του Λάζαρου Ελευθεριάδη
Ακούμε όλοι μας, εδώ και δύο χρόνια περίπου, διαπιστώσεις, σχολιασμούς ακόμη και παρατηρήσεις, για το τεράστιο χρέος της χώρας μας, μα δεν ακούω ή δεν βλέπω...καμία πρόταση εξόδου ή προοπτική εξόδου, από αυτήν την “κρίση”, εκτός από τις συμφωνίες δανειακών συμβάσεων με προεξάρχουσα την εκχώρηση Εθνικής κυριαρχίας της χώρας έναντι αυτής της οικονομικής βοήθειας από την Ευρώπη.
Τις οποίες (συμφωνίες-δεσμεύσεις) μάς επέβαλλε ουσιαστικά η κυβέρνηση του ΓΑΠ και συνεχίζει ακάθεκτη η κυβέρνηση Λ.Παπαδήμου.
Η δανειακή σύμβαση της 26/27-10-2011 όμως, δεν μειώνει το χρέος, απεναντίας θα έλεγα μας οδηγεί πλέον σε χειρότερο σημείο από άποψη χρέους, διότι το παρατείνει διαρκώς αυξανόμενο, και επιπλέον αυτό συνοδεύεται από εκχώρηση πλήρως της Εθνικής μας κυριαρχίας στους πιστωτές μας.
Επιγραμματικά θα αναφέρω, ότι η πρόσφατη, υπό σοβαρή τροποποίηση πλέον συμφωνία, της 26/27-10-2011, με τούς Ευρωπαίους εταίρους μας, προέβλεπε ότι το χρέος ύστερα από “κούρεμα” 50% και δάνειο 130 δις Ευρώ, το 2021 το χρέος μας θα είναι το 120% του ΑΕΠ, δηλ. όσο όταν ανέλαβε την κυβέρνηση ο ΓΑΠ για να μας “σώσει”.
Επομένως τα επόμενα 15-20 χρόνια, ο Ελληνικός λαός, θα υποστεί την πιο σκληρή και μεθοδευμένη επέλαση στο βιοτικό του επίπεδο, θα φτωχοποιηθεί το μεγαλύτερο μέρος του, και θα υποστεί οικονομικά μέτρα, τα πιο ανάλγητα, από τον β! Παγκόσμιο πόλεμο και μετά.
Και ή εύλογη απορία μου είναι, γιατί να υποστούμε όλη αυτήν την ταλαιπωρία με όλα τα συνεπακόλουθα;
Για να επανέλθουμε στην κατάσταση στην οποίαν ευρισκόμασταν το 2009;
Ποιόν εξυπηρετεί αυτή η κατάσταση και γιατί να υποστούμε όλη αυτήν την τραγωδία; Μήπως κάποιες πολιτικές επιλογές και αποφάσεις της κυβέρνησης Παπανδρέου οδήγησαν την χώρα σε πορεία χωρίς επιστροφή (μνημόνια, μεσοπρόθεσμα προγράμματα, εφαρμοστικοί νόμοι, κτλ), σε ατραπούς υποτέλειας και εκχώρησης της Εθνικής Κυριαρχίας της Ελλάδος, χωρίς να έχουμε σήμερα την δυνατότητα υπαναχώρησης και αντιστροφής αυτών των επιλογών;
Σε τί δρόμους μάς οδήγησε αυτή η πολιτική του ΓΑΠ;
Όμως παρόλα αυτά πρέπει να παλέψουμε και να επιβιώσουμε και να εφεύρουμε λύσεις και εφαρμοστικές πολιτικές για να “βγούμε” από αυτό τον δρόμο τον οποίο μας έβαλε ο ΓΑΠ.
Αναρωτιόμουν τί σημαίνει “μόχλευση”, ορολογία η οποία είναι έξω του γνωστικού μου αντικειμένου και προσέτρεξα σε βιβλιοθήκες και συγγράμματα, ανακαλύπτοντας την οικονομική της ερμηνεία, σημαίνει “Η χρηματοοικονομική μόχλευση (financial leverage) είναι η διαδικασία ανάληψης χρέους με σκοπό την έναρξη, συνέχιση ή επέκταση μιας επιχειρηματικής δραστηριότητας.
Μια επιχείρηση ή οργανισμός θεωρούμε ότι κάνει ιδιαίτερη χρήση χρηματοοικονομικής μόχλευσης αν επιδιώκει χρηματοδότηση μέσω ξένων κεφαλαίων έναντι ιδίων κεφαλαίων (έκδοση ομολόγων ή άλλου χρέους έναντι έκδοσης μετοχών-equity)”.
Το επόμενο στάδιο της συλλογιστικής μου είναι, γνωρίζοντας ότι αυτά που θα προτείνω παρακάτω έρχονται σε σύγκρουση με την διατραπεζική πρακτική και ίσως την αντίστοιχη νομοθεσία, το ερώτημα, εάν είναι δυνατόν στην Ελλάδα να ιδρύσουμε μια τράπεζα, ένα τραπεζικό ίδρυμα, ή ένα φορέα, με κύριο μέτοχο το Δημόσιο, αλλά και ιδιώτες μετόχους, ακόμη και found του εξωτερικού, τού οποίου οι ονομαστικές μετοχές, τα ομόλογά του, κτλ, θα διατεθούν στην εσωτερική αγορά της Ελλάδος, θα τις αγοράσουν οι Έλληνες πολίτες και η Ελληνική ομογένεια, ή όποιος άλλος θέλει να συμμετέχει σ’αυτήν την προσπάθεια.
