Αφορμή για το άρθρο μου στάθηκε ένα άρθρο του κου Στέφανου Κασιμάτη, στην Καθημερινή της Κυριακής 11-12-2011, με το οποίο ο αρθρογράφος στέλνει σήμα κινδύνου για τον κίνδυνο άλωσης της Ελλάδας από την Αριστερά.
Όπως καταλήγει μάλιστα, αναφερόμενος στην αριστερά: “Εχοντας αλώσει το δημοκρατικό σύστημα με την ιδεολογική υπεροχή που της παραχώρησε ηλιθίως η Δεξιά, το μόνο που χρειάζεται είναι να παίρνει τις ψήφους των αδαών...”Άλλο ένα από μια σειρά παρομοίων ή και ταυτόσημων άρθρων και τοποθετήσεων που καλούν σε εγρήγορση τους “αστούς”, τους “νοικοκυραίους”, τις “υγιείς δυνάμεις”, προκειμένου αφενός να αποτραπεί ο “εξ αριστερών” κίνδυνος, αφετέρου να αποκατασταθεί η προ- δικτατορική δεξιά ηγεμονία.
Να θυμίσουμε βέβαια- παρενθετικά- ότι η προ- δικτατορική ηγεμονία της δεξιάς δε στηρίχθηκε στον επωφελή για τον ελληνισμό ρόλο της, κατά τις κομβικές στιγμές του 20ου αιώνα, κάθε άλλο. Από τη μικρασιατική καταστροφή που συντελέσθηκε με πρωταγωνιστικό ρόλο των βασιλικών έως τη σχεδόν πλήρη απουσία των αστικών κομμάτων από την εθνική αντίσταση, η ελληνική δεξιά αποδείχθηκε ανίκανη τόσο να αυξήσει τις χωρητικότητες της ελληνικής αστικής τάξης, όσο και να χτίσει ένα μη παρασιτικό, μη μεταπραττικό και μη- εντελώς- εξαρτημένο εγχώριο καπιταλισμό. Απέτυχε στη στερεή θεμελίωση της αστικής δημοκρατίας, την οποία δεν πολυσυμπαθούσε ούτως ή άλλως, θεωρώντας τον ελληνικό λαό ως άθροισμα “αδαών”. Απέτυχε επίσης να προωθήσει τον αστικό εκσυγχρονισμό των παραγωγικών δομών, αντλώντας ευκολότερα και γρηγορότερα κέρδη από κομπραδόρικες, παρασιτικές και μεταπραττικές δραστηριότητες, δεσμεύοντας τη χώρα στο καθεστώς δορυφόρου ξένων δυνάμεων.
Η προδικτατορική ηγεμονία της δεξιάς ποτέ δε χτίστηκε με δημοκρατικές διαδικασίες ή χάρη στα οικονομικά και κοινωνικά επιτεύγματά της. Πυλώνες της υπήρξαν η ξένη εξάρτηση, η εκτροπή και η βία εις βάρος των πιο δημιουργικών δυνάμεων του λαού. Όποτε αυτές οι συνθήκες εξέλιπαν η ηγεμονία της δεξιάς εξαφανιζόταν. Αυτό συνέβη και τις τελευταίες δεκαετίες.
Ωστόσο το κύριο θέμα δεν είναι αυτό. Το θέμα είναι γιατί ένα τμήμα των (μεγαλό)αστών- πιο καθαρά η ελληνική ολιγαρχία- τρομάζουνε ξανά. Διότι όντως τρομάζουν. Όχι βέβαια από το γιαυρτοπόλεμο που συχνά εξαπολύεται. Ούτε από τα “επεισόδια” στο κέντρο της Αθήνας. Ούτε καν από μόνη της αυτήν τη δημοσκοπική άνοδο κομμάτων που χαρακτηρίζονται ως εν γένει “αριστερά” και που με δεδομένους τους συσχετισμούς στο εσωτερικό της αριστεράς είναι αμφίβολο αν θα μετουσιωθεί βραχυπρόθεσμα σε πρόταση εξουσίας.
Αυτό που τρομάζει την ελληνική ολιγαρχία και τους πολιτικούς της εκπροσώπους- φερέφωνα είναι η αποτυχία της στρατηγικής της σε εθνικό και διεθνές- ευρωπαϊκό επίπεδο αλλά και οι καταφανείς διαχειριστικές της αδυναμίες. Επί δύο χρόνια επιβάλλει και εφαρμόζει τη νεοφιλελεύθερη στρατηγική στη χώρα με πρωτοφανή ένταση. Επί δύο χρόνια επέβαλε την ταύτιση της πορείας της χώρας με τις πλέον δεξιές δυνάμεις της ΕΕ. Επιστράτευσε προς τούτο την κυβέρνηση Παπανδρέου και πλέον την κυβέρνηση Παπαδήμου. Κινητοποιεί τους μηχανισμούς άσκησης πολιτικής βίας, ψυχολογικής και υλικής, όπως και την καταστολή. Διασφάλισε μάλιστα για μεγάλο χρονικό διάστημα την “υπομονή” και τον αποπροσανατολισμό του λαϊκού κινήματος και των προοδευτικών δυνάμεων.
