Η θέση σε ισχύ του Καταστατικού του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου (ΔΠΔ), τον Ιούλιο του 2002, σηματοδότησε μια σημαντική εξέλιξη στην ιστορία της διεθνούς ποινικής δικαιοσύνης.
Το ΔΠΔ είναι το πρώτο, μόνιμο διεθνές ποινικό δικαστικό όργανο. Το Δικαστήριο ασκεί αρμοδιότητα επί ατόμων και όχι κρατών. Στη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου υπάγονται τα εγκλήματα πολέμου, τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας και η γενοκτονία, ενώ προβλέπεται και η δικαιοδοσία του Δικαστηρίου για το έγκλημα της επίθεσης, όταν υιοθετηθεί ο ορισμός του εγκλήματος αυτού και οι προϋποθέσεις άσκησης της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου.
Η αρμοδιότητα του Δικαστηρίου διέπεται από την αρχή της συμπληρωματικότητας. Τούτο σημαίνει ότι το Δικαστήριο θα επιλαμβάνεται συγκεκριμένων υποθέσεων, μόνον εφόσον τα Κράτη που έχουν δικαιοδοσία είτε δεν το επιθυμούν είτε δεν είναι σε θέση να το πράξουν είτε δεν παρέχουν τις αναγκαίες εγγυήσεις για την εκδίκαση τέτοιων εγκλημάτων.
Η δικαιοδοσία του Δικαστηρίου ενεργοποιείται με παραπομπή μιας πραγματικής κατάστασης από ένα Κράτος Μέρος στο Καταστατικό του, με παραπομπή από το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών ή, τέλος, με πρωτοβουλία του ίδιου του Εισαγγελέα.
Ο Εισαγγελέας μπορεί να διερευνήσει εγκλήματα που διαπράχθηκαν είτε στο έδαφος ενός Κράτους Μέρους στο Καταστατικό του ΔΠΔ είτε από υπήκοο ενός Κράτους Μέρους σε αυτό. Επίσης, μπορεί να διερευνήσει εγκλήματα που διαπράχθηκαν στο έδαφος Κράτους που δεν είναι συμβαλλόμενο Μέρος στο Καταστατικό ή από υπηκόους του τελευταίου, εφόσον το Κράτος αυτό αποδεχθεί με δήλωσή του τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου. Σε κάθε περίπτωση, το Δικαστήριο ασκεί δικαιοδοσία μόνο σε σχέση με εγκλήματα που τελέστηκαν μετά τη θέση σε ισχύ του Καταστατικού του, δηλαδή την 1η Ιουλίου 2002.
Το Δικαστήριο έχει εντολή να δικάζει άτομα και όχι Κράτη και να επιρρίπτει ευθύνες για τα πιο σοβαρά εγκλήματα που απασχολούν τη διεθνή κοινότητα—εγκλήματα πολέμου, εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας και γενοκτονίες και, τελικώς, το έγκλημα της επίθεσης. Μια συνήθης παρανόηση είναι ότι το Δικαστήριο θα μπορεί να δικάζει αυτούς που έχουν διαπράξει τέτοια εγκλήματα στο παρελθόν, όμως αυτό δεν ισχύει. Το Δικαστήριο θα έχει αρμοδιότητα μόνο για εγκλήματα που θα διαπραχθούν αφού το Καταστατικό τεθεί σε ισχύ(τον Ιούλιο 2002).
Η γενοκτονία καθορίζεται ως μια σειρά απαγορευμένων πράξεων, όπως φόνος, ή σοβαρή βλάβη, που διαπράττονται με πρόθεση τη μερική ή ολική καταστροφή, μιας εθνικής, εθνοτικής, φυλετικής ή θρησκευτικής ομάδας.
Όπως αναφέρεται στο Καταστατικό, τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας περιλαμβάνουν εγκλήματα όπως την εξολόθρευση αμάχων, την υποδούλωση, τον βασανισμό, τον βιασμό, την εξαναγκαστική εγκυμοσύνη, τον κατατρεγμό πολιτικών, φυλετικών, εθνικών, εθνοτικών, πολιτιστικών, θρησκευτικών ομάδων ή ομάδων με βάση το φύλο, και τις εξαναγκαστικές εξαφανίσεις – αλλά μόνο όταν είναι μέρος μιας εκτεταμένης ή συστηματικής επίθεσης που στρέφεται εναντίον αμάχων πληθυσμών.
