Επιστήμονες από τις ΗΠΑ παρατήρησαν πως οι υπεραιωνόβιοι άνθρωποι είναι πολύ λίγοι - μόλις 1 ανά 5 εκατομμύρια κατοίκους στα ανεπτυγμένα κράτη. Έτσι, βάλθηκαν να διαπιστώσουν εάν παίζει ρόλο η γενετική στην επιβίωσή τους επί τόσο πολλά χρόνια.
Σε αυτό που περιγράφουν ως την «πρώτη του είδους μελέτη», οι ερευνητές ανέλυσαν ολόκληρο το γονιδίωμα ενός άνδρα και μιας γυναίκας που έζησαν αρκετά ώστε να ξεπεράσουν τα 114α γενέθλιά τους, διαπιστώνοντας πως έφεραν εξίσου πολλά νοσογόνα γονίδια με τον οποιονδήποτε από εμάς.
Ο άντρας, λ.χ., έφερε 37 γενετικές μεταλλαγές οι οποίες σχετίζονται με αύξηση του κινδύνου αναπτύξεως καρκίνου του παχέος εντέρου, ενώ είχε εκδηλώσει αποφρακτικό καρκίνο του οργάνου κάποια στιγμή στη ζωή του.
Ο καρκίνος του, όμως, δεν είχε μετασταθεί και αντιμετωπίστηκε με χειρουργική αφαίρεση.
«Ο άντρας αυτός ήταν σε εκπληκτικά καλή νοητική και σωματική κατάσταση την εποχή του θανάτου του», δήλωσε ο επικεφαλής ερευνητής δρ Τόμας Πελς, από το Ιατρικό Κέντρο του Πανεπιστημίου της Βοστώνης.
Αντίστοιχα, η γυναίκα έφερε πολυάριθμες γενετικές μεταλλαγές που σχετίζονται με νοσήματα του γήρατος, όπως η καρδιοπάθεια, ο καρκίνος και η νόσος του Άλτσχαϊμερ.
Αν και είχε αναπτύξει συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια και ήπια νοητική διαταραχή, παρουσίασε και τα δύο μετά τα... 108α γενέθλιά της!
«Οι νοσογόνες μεταλλαγές που εντοπίσαμε συμφωνούν με εκείνες που έχουν εντοπίσει άλλες ερευνητικές ομάδες σε αιωνόβια άτομα, συνεπώς τεκμηριώνεται πως οι υπεραιωνόβιοι δεν οφείλουν την μακροζωία τους στο ότι δεν φέρουν γονίδια που μπορεί να τους αρρωστήσουν», εξήγησε ο δρ Περλς.
«Ως φαίνεται, εκτός από τα νοσογόνα γονίδια φέρουν και άλλα, τα οποία εξουδετερώνουν την δράση των παθολογικών, σε σημείο ώστε να μην εκδηλώνεται μία νόσος, να εκδηλώνεται προς το τέλος της ζωής τους ή όταν εκδηλωθεί να είναι πολύ πιο ήπια σε αυτούς».
Πρακτικά αυτό σημαίνει πως χάρη στα προστατευτικά γονίδια «οι υπεραιωνόβιοι φτάνουν έως το όριο του ανθρώπινου προσδόκιμου επιβίωσης», πρόσθεσε.
Η μελέτη δημοσιεύεται στην επιθεώρηση «Frontiers in Genetics» και οι ερευνητικές ομάδες ανά τον κόσμο μπορούν να έχουν πρόσβαση στα στοιχεία της μέσω της βάσης δεδομένων των Εθνικών Ιδρυμάτων Υγείας (ΝΙΗ) των ΗΠΑ.
dete.gr