Οι «πληγές» του Αιγαίου είναι πολλές και χάνονται στα βάθη των χιλιετιών. Στις 18 χιλιετίες π.Χ. χρονολογείται το ορυχείο ώχρας στη Θάσο, στον λόφο...
Τζίνες, και θεωρείται μέχρι σήμερα η αρχαιότερη υπόγεια μεταλλευτική δραστηριότητα στην Ευρώπη.
Από την αρχαιότητα μέχρι τον 20ό αιώνα στο νησιωτικό Αιγαίο έγινε μια συστηματική εκμετάλλευση του μεταλλευτικού και ορυκτού πλούτου τους. Σε 38 νησιά, εξαιρουμένων της Εύβοιας και της Κρήτης, εντοπίζονται 118 συγκροτήματα εξόρυξης. Κατά τους δύο τελευταίους αιώνες δεν υπήρξε νησί ή ερημονήσι που δεν ερευνήθηκε προκειμένου να βρεθούν αξιοποιήσιμα κοιτάσματα.
Μια έκδοση με τίτλο «Ορυχεία στο Αιγαίο», παρουσιάζει τα βασικά πορίσματα μιας έρευνας που εκπονήθηκε από το ΕΜΠ για την καταγραφή των ιστορικών μεταλλευτικών εγκαταστάσεων στο νησιωτικό Αιγαίο.
Τα θειωρυχεία και το εργοστάσιο στο Παλιόρεμα, στη Μήλο
Η έκδοση αφιερώνει αυτόνομα κεφάλαια σε μεταλλεία, ορυχεία και λατομεία σε 29 από τα 38 νησιά, αλλά ξεκινά με την αρχαιότητα, οπότε «οι κάτοικοι του Αιγαίου ανακαλύπτουν τη δυνατότητα εκμετάλλευσης των φυσικών πόρων του τόπου τους και στηρίζουν σε αυτήν την οικονομία των κοινωνιών τους, δομώντας τους οικισμούς τους, δημιουργώντας έργα τέχνης, οργανώνοντας ένα δίκτυο εξαγωγικού εμπορίου και μεταφοράς της πολύτιμης πρώτης ύλης, ακόμα και σε πολύ μακρινούς προορισμούς», αναφέρει η Λίνα Μενδώνη.
Ημιτελές άγαλμα του Διονύσου μήκους 10,50 μ στον χώρο των αρχαίων λατομείων στον Απόλλωνα, στη βόρεια Νάξο, περί το 540 π.Χ.
Στη Μήλο, λ.χ., αναπτύχθηκε ένα από τα σημαντικότερα κέντρα παραγωγής και εμπορίου των προϊστορικών χρόνων, χάρη στον οψιαδιανό, το φυσικό ηφαιστειογενές μαύρο γυαλί, κατάλληλο για την κατασκευή μαχαιριών και όπλων. Ξέστρια, λεπίδες, μαχαίρια, αιχμές βελών και δοράτων από μηλιακό οψιδιανό έχουν εντοπιστεί ακόμη και στην Πελοπόννησο και στην Κρήτη, στην Αίγυπτο και σε άλλες περιοχές της Μεσογείου, γεγονός που επιβεβαιώνει τη σημασία του υλικού αλλά και την ανάπτυξη της ναυτιλίας και του εμπορίου.
Στη Σέριφο υπάρχουν ενδείξεις για εκμετάλλευση των σιδηρομεταλλευμάτων της από την πρώιμη εποχή του Χαλκού.
Η Κέα είναι γνωστή για τη μίλτο, την κίτρινη και κόκκινη ώχρα. Η κεία μίλτος, «βελτίστη» κατά τον Θεόφραστο, έβρισκε εφαρμογές στην κεραμική και στη ζωγραφική, στην αρχιτεκτονική και την κατασκευή πλοίων, καθώς εξασφάλιζε την αδιαβροχοποίησή τους, στη χρωστική και στη φαρμακευτική. Μάλιστα, υπήρξε μονοπωλιακή εξαγωγή του στην Αθήνα, η οποία, σε περίπτωση αθέτησης των συμφωνηθέντων, επέβαλε κυρώσεις.
Η Πάρος, δε, οφείλει την ανάπτυξή της (και) στην αρχαιότητα στα πλούσια κοιτάσματα εξαιρετικής ποιότητας μαρμάρου.
ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΟΡΥΚΤΑ
Στα ίχνη των αρχαίων εκμεταλλεύσεων κινήθηκαν στις περισσότερες περιπτώσεις οι μεταλλειολόγοι και οι επιχειρηματίες του νεότερου Αιγαίου, στο οποίο ο τόμος δίνει μεγαλύτερη έμφαση. Η εκβιομηχάνιση και η εξορυκτική δραστηριότητα κατά τον 19ο και τον 20ό αιώνα επέφεραν σημαντικές αλλαγές στις τοπικές κοινωνίες και οικονομίες. Ο γύψος, οι μυλόπετρες και το θείο της Μήλου, η θηραϊκή γη, η σμύριδα της Νάξου, τα μάρμαρα της Πάρου, της Τήνου και της Σκύρου είναι τα πρώτα ορυκτά, μας λέει η Λήδα Παπαστεφανάκη, που προσήλκυσαν το ενδιαφέρον. Παράλληλα, καταγράφεται και η μεγάλη εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης, με αποτέλεσμα τις κινητοποιήσεις, όπως τη θρυλική αιματηρή απεργία της Σερίφου το 1916 («το πρώτο ελληνικό σοβιέτ»).