Ο χαρακτηρισμός των «εκτεταμένων ή συστηματικών» για τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας είναι πολύ σημαντικός, καθώς απαιτεί ένα συγκεκριμένο μέγεθος ή και έκταση πριν ένα έγκλημα θεωρηθεί ότι εμπίπτει στη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου. Αυτό διαφέρει από τις πράξεις βίας -όπως είναι ο βιασμός, η δολοφονία ή ακόμα και τα βασανιστήρια—που μπορεί να διαπράττονται, ίσως ακόμα και από ένστολους στρατιώτες, αλλά που δεν χαρακτηρίζονται ως εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας.
Τα εγκλήματα πολέμου συμπεριλαμβάνουν τις σοβαρές παραβιάσεις των Συμβάσεων της Γενεύης και άλλες σοβαρές παραβιάσεις διεθνών κανόνων και εθιμικού δικαίου που διαπράττονται σε διεθνείς ένοπλες συγκρούσεις, και σε συγκρούσεις που δεν έχουν διεθνή χαρακτήρα, όπως αναφέρεται στο Καταστατικό, όταν διαπράττονται ως μέρος σχεδίου ή πολιτικής ή σε ευρεία κλίμακα.
Η επίθεση έχει συμπεριληφθεί ως έγκλημα που εμπίπτει στη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου. Όμως πρώτα, τα Συμβαλλόμενα Κράτη πρέπει να υιοθετήσουν μία συμφωνία που θα διευκρινίζει δύο σημεία: τον ορισμό της επίθεσης, που ως τώρα έχει αποδειχθεί δύσκολο, καθώς και τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες το Δικαστήριο θα μπορεί να ασκεί αυτή τη δικαιοδοσία. Υπάρχουν αρκετές προτάσεις που εξετάζονται. Ορισμένες χώρες αισθάνονται ότι, σύμφωνα με τον Καταστατικό Χάρτη του ΟΗΕ και την εντολή που δίνει στο Συμβούλιο Ασφαλείας, μόνο το Συμβούλιο εξουσιοδοτείται να αποφανθεί αν έχει διαπραχθεί μια πράξη επίθεσης. Αν υπάρξει συμφωνία, τότε το Συμβούλιο Ασφαλείας θα πρέπει να αποφανθεί για κάτι τέτοιο πριν το Δικαστήριο να αναλάβει δράση. Άλλες χώρες αισθάνονται ότι αυτή η αρμοδιότητα δεν πρέπει να περιορίζεται στο Συμβούλιο Ασφαλείας. Υπάρχουν προτάσεις που εξετάζονται που θα έδιναν έναν ρόλο στη Γενική Συνέλευση ή στο Διεθνές Δικαστήριο, αν γινόταν καταγγελία για επίθεση και το Συμβούλιο Ασφα!
λείας δεν ενεργούσε μέσα σε ένα ορισμένο διάστημα. Η Προπαρασκευαστική Επιτροπή θα συνεχίσει να εξετάζει το θέμα της επίθεσης.
Υπάρχουν καθαρές προϋποθέσεις που διευκρινίζονται στο Καταστατικό της Ρώμης κάτω από τις οποίες το Δικαστήριο μπορεί να ασκεί τη δικαιοδοσία του, καθώς και συγκεκριμένες προϋποθέσεις για το πότε το Δικαστήριο μπορεί να το κάνει αυτό. Υπάρχουν πολλές δικλείδες ασφαλείας για την αποφυγή επιπόλαιων διώξεων ή διώξεων με πολιτικά κίνητρα, με πολλές επαναλαμβανόμενες ευκαιρίες για προκλήσεις. Όταν ένα Κράτος επικυρώνει το Καταστατικό, συμφωνεί να δεχθεί τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου σε ό,τι αφορά τα εγκλήματα που αναφέρονται στο Καταστατικό. Το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να εξετάσει την υπόθεση σε περιπτώσεις που πληρούν μία από τις εξής προϋποθέσεις: ένα ή περισσότερα μέρη που εμπλέκονται είναι Συμβαλλόμενο Κράτος, ο κατηγορούμενος είναι υπήκοος Συμβαλλόμενου Κράτους, το έγκλημα διαπράττεται στο έδαφος Συμβαλλόμενου Κράτους, ή ένα Κράτος που δεν είναι Συμβαλλόμενο με το Καταστατικό μπορεί να αποφασίσει να αποδεχθεί την αρμοδιότητα του δικαστηρίου για κάποιο συγκεκριμένο έγκλημα πο!
