίδες.
Τρεις δεκαετίες μετά τι;
Τρεις δεκαετίες αργότερα, το παιδί με τα παγωμένα χέρια, βλέπει εκείνους τους νεαρούς αγωνιστές να βγαίνουν σε σύνταξη πριν τα 45, να έχουν τρεις θέσεις ταυτόχρονα, να αφήνουν την εργασία στην υπηρεσία για να πάνε να ψωνίσουν ή να πιουν ουζάκι ενώ στο βιβλίο γράφουν εκτός έδρας για υπηρεσία, να ξενυχτάνε στα μπαράκια με αλλοδαπές ή σε γκαρσονιέρες με αλλοδαπούς, να τρέχουν πίσω από τον Παπανδρέου, το Σαμαρά, τους τοπικούς βουλευτές, να κοκορεύονται ότι είναι κολλητοί του Α ή του Β και μεταξύ σοβαρού και αστείου να λένε τα κατορθώματα τους αναφερόμενοι σχεδόν πάντα σε παρατυπίες και παρανομίες.
Σήμερα και μέσα από το πλαίσιο αξίων που διαμόρφωσε η πολιτική ηγεσία τα τελευταία 38 χρόνια, η επιτυχία μετράται είτε σε σταθερή εργασία, είτε σε χρήματα, είτε σε ακίνητα, είτε σε σημαντικές γνωριμίες και για όποιον και όποια έχει τα προσόντα σε αδερφίστικη συμπεριφορά και εμφάνιση γλάστρας. Η αδερφίστικη συμπεριφορά και τα ατέλειωτα πόδια είναι το εισιτήριο επιμένει το σύστημα να γαλουχεί τα νέα παιδιά (μην παρεξηγηθώ, δεν έχω τίποτε με τους ανθρώπους και την σεξουαλική τους ιδεολογία).
Σήμερα
Το ξυπνητήρι χτύπησε όπως πάντα στις 07.00 το πρωί. Όπως πάντα πρώτα η προσευχή μετά πρωινό, καφές και μια ματιά στην πρωινή ζώνη των καναλιών. Ένα σοβαρό τροχαίο με νεκρούς στην παραλιακή, 170 λουκέτα σε μια μέρα, ήττα της Ελλάδας στο διεθνές δικαστήριο για το όνομα Μακεδονία.
Κλείνει την τηλεόραση και ανεβαίνει στον επάνω όροφο. Βγαίνει στο μπαλκόνι, μια μυρωδιά καμένου πλαστικού – όπως τα περισσότερα πρωινά – έχει πλημμυρίσει την ατμόσφαιρα. Τα χέρια του αρχίζουν να παγώνουν, είναι αρχές Δεκεμβρίου. Κάπου υπάρχει ένα θερμόμετρο που δείχνει 10 βαθμούς. Χαζεύοντας τριγύρω και κοιτώντας την φύση (ότι έχει μείνει να φαίνεται ανάμεσα από τα χτισμένα σπίτια), ασυναίσθητα η μνήμη του πηγαίνει τρεις δεκαετίες πίσω σε εκείνο το πρωινό που τίποτε απολύτως, τίποτε δεν προμήνυε ότι ένα τσούρμο πιτσιρίκια θα γινόντουσαν ήρωες.
Κρατώντας την κούπα με τον ζεστό καφέ και ατενίζοντας τον ορίζοντα και έχοντας στο μυαλό του όλα εκείνα που συμβαίνουν σήμερα, μια ολόκληρη χώρα να οδηγείται στην κατάψυξη, στην απαξίωση και τον εξευτελισμό, σκέφτεται ότι έχει έρθει πάλι η ώρα να ξανασηκωθεί όρθιος, και αυτή τη φορά ανάμεσα σε συμπολίτες που τελούν εν υπνώσει, και να ξαναφωνάξει: ξυπνήστε, δεν πάει άλλο, είναι απαράδεκτο αυτό που συμβαίνει.
Φάνης Α. Τσαπικούνης
Συγγραφέας
Πτυχιούχος Τμήματος Γεωπονίας ΑΠΘ
Διδάκτωρ Τμήματος Βιολογίας ΠΠ