Καμία μεταβολή στους σημερινούς κατώτατους μισθούς / ημερομίσθια και παράλληλα, διατήρηση του 13ου και 14ου μισθού, όπως ισχύει...
σήμερα στην Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας (ΕΓΣΣΕ), είναι η θέση του ΣΕΤΕ, η οποία κατατέθηκε στη χθεσινή συνάντηση με τον Πρωθυπουργό, κ. Λ. Παπαδήμο. Ο Πρόεδρος του ΣΕΤΕ, κ. Α. Ανδρεάδης, τόνισε ότι: «Η ανάγκη βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας γενικά και του ελληνικού τουρισμού ειδικά, επιβάλλει τον εξορθολογισμό του κόστους εργασίας και την περαιτέρω ενίσχυση της ευελιξίας στην απασχόληση. Ιδιαίτερα στον τουριστικό τομέα, όπου παρατηρούνται κατά περίπτωση σημαντικές αποκλίσεις στις κλαδικές / ομοιοεπαγγελματικές / τοπικές συμβάσεις σε σχέση με την ΕΓΣΣΕ, αυτές θα πρέπει να επανεξεταστούν και να προσαρμοστούν στα σημερινά δεδομένα. Αυτό θα βοηθήσει στην προσπάθεια για βελτίωση της ανταγωνιστικότητας του ελληνικού τουρισμού και διατήρηση – δημιουργία θέσεων απασχόλησης. Πρέπει επίσης, να εξεταστεί η μείωση του μη μισθολογικού κόστους σε συνδυασμό με την πλήρη και οριζόντια εφαρμογή σε όλες τις επιχειρήσεις, ανεξαρτήτως μεγέθους, της ηλεκτρονικής κάρτας παρακολούθησης εργασίας και την πληρωμή της μισθοδοσίας και των ασφαλιστικών εισφορών μέσω τραπέζης. Μια τέτοια εξέλιξη θα λειτουργήσει θετικά στα έσοδα των ασφαλιστικών οργανισμών.»
Ο Πρόεδρος του ΣΕΤΕ, ενημέρωσε επίσης τον Πρωθυπουργό για μια σειρά θεμάτων τα οποία επηρεάζουν την ανταγωνιστικότητα του ελληνικού τουρισμού, μεταξύ των οποίων η προσαρμογή του ΦΠΑ, η Εταιρεία Μάρκετινγκ, η διευκόλυνση χορήγησης visa, η πλήρης άρση του καμποτάζ στην κρουαζιέρα, η απελευθέρωση των χερσαίων μεταφορών, η μείωση του σπατόσημου και των τελών του Διεθνούς Αερολιμένα Αθηνών, καθώς επίσης και η αντιμετώπιση των προβλημάτων της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης.
Τέλος, σε ότι αφορά τη βιωσιμότητα των τουριστικών επιχειρήσεων, να σημειωθεί ότι η αύξηση των εισπράξεων για τον τουρισμό κατά το 2011 που έφτασε σχεδόν το 10%, δεν εκφράζει απαραίτητα και την ταμειακή κατάσταση των τουριστικών επιχειρήσεων. Είναι προφανές ότι στις τουριστικές επιχειρήσεις του κέντρου της Αθήνας και των περιοχών της χώρας που δέχονται κατά κύριο λόγο εγχώριο τουρισμό, τα έσοδα μειώθηκαν κατακόρυφα. Στις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στον εισερχόμενο τουρισμό, η αύξηση των εσόδων εξανεμίστηκε από την αύξηση του κόστους λειτουργίας, την επιβολή έκτακτων εισφορών, καθώς και την αύξηση του κόστους δανεισμού. Κατά συνέπεια, η συσχέτιση των τουριστικών εισπράξεων με τη ρευστότητα των επιχειρήσεων δεν προσφέρεται και δεν μπορεί να είναι βάση υπολογισμού στην προσπάθεια βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας.