Ένα ακόμη πιο επίκαιρο παράδειγμα, αφορά στον λαϊκίστικο προστατευτισμό στην αγορά εργασίας, με αφετηρία την καλοπροαίρετη...
(περίπου αυταπόδεικτη) σκέψη πως είναι άδικο ο εργαζόμενος να είναι υποκείμενο στυγνής εκμετάλευσης και ότι είναι δίκαιο και πρέπον ο νόμος να παρέχει μια ελάχιστη προστασία υπό τη μορφή ελάχιστων αμοιβών.
Η αλήθεια δυστυχώς είναι ότι ενώ προσπαθούμε να βοηθήσουμε, στην πραγματικότητα ο παρεμβατισμός στην εργασία οδηγεί το εργατικό δυναμικό βαθύτερα στην “κινούμενη άμμο” της κρίσης και της ύφεσης από την οποία υποτίθεται προσπαθούμε να ξεφύγουμε. Σε περίοδο, όπως σήμερα, κατάρρευσης της ζήτησης, όπου η ανάγκη για εργατικά χέρια μειώνεται και η ανεργία αυξάνεται, καταλήγουμε σε συνθήκες υπερπροσφοράς (έναντι υποτονικής ζήτησης) της εργασίας. Είναι απολύτως λογικό, με βάση τους νόμους προσφοράς και ζήτησης, το πραγματικό (αγοραίο) κόστος της εργασίας να μειώνεται. Η νομοθετική (ανακλαστική) κατοχύρωση αμοιβών σε ψηλώτερα επίπεδα από ό,τι μπορεί να στηρίξει η αγορά τελικά πλήττει τους εργαζόμενους και ιδιαίτερα τους άνεργους.
Όσο κι αν δε μας αρέσει, πρέπει να καταλάβουμε πως το αποτέλεσμα του προστατευτισμού στην αγορά εργασίας είναι ευθέως ανάλογο με ό,τι συμβαίνει με τις αγροτικές επιδοτήσεις. Το προσφερόμενο αγαθό (εργασία), του οποίου εγγυόμαστε ρυθμιστικά ένα ελάχιστο επίπεδο αμοιβής, καταλήγει αδιάθετο στις “χωματερές” του ΟΑΕΔ. Λόγω τις κρίσης είναι αναπότρεπτη η μείωση του συνολικού κύκλου εργασιών (τζίρου) της οικονομίας μας. Η συνολικά διαθέσιμη (προσφερόμενη) εργασία δεν μπορεί δυστυχώς να μειωθεί αντίστοιχα (αν και η μετανάστευση παίζει εδώ ένα μικρό ρόλο). Οι αμοιβές μοιραία υφίστανται πιέσεις. Όταν η πίττα μικραίνει, ή θα φαν όλοι ο καθένας μειωμένο κομμάτι και δε θα μείνει κανείς τελείως νηστικός, ή κάποιοι λίγοι και τυχεροί θα φαν αμείωτο κομμάτι, σε βάρος των άλλων που θα μείνουν εντελώς νηστικοί. Άλλωστε αυτού του τύπου η ανακλαστική λαϊκίστικη παρέμβαση στην αγορά έχει και άμεση αρνητική συνέπεια στην ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, δηλαδή στην ικανότητα μας να εξάγουμε προϊόντα, να κατακτούμε ξένες αγορές, και να αυξάνουμε έτσι το συνολικό κύκλο εργασιών μας, δηλαδή να μεγαλώνουμε προοπτικά την εθνική πίττα (ακόμη κι αν ομολογουμένως το κόστος εργασίας δεν είναι η μόνη συνιστώσα της ανταγωνιστικότητας). Ο προστατευτισμός οδηγεί στα αντίθετα από τα επιθυμητά αποτελέσματα. Μας σπρώχνει βαθύτερα στην “κινούμενη άμμο” και δε μας βοηθά να ξεφύγουμε από την παγίδα και το αδιέξοδο. Είναι λαϊκίστικη πολιτική και γι’ αυτό στην ουσία αντιλαϊκή. Οδηγεί όχι μόνο σε αύξηση της ανεργίας, αλλά και σε μείωση (ή πάντως μή αύξηση) της συνολικής πίττας, και γι’ αυτό είναι αδιέξοδη και ανάλγητη.
