Τα Χριστούγεννα εφθάσαν,
με λειψούς τους κουμπαράδες,
όσα χλήματα...
μοιράσαν,
πάνε, φύγαν οι παράδες!
Ένα δέντρο στολισμένον,
μες τα χρέη τα πολλάν,
μες τα φώτα αναμμένον
και την έκταχτ’ εισφοράν.
Φόροι, πίκρα και λοιπάν,
ξετινάξαν τα ταμείας,
βουλτευτές μας απατάν,
σ’ ένα κράτος κουροϊδίας.
Δίχως χλήματα στο χέριν,
πως θα ζήσουμ’ τελικάς;
Όυλα γράφτα στο τεφτέριν,
που γεμίζει σαν χρωστάς.
Ας γελάσει το χειλάκιν,
τα Χριστούγεννα λοιπόν,
φάτε, πιείτε το βραδάκιν
κι αρχίστε το χορόν!
με λειψούς τους κουμπαράδες,
όσα χλήματα...
μοιράσαν,
πάνε, φύγαν οι παράδες!
Ένα δέντρο στολισμένον,
μες τα χρέη τα πολλάν,
μες τα φώτα αναμμένον
και την έκταχτ’ εισφοράν.
Φόροι, πίκρα και λοιπάν,
ξετινάξαν τα ταμείας,
βουλτευτές μας απατάν,
σ’ ένα κράτος κουροϊδίας.
Δίχως χλήματα στο χέριν,
πως θα ζήσουμ’ τελικάς;
Όυλα γράφτα στο τεφτέριν,
που γεμίζει σαν χρωστάς.
Ας γελάσει το χειλάκιν,
τα Χριστούγεννα λοιπόν,
φάτε, πιείτε το βραδάκιν
κι αρχίστε το χορόν!