ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ σε χρόνια δύσκολα-χρόνια της ποίησης. Τότε που μάθαιναν γράμματα δυσανάλογα με τα μέσα της εποχής...
και το ταλέντο ξεχύνονταν δραπετεύοντας απ’ τον στενό κλοιό της φτώχιας και της έλλειψης των μέσων. Γι αυτό και τ’ άρπαξε και τα ξεζούμισε (τα μέσα), όταν του δόθηκαν απλόχερα για να δημιουργήσει και ν’ απλωθεί σ’ όλον τον κόσμο η τέχνη του.
ΗΡΘΕ η (παγκόσμια) αναγνώριση, ήρθε κι ο θάνατος, νωρίτερα απ’ ό,τι περίμενε κι ο πιο απαισιόδοξος. Κι ήταν μια άτυχη στιγμή αρκετή για να περάσει στην αιωνιότητα ο ποιητής.
ΔΕΝ θα προσθέσουμε κάτι-όλα ειπώθηκαν. Αμέτρητοι στο ξόδι του, φίλοι του που λυπήθηκαν κι άλλοι που σφετερίστηκαν τη γνωριμία του μ’ εκείνον. Εμείς που (ξανα)είδαμε τον «Θίασο» για δείγμα της γραφής του, θυμηθήκαμε τον ιδεολόγο, πέρα απ’ τον ποιητή και σκηνοθέτη.
Ωστόσο, πέρα απ’ τις δημιουργίες του, φεύγοντας, μας άφησε κι άλλα πολλά και αρνητικά, που μας ζώνουν σαν τα φίδια. Απ’ το νοσοκομειακό που «χάλασε» και χωρίς μηχανισμό αντικατάστασής του, που στοιχίζει ανθρώπινες ζωές. Τον δρόμο κάπου εκεί στη Δραπετσώνα για τα πλάνα του, γεμάτον χαρτάκια και σκουπίδια από εκείνα τα γνωστά των δρόμων της Ελλάδας, που σε πληγώνει. Τον νεοέλληνα και πάντα «βιαστικό» στη δεξιά λωρίδα, ξωπίσω του το «100» να χάνει τον κλέφτη και να χάνεται στην κίνηση, το ασθενοφόρο με τα σλάλομ ανάμεσα στους απαθείς του βολάν και το πυροσβεστικό παγιδευμένο να σφυρίζει δαιμονισμένα.
ΠΟΙΟΥΣ άλλους μας άφησε ο μεγάλος Αγγελόπουλος; Συναδέλφους του άξιους και μαθητές του ικανούς να συνεχίσουν. Σκηνοθέτες της σχολής του, την κόρη του, κανόνες που θα μείνουν. Ωστόσο, κατεβαίνοντας τα σκαλιά, όλο και λιγοστεύει η τέχνη, όλο και πιο συνήθεις και καθημερινούς συναντάμε, για να καταλήξουμε στον κατιμά. Εκεί όπου η τέχνη γίνεται πλάκα και προχειρότητα για να απολαμβάνει τα σίριαλ της καθημερινότητας ο εθισμένος τηλεθεατής/τρια, μπουκωμένος με το τηλεοπτικό σκουπιδαριό που χύνεται απ’ τη συσκευή πατώντας το κουμπί.
ΤΗΝ ώρα που ακούγονταν επικήδειοι, λίγο πριν φτυαρίσουν χώμα οι νεκροθάφτες, την ίδια στιγμή που όφειλαν να σιγήσουν, κυράτσες στο γυαλί σε σταυροπόδι μας μπόλιαζαν την αγωνία τους για τα κιλά που πήρανε. Μη λιγοστέψουν τα σκιάχτρα με τη ματιά εναγώνια απ’ την κάμερα στο μόνιτορ.