Η κυβέρνηση των Σκοπίων δεν πέτυχε τον κύριο στόχο της προσφυγής που έκανε κατά της Ελλάδας στο Δικαστήριο της Χάγης.
Πράγματι, οι δικαστές δε δέχθηκαν το αίτημα της γειτονικής χώρας για εξαναγκασμό της Ελλάδας έτσι ώστε μην προβάλλει αντίρρηση στην εισδοχή της FYROM στο NATO ή σε άλλους διεθνείς οργανισμούς με την προσωρινή της ονομασία.
Τα Σκόπια με αφορμή διάφορα γεγονότα, π.χ. Διμερή στρατιωτική συμφωνία ανάμεσα σε αυτήν και τις ΗΠΑ το 2004, καθ’ όλο το διάστημα μετά την υπογραφή της Ενδιάμεσης Συμφωνίας το 1995, δεν έπαψαν να πιέζουν προς την αναγνώριση τους ως «Δημοκρατία της Μακεδονίας».
Από την άλλη, κάνοντας χρήση το γειτονικό μας κρατίδιο του γνωστού προσωρινού ονόματος, υπέγραψε τη “Συμφωνία για Σταθεροποίηση και Σύνδεση” με την ΕΕ (Stabilization and Association Agreement) το 2000. Η τελευταία τέθηκε σε εφαρμογή το 2004. Είναι μια συμφωνία προπομπός για την ένταξή των Σκοπίων στην ΕΕ. Δεν προεξοφλεί όμως καθ΄ οιονδήποτε τρόπο την ένταξή της εν λόγω χώρας στην Ένωση, καθώς οι μεταβλητές που την επηρεάζουν δεν εμπεριέχονται στην Ενδιάμεση Συμφωνία.
Έτσι, η (μη) ένταξη των Σκοπίων σε οποιονδήποτε διεθνή οργανισμό δεν ερμηνεύεται μόνο από το ζήτημα του ονόματος. Υπάρχουν κι’ άλλοι παράγοντες που δικαιολογούν μια τέτοια επιλογή εκ μέρους της Ελλάδας (όπως π.χ. προκλητικές, μη φιλικές πράξεις εν δυνάμει εχθρικές κ.λπ). Η ενσωμάτωση και επιλεκτική χρήση τέτοιων παραγόντων στην εξωτερική πολιτική, αποτελεί κυριαρχικό δικαίωμα κάθε κράτους. Αυτό θα ορίσει τα κριτήρια λοιπόν της ένταξης ή μη μιας υποψήφιας χώρας σε ένα διεθνή οργανισμό, εφόσον κληθεί να εκφράσει άποψη.
Η κυβέρνησή του κάθε κράτους είναι η μόνη αρμόδια να κρίνει την φιλική ή μη στάση μιας χώρας απέναντι του ή οτιδήποτε άλλο. Ουδείς άλλος μπορεί να ορίσει τον τρόπο με τον οποίο θα λειτουργήσει η εθνική εξωτερική πολιτική. Επίσης, ουδείς μπορεί να παρέμβει έτσι ώστε να εξαναγκάσει για την αλλαγή του τρόπου σκέψης της εκάστοτε κυβέρνησης, ορίζοντας κατ’ επέκταση το τι δε θεωρείται φιλικό.
Ο καταστατικός χάρτης του ΟΗΕ σκιαγραφεί μόνο το περίγραμμα της έννοιας του φιλειρηνικού κράτους. Το όνομα λοιπόν, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα δεν αποτελεί τη μόνη μεταβλητή που επηρεάζει τις ελληνικές θέσεις.
Να υπενθυμίσουμε ότι ο στρατηγός Ντε Γκώλ πρότασσε veto στην υποψηφιότητα της Αγγλίας στην ΕΟΚ έως το 1968, γιατί έτσι έκρινε ότι έπρεπε να πράξει.
Η θέση κατά την οποία η FYROM θα ενταχθεί στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ με το την τελική της ονομασία, φαντάζει ως το ύστατο χαρτί της Ελληνικής διπλωματίας. Ως προς το όνομα ειδικότερα, καθώς η Ελλάδα προτείνει την εξεύρεση μίας από κοινού αποδεκτής λύσης, δεν αρνείται πια τον όρο «Μακεδονία», στο πλαίσιο όμως ενός σύνθετου ονόματος, που είναι μια επιλογή ιστορικά μη αποδεκτή, πολιτικά όμως αναγκαία.