Αν νοιαζόμαστε για την εθνική οικονομία, αν πονούμε τις στρατιές των ανέργων πραγματικά και όχι υποκριτικά, αν αγωνιούμε για το μέλλον αυτού του τόπου, από τον οποίο όλοι σήμερα θέλουν να δραπετεύσουν, πρέπει να σκεφτούμε λογικά. Να αντισταθούμε στο ανακλαστικό ένστικτο του λαϊκισμού που μας σπρώχνει κάθε τρεις και λίγο να μετουσιώνουμε τις καλές μας προθέσεις σε αλυσιτελείς και καταστροφικές σπασμωδικές προστατευτικές πολιτικές. Πρέπει να απελευθερώσουμε επιτέλους τις αγορές. Να τις αφήσουμε να λειτουργήσουν αποτελεσματικά, ώστε να εξαλείψουμε το μαυραγοριτισμό, τις χωματερές και την ανεργία.
Η ορθολογικοποίηση και η ψυχραιμία θα μας επιτρέψουν σιγά – σιγά να υπερβούμε τα αδιέξοδα. Αντιστρέφοντας επιτέλους το παραγωγικό μας μοντέλο, κάνοντας τα προϊόντα μας διεθνώς ανταγωνιστικά, ώστε να αυξήσουμε τις εξαγωγές, να μειώσουμε τις εισαγωγές, να φέρουμε επενδύσεις και να ξαναδούμε σα λαός προκοπή. Υιοθετώντας μια νέα ριζοσπαστική φορολογική πολιτική για την οποία έχω γράψει αλλού, μειώνοντας τον όγκο (και συνακόλουθο κόστος) και το εύρος της παρέμβασης του κράτους στην οικονομία (που λειτουργεί ως εμπόδιο στην όποια επιχειρηματικότητα), απελευθερώνοντας δράσεις, καταργώντας αδειοδοτήσεις, και υποκαθιστώντας ένα σύστημα καθολικού προληπτικού ελέγχου (με απίστευτη χαρτούρα, ενηρμερώτητες κλπ) με ένα σύστημα δειγματοληπτικού ελέγχου, ώστε να είναι εύκολη η απρόσκοπτη έναρξη κάθε οικονομικής δραστηριότητας, διότι πρέπει το κράτος πρώτο να εμπιστευτεί τους πολίτες του, αν θέμε και οι πολίτες τελικά να εμπιστευτούν το κράτος.
Αρκεί να θέσουμε τέρμα στο λαϊκισμό και τις φαινομενικά εύκολες (αλλά κουτές) λύσεις. Αρκεί να θέσουμε τέρμα στις κινήσεις πανικού ή εντυπωσιασμού και να λέμε το σωστό πάντα, κι όχι το αρεστό, έστω κι αν το μεν είναι λιγότερο “προφανές” ή περισσότερο “δυσνόητο” από το δε. Αρκεί να πορευτούμε στο μέλλον με βάση την κοινή (και όπου χρειάζεται την ψυχρή) λογική, και με γνώμονα όχι τους μύθους και αυταπάτες του παρελθόντος αλλά τις αλήθειες του μέλλοντος. Διότι πράγματι μόνο η ψυχρή λογική μπορεί πραγματικά να ζεστάνει σήμερα και να εμπνεύσει τις καρδιές των συνανθρώπων μας που περισσότερο από άλλους δοκιμάζονται δίπλα μας, των ανέργων και των νέων, οι οποίοι βλέπουν ότι οι σκοτεινές ανορθολογικές δυνάμεις του κρατοδίαιτου συνδικαλισμού, οι πρωθιερείς αυτοί του προστατευτισμού και της διαφύλαξης ανίερων κεκτημένων, είναι η μεγαλύτερη απειλή, το μεγαλύτερο εμπόδιο για την προκοπή τους, η οποία προκοπή εκάστου είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη συνολική ανάταξη της εθνικής οικονομίας, που με τη σειρά της προϋποθέτει την απελευθέρωση των αγορών και την προώθηση των διαρθωτικών αλλαγών.
http://oaednews.blogspot.com/