Λίγο η Βαλκανική καταγωγή, λίγο το ευρωπαϊκό κοστούμι που, παρά τις επιδιορθώσεις συνέχιζε να μοιάζει άβολο και ξένο...
λίγο οι σουκιλαλάδες πολιτικάντηδες, φθάσαμε μέχρις εδώ… Χρειάστηκε βεβαίως η πινελιά του Γιώργου, η χαριστική βολή του, αλλά η αλήθεια είναι πως το χαλί είχε στρωθεί πολύ νωρίτερα ο ίδιος, ως θαυματοποιός διεθνιστής, πάρει στα χέρια του την τύχη της χώρας.
Και γιατί φθάσαμε μέχρις εδώ; Διότι αυτό που από συνήθεια αποκαλούμε κράτος, υπεραπλουστευτικά: ο παχυλά αμειβόμενος μηχανισμός που παρείχε χιλιάδες ψήφων στους σουκιλαλάδες διασφαλίζοντας την μακροημέρευσή τους στην πολιτική και την ευζωία στις οικογένειές τους, πτώχευσε. Κι όταν πτώχευσε, αντί να ομολογήσει το έγκλημα, βάλθηκε να ρεφάρει με δανεικά που εξασφάλιζε χρεώνοντας ακόμη περισσότερο τον κορβανά με αγορές που δεν είχε ανάγκη, αλλά θεωρούσαν επιβεβλημένες οι πιστωτές – πωλητές του. Το παραμυθάκι άντεξε για καμιά εικοσαριά χρόνια. Μετά, η «φούσκα» έσκασε. Και το πολύ πύον που συσσώρευε στα σπλάχνα της, λέρωσε αδιακρίτως και συνεχίζει να το κάνει χωρίς ιδιαίτερες προτιμήσεις…
Κατά την διάρκεια που το μεγάλο φαγοπότι εξελισσόταν, η ευρωπαϊκή φορεσιά της πρώην Βαλκανικής και με πολλά σύνδρομα χώρας, αξίωσε από τους οφειλέτες – καταναλωτές να σταματήσουν να παράγουν οτιδήποτε. Από είδη πρώτης ανάγκης, μέχρι οτιδήποτε θα μπορούσε να συντηρήσει στη ζωή την παραγωγική διαδικασία.
Μια ντομάτα που οι παραγωγοί της Κρήτης πωλούσαν προς 0,30 ή 0,35 λεπτά το κιλό, έφθανε στην Αθήνα και την υπόλοιπη Ελλάδα, κάτι λιγότερο από 2,ο ευρώ, σε αντίθεση με εκείνη της Ιταλίας ή της Ισπανίας που κατάφερνε να καταπιεί δεκάδες χιλιάδες χιλιομέτρων, χωρίς το τελικό κόστος στο Ελληνα καταναλωτή ν’ αγγίζει εκείνο των ελληνικών προϊόντων. Το ίδιο συνέβη και στον χώρο των επίπλων. Στον χώρο της εστίασης και πάει λέγοντας. Μεγάλες αλυσίδες εισέβαλαν στην ελληνική αγορά πουλώντας σε εξευτελιστικές τιμές προϊόντα, που οι Ελληνες κατασκευαστές ή παραγωγοί ήταν αδύνατον ν’ ανταγωνιστούν. Κάποιες εξ’ αυτών προκειμένου να διατηρήσουν στο χαμηλότερο δυνατό επίπεδο τις τιμές των προϊόντων τους, αναλάμβαναν με ίδια μέσα την μεταφορά τους στη χώρα μας.
Ρώτησα θυμάμαι, γεμάτος απορία υψηλά ιστάμενο στέλεχος, για το πώς αυτό μπορεί να συμβαίνει. Θυμάμαι το μειδίαμά του ακόμα, όταν μου εξήγησε ότι οι συγκεκριμένες αλυσίδες στόχευαν στο να ρευστοποιήσουν και όχι ν’ αποκομίσουν κέρδη από την φθηνή πολυθρόνα, το μπισκότο ή τα μακαρόνια τους. Ηθελαν και πήραν το ζεστό χρήμα που οι δανειζόμενοι καταναλωτές τους παρείχαν αφειδώς, ώστε να μπορούν να παίζουν τα κερδοσκοπικά τους παιγνίδια αποκομίζοντας δις ή και τρις… Χορτάτοι τώρα, λοιδορούν εκείνους που τους εξασφάλιζαν ρευστότητα, αποκαλώντας τους τζαμπατζήδες… Γνωρίζοντας εκ των προτέρων, πως αν και υποψιασμένοι τώρα πια, όντας επαίτες και πένητες, αδυνατούν ν’ αντιδράσουν. Και το παιγνίδι συνεχίζεται. Με τους ίδιους πρωταγωνιστές, στους ίδιους ρόλους. Το μόνο που άλλαξε στο σενάριο είναι ο τρόπος. Η μέθοδος και το αντικείμενο: Ελλείψει άλλου δανεικού ρευστού και χρυσοφόρων τόκων, έβαλαν στο μάτι τις υποθήκες…