Πράγματι, οι δικαστές δε δέχθηκαν το αίτημα της γειτονικής χώρας για εξαναγκασμό της Ελλάδας έτσι ώστε μην προβάλλει αντίρρηση στην εισδοχή της FYROM στο NATO ή σε άλλους διεθνείς οργανισμούς με την προσωρινή της ονομασία.
Τα Σκόπια με αφορμή διάφορα γεγονότα, π.χ. Διμερή στρατιωτική συμφωνία ανάμεσα σε αυτήν και τις ΗΠΑ το 2004, καθ’ όλο το διάστημα μετά την υπογραφή της Ενδιάμεσης Συμφωνίας το 1995, δεν έπαψαν να πιέζουν προς την αναγνώριση τους ως «Δημοκρατία της Μακεδονίας».
Από την άλλη, κάνοντας χρήση το γειτονικό μας κρατίδιο του γνωστού προσωρινού ονόματος, υπέγραψε τη “Συμφωνία για Σταθεροποίηση και Σύνδεση” με την ΕΕ (Stabilization and Association Agreement) το 2000. Η τελευταία τέθηκε σε εφαρμογή το 2004. Είναι μια συμφωνία προπομπός για την ένταξή των Σκοπίων στην ΕΕ. Δεν προεξοφλεί όμως καθ΄ οιονδήποτε τρόπο την ένταξή της εν λόγω χώρας στην Ένωση, καθώς οι μεταβλητές που την επηρεάζουν δεν εμπεριέχονται στην Ενδιάμεση Συμφωνία.
Έτσι, η (μη) ένταξη των Σκοπίων σε οποιονδήποτε διεθνή οργανισμό δεν ερμηνεύεται μόνο από το ζήτημα του ονόματος. Υπάρχουν κι’ άλλοι παράγοντες που δικαιολογούν μια τέτοια επιλογή εκ μέρους της Ελλάδας (όπως π.χ. προκλητικές, μη φιλικές πράξεις εν δυνάμει εχθρικές κ.λπ). Η ενσωμάτωση και επιλεκτική χρήση τέτοιων παραγόντων στην εξωτερική πολιτική, αποτελεί κυριαρχικό δικαίωμα κάθε κράτους. Αυτό θα ορίσει τα κριτήρια λοιπόν της ένταξης ή μη μιας υποψήφιας χώρας σε ένα διεθνή οργανισμό, εφόσον κληθεί να εκφράσει άποψη.
Η κυβέρνησή του κάθε κράτους είναι η μόνη αρμόδια να κρίνει την φιλική ή μη στάση μιας χώρας απέναντι του ή οτιδήποτε άλλο. Ουδείς άλλος μπορεί να ορίσει τον τρόπο με τον οποίο θα λειτουργήσει η εθνική εξωτερική πολιτική. Επίσης, ουδείς μπορεί να παρέμβει έτσι ώστε να εξαναγκάσει για την αλλαγή του τρόπου σκέψης της εκάστοτε κυβέρνησης, ορίζοντας κατ’ επέκταση το τι δε θεωρείται φιλικό.
Ο καταστατικός χάρτης του ΟΗΕ σκιαγραφεί μόνο το περίγραμμα της έννοιας του φιλειρηνικού κράτους. Το όνομα λοιπόν, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα δεν αποτελεί τη μόνη μεταβλητή που επηρεάζει τις ελληνικές θέσεις.
Να υπενθυμίσουμε ότι ο στρατηγός Ντε Γκώλ πρότασσε veto στην υποψηφιότητα της Αγγλίας στην ΕΟΚ έως το 1968, γιατί έτσι έκρινε ότι έπρεπε να πράξει.
Η θέση κατά την οποία η FYROM θα ενταχθεί στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ με το την τελική της ονομασία, φαντάζει ως το ύστατο χαρτί της Ελληνικής διπλωματίας. Ως προς το όνομα ειδικότερα, καθώς η Ελλάδα προτείνει την εξεύρεση μίας από κοινού αποδεκτής λύσης, δεν αρνείται πια τον όρο «Μακεδονία», στο πλαίσιο όμως ενός σύνθετου ονόματος, που είναι μια επιλογή ιστορικά μη αποδεκτή, πολιτικά όμως αναγκαία.