Αντί να πληρώνουν τα “χαράτσια” οι Έλληνες πολίτες, να αγοράζουν μετοχές αυτής της Τράπεζας του Δημοσίου, χωρίς έλεγχο του “πόθεν έσχες”, που έτσι και αλλιώς δεν γίνεται σήμερα.
Αυτή η Τράπεζα θα αγοράσει σταδιακά το χρέος της Ελλάδος, με κεφάλαια τα οποία θα προέλθουν από την “χρηματοοικονομική μόχλευση” ενός αρχικού κεφαλαίου, το οποίο θα προέρχεται από την αγορά μετοχών, έκδοση ομολόγων, κτλ., σύναψη δανειακών συμβάσεων υπό την εγγύηση του Ελληνικού δημοσίου, και θα αποτελεί το κεφάλαιο ίδρυσης της χρηματοοικονομικής αυτής εταιρίας.
Σ’αυτήν την τράπεζα, ίσως θα ήταν δυνατόν να παραχωρήσει το Ελληνικό Δημόσιο, μελλοντικές δραστηριότητες και υπηρεσίες, δικαιώματα εκμετάλλευσης, κτλ. Όπως και την οικονομική επιδότηση η οποία έως σήμερα ανέρχεται στα 120 δις ευρώ προς τις ιδιωτικές τράπεζες, ούτως ώστε να δύναται να παρουσιάσει αρχικό κεφάλαιο.
Σε αυτήν την Τράπεζα, υπό την εγγύηση του Ελληνικού δημοσίου, με δυνατότητα εμπορικών συναλλαγών, το κράτος να παραχωρήσει αυτές τις δραστηριότητες τις οποίες σήμερα έχει εκχωρήσει στις ιδιωτικές τράπεζες, καταθέσεις ταμείων, οργανισμών, διαχείριση του ΕΣΠΑ, κτλ.
Γενικά να παρέχεται η εμπορική και οικονομική υποστήριξη του κράτους, όπως επίσης και την υποστήριξη ξένων διεθνών οργανισμών, όσων προφανώς έχουν την διάθεση, όπως τον δανεισμό από την ΕΚΤ, με επιτόκια 1%-1.5%, να πραγματοποιεί εμπορικές συναλλαγές κλίμακας, κτλ.
Με αυτόν τον τρόπο το Ελληνικό δημόσιο, κατά την ταπεινή μου γνώμη, απεμπλέκεται από τον “βραχνά” τής διαχείρισης και εξυπηρέτησης του χρέους και στοχεύει στην απόλυτη μείωση του ελλείμματος, εφαρμόζοντας διαρθρωτικές αλλαγές, πολιτικά και οικονομικά, ανώδυνες κατά το δυνατόν για τον Έλληνα πολίτη.
Η στόχευση είναι σχετικά απλή, εφόσον το χρέος πρέπει να είναι κάτω του 60% του ΑΕΠ, για να είναι βιώσιμο (κατά δήλωση της κ.Μέρκελ και πολλών οικονομολόγων, αλλοδαπών και Ελλήνων) αυτό αποτελεί και στρατηγικό στόχο του προγράμματος των δύο δρόμων.
Δηλαδή αυτός ο τραπεζικός οργανισμός (η Τράπεζα του Ελληνικού Δημοσίου), ή ένας οικονομικός φορέας, θα έχει ως μοναδικό στόχο, την αποπληρωμή του χρέους, και την διανομή κερδών στούς μετόχους του, μέσα από οικονομικές-εμπορικές δραστηριότητες.Τήν αποπληρωμή ενός κεφαλαίου της τάξης των 210 δις Ευρώ, σε χρονικό διάστημα διαπραγματεύσιμο με τούς πιστωτές μας, ίσο ή ανώτερο με τουλάχιστον με 30 χρόνια.
Σκοπίμως δεν αναφέρομαι σε «κούρεμα του χρέους», διότι αυτό θα αποτελεί διαπραγματευτικό "ατού" στις όποιες διαπραγματεύσεις γίνουν με τους πιστωτές μας.
Με αυτόν τον τρόπο δημιουργούμε δύο παράλληλους δρόμους πορείας, ως κράτος, πρώτον τον οικονομικό-αποπληρωμής του χρέους μέσα από δραστηριότητες της οικονομίας της χώρας, και όχι μόνον, από αυτόν τον τραπεζικό οργανισμό ή οικονομικό φορέα, με την εγγύηση του Δημοσίου, και με χαρακτηριστικά ιδιωτικο-οικονομικού φορέα, και δεύτερον τον αναπτυξιακό δρόμο, μέσα από άμεση εφαρμογή διαρθρωτικών αλλαγών στην δομή (οικονομική-παραγωγική) της χώρας, από μια κυβέρνηση με πολιτική δέσμευση επί αυτού του project.
Ίσως η παραπάνω πρόταση φανεί ανέφικτη σε πολλούς, όμως θα πρέπει να αποτελέσει έναυσμα μελέτης αντίστοιχων οικονομικο-πολιτικών προτάσεων, ή τουλάχιστον κίνητρο για την διερεύνηση άλλων, οι οποίες είναι σίγουρο ότι υπάρχουν και προσκρούουν σε συμφέροντα μεγάλα.