Όπως αναφέρει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Δρ. Δημήτριος Βλαχοστέργιος Ερευνητής του Ινστιτούτου Κτηνοτροφικών Φυτών & Βοσκών Λάρισας, η έκταση της καλλιέργειας του ροβιού στην Ελλάδα υπολογίζεται κοντά στα 1000 στρέμματα, αλλά παρατηρείται αναζωογόνηση του ενδιαφέροντος για το συγκεκριμένο κτηνοτροφικό φυτό.
Ωστόσο, ένα σημαντικό πρόβλημα είναι ότι δεν υπάρχουν ποικιλίες στην αγορά και καλλιεργούνται διάφοροι τοπικοί πληθυσμοί, οι οποίοι, αν και επιδεικνύουν ικανοποιητική σταθερότητα, δίνουν χαμηλές αποδόσεις.
Από τα ερευνητικά προγράμματα γενετικής βελτίωσης του Ινστιτούτου Κτηνοτροφικών Φυτών & Βοσκών Λάρισας έχει δημιουργηθεί μια ποικιλία ροβιού, η οποία μετά την εγγραφή της στον Εθνικό Κατάλογο θα δοθεί για καλλιέργεια στους Έλληνες αγρότες και αναμένεται να οδηγήσει σε σταθεροποίηση και αύξηση των αποδόσεων.
Η γεωργική αξία του ροβιού, σύμφωνα με τον ερευνητή, εντοπίζεται κυρίως στη μεγάλη αντοχή στην ξηρασία, στη διατροφική του αξία ως συμπλήρωμα πρωτεΐνης στα σιτηρέσια των αιγοπροβάτων και στο χαμηλό κόστος παραγωγής.
Οι παρατηρούμενες κλιματικές αλλαγές στην περιοχή της Μεσογείου καθιστούν το ρόβι πολύ ενδιαφέρον είδος, το οποίο θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για την αξιοποίηση ξηρικών εκτάσεων.
Από την άλλη πλευρά, η ανάγκη διατήρησης και ανάπτυξης της αιγοπροβατοτροφίας, ιδιαίτερα στις ορεινές περιοχές, σε συνδυασμό με τη μείωση του κόστους διατροφής των ζώων απαιτεί συμπυκνωμένες ζωοτροφές με χαμηλό κόστος. Τα
"Το ρόβι αποτελεί μια σημαντική εναλλακτική επιλογή που ανταποκρίνεται εξαιρετικά σε όλα τα παραπάνω. Επίσης, σαν ψυχανθές προσαρμόζεται άριστα στα συστήματα αμειψισποράς εμπλουτίζοντας το έδαφος με άζωτο" σημειώνει ο κ. Βλαχοστέργιος, σύμφωνα με τον οποίο, το συγκεκριμένο κτηνοτροφικό φυτό σε άλλες χώρες χρησιμοποιείται και σε συστήματα συγκαλλιέργειας με σιτηρά.