υ έχει διαπραχθεί στο έδαφός του, ή από υπήκοό του. Αλλά αυτές οι προϋποθέσεις δεν ισχύουν όταν το Συμβούλιο Ασφαλείας, ενεργώντας σύμφωνα με το Κεφάλαιο VII του Καταστατικού Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, παραπέμπει μια κατάσταση στον Εισαγγελέα.
Όμως κάτι άλλο πρέπει να συμβεί πρώτα πριν να ενεργήσει το Δικαστήριο. Είτε ένα Συμβαλλόμενο Κράτος παραπέμπει μια κατάσταση στον Εισαγγελέα, ή το Συμβούλιο Ασφαλείας παραπέμπει μια κατάσταση στον Εισαγγελέα ή ο Εισαγγελέας ξεκινάει μια έρευνα εξ ιδίας πρωτοβουλίας, σύμφωνα με το Καταστατικό.
Το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο είναι ξεχωριστή οντότητα από τα Ηνωμένα Έθνη. Σύμφωνα με το Καταστατικό, τα έξοδά του θα χρηματοδοτούνται από προϋπολογισμένες συνεισφορές των Συμβαλλομένων Κρατών και από εθελοντικές συνεισφορές Κυβερνήσεων, διεθνών οργανισμών, ατόμων, επιχειρήσεων και άλλων. Σε ειδικές περιπτώσεις τα Ηνωμένα Έθνη θα μπορούν να προσφέρουν κεφάλαια, μετά από έγκριση της Γενικής Συνέλευσης, όταν αφορούν έξοδα από καταστάσεις που παραπέμπονται στο Δικαστήριο από το Συμβούλιο Ασφαλείας. Οι συνεισφορές των Συμβαλλομένων Μερών θα υπολογίζονται με βάση την κλίμακα που έχουν υιοθετήσει τα Ηνωμένα Έθνη για τον τακτικό προϋπολογισμό τους, αλλά όσα Κράτη το επιθυμούν μπορούν να συνεισφέρουν εθελοντικά επιπλέον κεφάλαια.
Μέχρι σήμερα,πολλά Κράτη έχουν επικυρώσει ή προσχωρήσει στο Καταστατικό του ΔΠΔ, μεταξύ των οποίων και η χώρα μας.
Το Δικαστήριο εδρεύει στη Χάγη και άρχισε να λειτουργεί το 2003. Ηδη έχει επιληφθεί των καταστάσεων στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κογκό, στην Ουγκάντα και στη Κεντροαφρικανική Δημοκρατία, κατόπιν παραπομπής από τα αντίστοιχα Κράτη, καθώς και της κατάστασης στο Νταρφούρ (Σουδάν) κατόπιν παραπομπής από το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών.
Στο πλαίσιο της Ευρωπαικης Ενωσης υιοθετήθηκε το 2001 από το Συμβούλιο Κοινή Θέση για το ΔΠΔ, η οποία τροποποιήθηκε το 2002. Με πρωτοβουλία της Ελληνικής Προεδρίας υιοθετήθηκε, τον Ιούνιο του 2003, νέο κείμενο Κοινής Θέσης, το οποίο αντικαθιστά τις προηγούμενες. Στόχος της Κοινής Θέσης είναι η στήριξη του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου και η προώθηση του οικουμενικού του χαρακτήρα με την όσο το δυνατόν ευρύτερη συμμετοχή Κρατών στο Καταστατικό του. Σε συνέχεια της νέας ενισχυμένης Κοινής Θέσης του 2003 υιοθετήθηκε, το Φεβρουάριο του 2004, Σχέδιο Δράσης της ΕΕ για την εφαρμογή της.