Έτσι, το παράβολο αυτό αυξήθηκε αισθητά, καθώς σύμφωνα με την σχετική νομοθεσία του 2008 ανερχόταν σε 25 ευρώ, ενώ προγενέστερα σε 4,40€.
Ωστόσο, με την υπ’ αρ. 59/2012 απόφαση του Διοικητικού ΠρωτοδικείουΑθηνών, ελέγχθηκε παρεμπιπτόντως η συνταγματικότητα της ως άνω διάταξης σε υπόθεση στην οποία δεν είχε καταβληθεί και έκρινε ότι η εν λόγω διάταξη είναι αντισυνταγματική, καθώς αντίκειται στο άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος και το άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, καθώς κρίθηκε ότι παρακωλύει κατ’ ουσίαν την πρόσβαση των πολιτών στα δικαστήρια και το έννομο δικαίωμα δικαστικής προστασίας που πρέπει να τους παρέχεται από την πολιτεία, στερώντας τους κατ’ επέκταση το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη.
Έτσι, ενώ ο νομοθέτης δύναται να θεσπίζει δικονομικές προϋποθέσεις για την παραδεκτή άσκηση των ένδικων βοηθημάτων, δεν θα πρέπει ωστόσο να φτάνει στο σημείο αυτές να υπερβαίνουν το όριο του διαχειρίσιμου από τον μέσο πολίτη, λειτουργώντας ως πρόσκομμα για την πρόσβασή του στην Δικαιοσύνη.
Με την απότομη αύξηση του παραβόλου και τον καθορισμό του στα 100 ευρώ και με γνώμονα και την τρέχουσα δυσμενή οικονομική συγκυρία που επιτείνει το ως άνω, το Δικαστήριο έκρινε ότι το παράβολο των 100 ευρώ περιορίζει υπέρμετρα την πρόσβαση του πολίτη στην Δικαιοσύνη και, ως εκ τούτου, η θέσπισή του με την ως άνω διάταξη είναι αντισυνταγματική.
Πρόκειται για μία απόφαση εύλογη που διαλαμβάνει κατά τρόπο ρεαλιστικό το κόσοτς που καλούνται οι πολίτες να αντιμετωπίσουν προκειμένου να έχουν πρόσβαση στην Δικαιοσύνη και εφαρμόζει όπως θα έπρεπε τοσο το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος όσο και το άρθρο 6 παρ. 1της υπερνομοθετικής ισχύος Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Αθνρώπου σχετικά με την δίκαιη δίκη.
Πρέπει να υπογραμμιστεί και επ' αφορμής της ως άνω απόφασης ότι κανένας δεν θα πρέπει να αποστερείται το δικαίωμά του για πρόσβαση στην Δικαιοσύνη με τη θέσπιση επαχθών οικονομικά επιβαρύνσεων για το παραδεκτό της άσκησης των ένδικων βοηθημάτων που του παρέχονται από το Νόμο.