Όχι, δεν βρισκόμαστε στη Μεγάλη Βρετανία της δεκαετίας του 1980 αλλά σε αυτήν του 2011. Κοιτώντας κανείς τη σύγχρονη βρετανική κοινωνία, διαπιστώνει πως ο θατσερισμός (όλα εκείνα τα στοιχεία που έχουν συνδυαστεί με τη σιδηρά διακυβέρνηση της περιόδου 1979-1990) όχι απλά έχει επιστρέψει στη Γηραιά Αλβιόνα αλλά έχει έρθει για να μείνει κάνοντας την παρουσία του περισσότερο αισθητή από ποτέ άλλοτε τα τελευταία 21 χρόνια.
Οι δυσμενείς κοινωνικοοικονομικές εξελίξεις και οι πολιτικές επιλογές του συντηρητικού πρωθυπουργού Ντέιβιντ Κάμερον αρκούν για να δημιουργήσουν συνειρμούς με το παρελθόν. Απλώς στη θέση των απεργών ανθρακωρύχων και όσων αντιδρούσαν ενάντια στο κεφαλικό νόμο, πλέον βρίσκονται οι δημόσιοι υπάλληλοι, οι φοιτητές και οι άνεργοι νέοι.
Κατά τα λοιπά, το Ηνωμένο Βασίλειο εξακολουθεί να είναι δεμένο στο άρμα των ΗΠΑ, να σνομπάρει την ΕΕ, να επεμβαίνει στρατιωτικά στο εξωτερικό και να ασχολείται με τη Μάργκαρετ Θάτσερ η ζωή της οποίας έγινε κινηματογραφική ταινία (με τον τίτλο «Η Σιδηρά Κυρία») και πρόκειται να ξεκινήσει να προβάλλεται στην Αγγλία στις 6 Ιανουαρίου. Το εν λόγω φιλμ, το οποίο σκηνοθετήθηκε από τη Φιλίντα Λόιντ (MAMMA MIA!), εξιστορεί την πορεία της Θάτσερ (τα παιδικά της χρόνια στο μανάβικο του πατέρα της, τις σπουδές της στην Οξφόρδη, την είσοδό της στον χώρο της πολιτικής, τα χρόνια της στην πρωθυπουργία) με την οσκαρική Αμερικανίδα ηθοποιό Μέριλ Στριπ στο ρόλο της Σιδηράς Κυρίας.
Ωστόσο, όπως η πραγματική Θάτσερ, έτσι και η συγκεκριμένη ταινία βρίσκεται στο επίκεντρο έντονης κριτικής και αμφισβήτησης τόσο από τους προοδευτικούς όσο και από τους συντηρητικούς κύκλους.
Οι αντιδράσεις
Από την πλευρά τους, οι προοδευτικοί καταγγέλλουν πως η σκηνοθέτιδα επιχειρεί να ωραιοποιήσει την εικόνα της Βρετανίδας πρωθυπουργού παρουσιάζοντάς την ως μια γυναίκα συμπαθητική που έζησε τον χλευασμό όταν ήταν νέα για να έρθει εν συνεχεία οπλισμένη με αυτοπεποίθηση και να κατακτήσει τον κόσμο με την επιμονή και την αποφασιστικότητά της. Κι όλα αυτά όχι προς ίδιον όφελος, αλλά για τα παιδιά της και για την πατρίδα της.
Σύμφωνα με τους επικριτές του, το φιλμ υποβαθμίζει το κοινωνικό αντίκτυπο της θατσερικής διακυβέρνησης. «Το ανθρώπινο κόστος και οι επιπτώσεις των διχαστικών κυβερνητικών πολιτικών δεν παρουσιάζονται. Πρόκειται για μια ταινία η οποία μας δίνει τη Θάτσερ χωρίς τον θατσερισμό», σχολιάζει η Guardian. Σε ανάλογο τόνο, ένας από τους ανθρακωρύχους που συμμετείχαν στις απεργίες του 1984-1985, δηλώνει στο BBC πως «το φιλμ εξιδανικεύει τη Θάτσερ και τα γεγονότα εκείνων των ημερών».
Αντιδράσεις εκφράζονται και από τους συντηρητικούς. Πολλοί παλαιοί συνεργάτες της Θάτσερ έχουν δηλώσει πως δεν πρόκειται να δουν την ταινία επειδή δεν λέει κάτι ουσιαστικό. Μάλιστα, κάποιοι χαρακτηρίζουν το φιλμ «σκουπίδι» και άλλοι «αριστερή φαντασίωση». «Η Θάτσερ ουδέποτε ήταν η ημι-υστερική και υπερευαίσθητη γυναίκα που ενσαρκώνει η Μέριλ Στριπ», σημειώνει ο πρώην βουλευτής των Τόρις, Νόρμαν Τέμπιτ.
