tromaktiko: Αργυρώνητοι κι εαυτούληδες…

Τρίτη 20 Δεκεμβρίου 2011

Αργυρώνητοι κι εαυτούληδες…



του Ανδρέα Καρακώστα
Σπάω το κεφάλι μου εδώ και ώρες, προσπαθώντας να θυμηθώ μια ατάκα που έχει γραφθεί με αφορμή τα Χριστούγεννα… Το μόνο που θυμάμαι ήταν πως στο άκουσμά της μπήκα αμέσως στον πειρασμό να την χρησιμοποιήσω σε κάποιο μου σημείωμα, αλλά να που η ώρα ήρθε και μου είναι αδύνατον να την επαναφέρω στο νου. Είχε να κάνει κάτι με προσδοκία, αλλά και με την έμφυτη ανάγκη όλων μας να κρύψουμε κάτι πίσω απ΄ το πρόσκαιρο φως της εορταστικής στιγμής. Τέλος πάντων.

Απολογούμαι: Στιγμές σαν αυτές, που οι εξελίξεις συνεχίζουν να είναι μονότονα κατακλυσμιαίες, το μυαλό, το δικό μου τουλάχιστον, θολώνει. Παρά το γεγονός ότι οι παραγόμενες εξελίξεις προσφέρουν πεδίο λαμπρό, για κριτική, -δηλαδή τι κριτική, για κράξιμο κανονικό- για έναν περίεργο λόγο οι… «διακόπτες» κατεβαίνουν, οι κυψέλες του εγκεφάλου αδειάζουν, παρέχοντας ασμένως τη σκυτάλη σ’ ότι άλλο συλλαμβάνουν οι υπόλοιπες αισθήσεις. Σε ό,τι πιο ξένο σε σχέση με την γκρίζα πραγματικότητα που καταφέρουν να πιαστούν όπως – όπως… Μοιάζει με απόδραση, τώρα που το ξανασκέφτομαι… Ισως και αυτοάμυνα! Ο,τι κι αν είναι, μεγαλώνοντας το συνήθισα. Κι άρχισε να μου αρέσει… Γιατί, αυτό το ο,τιδήποτε άλλο, μπορεί να επαναφέρει το χαμόγελο. Μπορεί να με επαναπροσδιορίζει. Ν’ απογειώνομαι σαν αλαφροΐσκιωτος αλλοτινών εποχών και μόλις στρέφω το βλέμμα στον λιλιπούτειο κυριούλη εκεί κάτω που μπορεί και να μου μοιάζει, παρότι θυμωμένος λίγο πριν, χαμογελώ και δείχνω κατανόηση. Από ‘δω πάνω μπορώ να βλέπω, να αισθάνομαι κάθε κόκκο άμμου ταξιδευτή, κάθε λεπτό να περνά και να χάνεται. Νομοτελειακά. Χωρίς προσχήματα, άλλοθι, δικαιολογίες, δεύτερες σκέψεις. Κι αφήνομαι κι εγώ μαζί τους απαλλαγμένος, σχεδόν λυτρωμένος…

Παιδί κι εγώ μιας γενιάς που θέλησε, δεν αντέδρασε αρκετά ή δεν αρνήθηκε να παραμυθιαστεί. Κομμάτι μιας πίττας που καταβροχθίστηκε απ’ τους αργυρώνητους, υπέργηρους -τώρα πια- μυθοπλάστες και τους επιγόνους τους. Ιδιοκτήτες με χρησικτησία, λαμόγια, πονηροί κι εαυτούληδες, έπιναν το αίμα εκείνων που ήλπισαν, πάσχισαν και κόπιασαν για προκοπή. Κι εγώ εδώ, μακριά τους τώρα και τότε, αλλά τι σημασία μπορεί να ‘χει από ‘δω πάνω… Μπορώ να βλέπω τις στάλες της βροχής να σχηματίζεται κι εκείνους εκεί κάτω να τρέχουν να κρυφθούν. Απ’ την αντάρα. Την βροχή. Αλλά και φόβο… Φόβο, πολύ! Γιατί χάνουν το ακροατήριό τους, ακυρωμένοι και θλιβεροί. Σαν κι εμένα που θέλησα να κλέψω την ξένη ατάκα για να πουλήσω φούμαρα για μεταξωτές κορδέλες… Και την ξέχασα, την πιο ακατάλληλη στιγμή! Κάποιος θα πρέπει να νιώθει δικαιωμένος, εκεί κάτω. Που δεν έτρεξε να προλάβει, που δεν έτρεξε να κρυφθεί…
     



Εδώ σχολιάζεις εσύ!