Παρόλα αυτά, η στρατηγική της ελληνικής ολιγαρχίας, δηλαδή η στρατηγική που αναλαμβάνει να υλοποιήσει για τους ξένους πάτρωνές της, με τις προσθήκες φυσικά που η ίδια χρειάζεται, αποτυγχάνει. Αποτυγχάνει να δώσει έστω μακρινή προοπτική εξόδου από την κρίση. Συρρικνώνει τις χωρητικότητες της ελληνικής αστικής τάξης, με την προλεταριοποίηση μεσοαστικών και μικροαστικών στρωμάτων, ελευθεροεπαγγελματιών, μισθωτών, συνταξιούχων, μικρών και μεσαίων επιχειρηματιών και μικροϊδιοκτητών, αποδυναμώνοντας τον αστικό ταξικό ιστό που επετεύχθη κατά τη διάρκεια της “επαράτου” μεταπολίτευσης. Αδυνατεί να τιθασεύσει τα δημοσιονομικά προβλήματα της χώρας και φυσικά έστω και να περιορίσει την καταστροφή παραγωγικού δυναμικού και δομών της χώρας- ως προς το τελευταίο σκέλος,μέχρι ενός σημείου το επιδιώκει κιόλας. Η στρατηγική που η ίδια έχει προωθήσει και επιβάλλει στη χώρα, ωθεί την Ελλάδα έξω από το ευρώ. Θα μπορούσε βέβαια ακόμα και να κερδοσκοπήσει από μια τέτοια εξέλιξη. Δε θα μπορούσε όμως να τιθασεύσει εύκολα την πιθανή συνειδητοποίηση του λαού όταν ο λαός αντιληφθεί ότι τα χειρότερα έρχονται παρά την υιοθέτηση όσων οι “ειδήμονες” της ολιγαρχίας του εμφανίζουν ως μονόδρομο.
Κυρίως όμως την ελληνική ολιγαρχία την τρομοκρατεί το γεγονός ότι η στρατηγική που εφαρμόζει στο όνομα των ξένων πατρώνων της αποτυγχάνει και διεθνώς. Χάνει την αίσθηση ασφάλειας που της παρείχαν οι παραδοσιακοί ξένοι κηδεμόνες. Σε ένα κόσμο με διαφορετικά κέντρα επιρροής, ο επαρχιωτισμός της την αποτρέπει από το να κάνει ορθολογικές και επαρκώς επεξεργασμένες επιλογές. Η Ευρώπη βυθίζεται στην κρίση και στις διαδοχικές διασπάσεις, ενώ το ευρώ οδεύει στη διάλυση, τη στιγμή που η κρίση αρχίζει να “δαγκώνει” και αναδυόμενες δυνάμεις.
Γι' αυτό το λόγο εξαπολύει επίθεση κατά των προοδευτικών, δημοκρατικών, πατριωτικών και σοσιαλιστικών δυνάμεων σε κάθε κομματικό, συνδικαλιστικό και κοινωνικό χώρο που τις εντοπίζει αλλά και εν γένει. Γι' αυτό προσπαθεί να τις ακυρώσει προκαταβολικά ως ανεύθυνες και ιστορικά καταστροφικές. Με όπλα τον εκβιασμό, τον εκφοβισμό, τη συσκότιση των εννοιών και των αιτίων της κρίσης, την παραπληροφόρηση, τα φερέφωνά της στην πολιτική ζωή, τη μικροαστική “διανόηση”, το “ιερατείο των ειδημόνων”, την καταστολή, προσπαθεί να φορτώσει την αποτυχία της δική της στρατηγική γενικά στην “αριστερά”, στο “βαθύ” ΠΑΣΟΚ, στα συνδικάτα, στους κουκουλοφόρους, στο ΚΚΕ, το ΣΥΡΙΖΑ, σε όποιον ανά πάσα στιγμή αξιολογεί ως επικοινωνιακά ευκολότερο αντίπαλο.
Η ελληνική ολιγαρχία προσπαθεί να οικοδομήσει ένα μπλοκ δυνάμεων όχι για να αποπειραθεί να βγάλει τη χώρα από την κρίση. Τα πιο προωθημένα τμήματά της έχουν αντιληφθεί την οριστική αποτυχία της στρατηγικής τους. Ο στόχος της ελληνικής ολιγαρχίας δια του μπλοκ δυνάμεων που επιδιώκει να οικοδομήσει είναι να πετύχει τη διαχείριση της καταστροφής που η ίδια και οι ομοϊδεάτες από το εξωτερικό επιφέρουν, προς όφελός τους. Ο ανομολόγητος αυτός στόχος απαιτεί τον προσεταιρισμό ενός τμήματος των βαρύτατα πληττομένων μικροαστικών και μεσοαστικών στρωμμάτων και τον αποπροσανατολισμό του λαού προς έναν αδιέξοδο ριζοσπαστισμό ή/ και προς την παθητικότητα, με ένα απλό επιχείρημα: “μπορεί τα πράγματα να φαίνονται άσχημα εξαιτίας της πολιτικής που έχουμε επιβάλλει, ωστόσο μπορούν να γίνουν και χειρότερα, αν εμπιστευθείτε μια στρατηγική διαφορετική από αυτή που επιβάλλουμε”.
Έχουν δίκιο: τα πράγματα μπορούν να γίνουν και χειρότερα. Μόνο που θα γίνουν χειρότερα εξαιτίας ακριβώς της στρατηγικής τους και των φερέφωνών τους, που αναλαμβάνουν την προπαγάνδιση και υλοποίησή της.
Την αποκάλυψη αυτής της προοπτικής, ως μία εκ των προϋποθέσεων για την οριστική και άμεση ρήξη του λαού με τη νεοφιλελεύθερη στρατηγική και για την επεξεργασία εναλλακτικής, βιώσιμης στρατηγικής εξόδου από την κρίση προς σοσιαλιστική, δημοκρατική, προοδευτική και πατριωτική κατεύθυνση είναι που αποπειράται να αποτρέψει η ελληνική ολιγαρχία, καλώντας σε επιστροφή στην ηγεμονία της προδικτατορικής δεξιάς, με νέο περιτύλιγμα.