Επιπλέον, πολλές αντιδράσεις περιστρέφονται γύρω από το γεγονός πως στην ταινία παρουσιάζεται και η Θάτσερ όπως φέρεται να είναι σήμερα, ως μια 86χρονη μοναχική κάτοικος Λονδίνου η οποία πάσχει από γεροντική άνοια (έχει υποστεί σειρά εγκεφαλικών) και συχνά ξεχνάει πως ο σύζυγός της είναι νεκρός (εικόνα, ωστόσο, η οποία συμφωνεί με όσα γράφει στο τελευταίο βιβλίο της, η κόρη της δημοσιογράφος Κάρολ Θάτσερ).
Η ΕΠΙΘΥΜΙΑ ΤΗΣ
Θέλει να ταφεί δίπλα στον σύζυγό της
Άλλοτε Σιδηρά κυρία, η Μάργκαρετ Θάτσερ είναι πλέον μια γηραιά κυρία ετών 86 με σοβαρά προβλήματα υγείας. Μάλλον για αυτό, η βρετανική κυβέρνηση έχει ήδη αρχίσει να προετοιμάζει την κηδεία της. Μάλιστα, οι προετοιμασίες γίνονται με την έγκριση της ιδίας της 86χρονης η οποία έχει δώσει οδηγίες για το πως θέλει να είναι η πορεία προς την τελευταία της κατοικία. Συγκεκριμένα, η κηδεία θα γίνει δημοσία δαπάνη και η νεκρώσιμος ακολουθία θα ψαλεί στον καθεδρικό του Αγίου Παύλου στο Λονδίνο, χωρίς τιμητικές πτήσεις πολεμικών αεροσκαφών αλλά υπό τους ήχους συμφωνικής ορχήστρας που θα παίζει πατριωτικά έργα του Έντουαρντ Έλγκαρ. Επιπλέον, η Θάτσερ έχει ζητήσει η σορός της να μην τεθεί σε λαϊκό προσκύνημα, και να ταφεί κοντά σε αυτήν του συζύγου της.
ΤΟ ΒΕΤΟ ΣΤΙΣ ΒΡΥΞΕΛΛΕΣ
Ο ευρωσκεπτικισμός του Κάμερον ξύπνησε μνήμες... Μάαστριχτ
Το βέτο που άσκησε ο συντηρητικός πρωθυπουργός Κάμερον στη νέα ευρωπαϊκή συνθήκη και η συνακόλουθη αυτοαπομόνωση του Λονδίνου, ήταν αναπόφευκτο να θυμίσουν σε πολλούς την ευρωσκεπτικιστή στάση που είχε κρατήσει αρκετά χρόνια πριν η Μάργκαρετ Θάτσερ. Ως πρωθυπουργός, η Θάτσερ είχε πολλές φορές καταφερθεί ενάντια στην «κυριαρχία του ευρωπαϊκού υπερκράτους των Βρυξελλών».
Μάλιστα, όταν της ζήτησαν κάποτε την άποψή της για την Ευρώπη, αυτή απάντησε πως «είναι σαν να ζητούν από τον Τζένγκις Χαν να μιλήσει για τις αρετές της ειρηνικής συνύπαρξης», ενώ ακόμη και μετά την αποχώρησή της από την πρωθυπουργία, δεν ήταν λίγες οι φορές που αυτή άσκησε εντονότατη κριτική στη Συνθήκη του Μάαστριχτ.
Χαρακτηριστικά είναι και τα όσα γράφει στα απομνημονεύματά της: «Κατά τη διάρκεια της δεύτερης θητείας μου (1983-1987) άρχισα να παρατηρώ ορισμένες αρνητικές τάσεις στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα... την ενίσχυση της Κομισιόν, η οποία διεκδικούσε περισσότερες εξουσίες... και την εμφάνιση ενός γαλλογερμανικού άξονα, ο οποίος προωθούσε τη δική του ατζέντα... μια ατζέντα, την οποία υποστήριζαν οι φτωχές χώρες του Νότου περιμένοντας ανταλλάγματα... δεν είχα άλλη επιλογή από το να διατηρήσω μια ριζικά διαφορετική στάση, να υψώσω τη σημαία της εθνικής κυριαρχίας και της ελεύθερης αγοράς και να παλέψω».