Εξηγούμαι, πως το μείζον που προκύπτει είναι πολυδιάστατο και σημαντικό. Όχι κατά βάση μονοσήμαντο αλλά σημαντικό .
Είναι η επίκληση της ανταγωνιστικότητας, τι όμως; Της οικονομίας; Της παραγωγής; Του κεφαλαιουχικού εξοπλισμού; Του αναπτυξιακού μοντέλου; Των μισθών; Και σε σύγκρισή με τι και ποια οικονομία υφίσταται ζήτημα ανταγωνιστικότητας;
Ακούω παράλληλα να μπαίνει προς συζήτηση το ευφυολόγημα, Αμερικάνικης εμπνεύσεως από παλιά, το γνωστό σε όλους μας, «μη μισθολογικό» κόστος.
Εκείνο που με εξοργίζει περισσότερο δεν είναι ότι ένα τέτοιο ευφυολόγημα υιοθετείται από τον επιχειρηματικό κόσμο και προβάλλεται συνάμα, αλλά ότι το συζητά η ΓΣΕΕ και το αποδέχεται όχι ως ευφυολόγημα αλλά ως υπαρκτό παράγωγο μιας «ορθολογικής» οικονομικής σχέσης και το συζητά!
Να ξεκαθαρίσουμε τότε, με όρους όμως επιχειρηματικής οικονομίας, ότι για την παραγωγή μιας μονάδας προϊόντος χρειάζονται ταυτόχρονα και αδιαίρετα η συνύπαρξη τριών παραγόντων. Ο εργαζόμενος, η μηχανή, το κεφάλαιο.
Μεταξύ τους δημιουργείται μια συμμετοχική οικονομική σχέση και πλήθος ορισμένων άλλων, που αποτελεί μια συμφωνία απαραίτητη για την παραγωγή μιας μονάδας προϊόντος. Μια συμφωνία οικονομικού κέρδους.
Αυτή η οικονομική σχέση, ας μην εξετάσουμε εδώ ότι είναι και κοινωνική, είναι υπαρκτή ως προϊόν συμφωνίας στην οποία τα συμβαλλόμενα μέρη, δηλαδή ο εργαζόμενος και ο εργοδότης-ιδιοκτήτης της μηχανής και του κεφαλαίου, ορίζουν τον χρόνο παραγωγής, την ευθύνη που διέπει τα συμβαλλόμενα μέρη για την παραγωγή, το αποτέλεσμα της παραγωγής, το όφελος που ακολουθεί μια παραγωγή καθώς και το κέρδος που προκύπτει από την πώληση της παραγωγής και του αποτελέσματος.
Σε καμιά περίπτωση ο εργαζόμενος δεν αποχωρίζεται από την παραγωγή και σε καμιά περίπτωση ο εργαζόμενος δεν αποχωρίζεται του κέρδους από την "πώληση της παραγωγής".*
Έτσι λοιπόν ο μισθός του εργαζόμενου είναι πλήρης αν συμπεριλαμβάνει τόσο το κέρδος από την παραγωγή όσο και το κέρδος από την πώληση της παραγωγής, πέρα της πώλησης του αποτελέσματος.
Η ασφάλεια όμως του εργαζόμενου καλύπτεται υποχρεωτικά από το μερίδιο της παραγόμενης αξίας, που μπορεί να επιβαρύνει και μονομερώς τον εργοδότη αν ο τελευταίος έθεσε με επιλογές τους σε κίνδυνο την δυναμική της επιχείρησης.
Πρέπει παράλληλα να ορίσουμε και στην συνέχεια να διεκδικήσουμε την αξία, χωρίζοντας την σε αξία ως παραγωγή και αξία ως αποτέλεσμα παραγωγής. Και για μεν την πρώτη περίπτωση ο εργοδότης αναγνωρίζει συμμετοχή του στελεχιακού τους δυναμικού και αμείβει αυτήν την συμμετοχή, την περιορίζει όμως μόνο ως προς το στελεχιακό δυναμικό, χωρίς παράλληλα να την ορίζει.
Ο εργαζόμενος, ο μετά το στελεχιακό δυναμικό της επιχείρησης, ενώ και αυτός συμμετέχει στην δημιουργία της παραγωγής, δηλαδή συνθέτει την δυναμική της επιχείρησης, αποκλείεται τόσο από αυτή όσο και από το αποτέλεσμα.
Ο εργαζόμενος αμείβεται μόνο για το μετά την πώληση προϊόν ως αυτό να υλοποιήθηκε ανεξάρτητα της παραγωγής ως δυναμική της επιχείρησης και ανεξάρτητα της παραγωγής ως επενεργούσα δύναμη στην ύλη και στην μηχανή.
Δηλαδή θα έπρεπε οι εργαζόμενοι να είχαν επιβάλει ένα κέρδος αξίας επι της δυναμικής της επιχείρησης, η οποία διαπιστώνεται κατά την στιγμή υπογραφής της σχέσης εργασίας και ένα δεύτερο κέρδος από την παραγωγή ως αποτέλεσμα την συμμετοχή, ως ενέργεια, για κάθε παραγόμενη μονάδα ύλης.
Μέχρι σήμερα το συνδικαλιστικό κίνημα έχει αποδεχτεί, και οι εργοδότες επίσης αν και αρνούνται την συμμετοχή των εργαζομένων, τον όρο υπεραξία του προϊόντος.
Όμως είναι αλήθεια ότι μέχρι και σήμερα δεν έχει προκληθεί ούτε ως προμελέτη η παραγόμενη «αξία», κάτι που και ο ίδιος ο Μαρξ είχε αποφύγει να μελετήσει, και επομένως δεν έχει μπει στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης ούτε τα δικαιώματα επί της «αξίας» ούτε η αξία ως «ιδιοκτησία».
Απεναντίας έχει τεθεί εκτός συζήτησης, ταυτίζοντας την αξία με το προϊόν, την μηχανή, το κεφάλαιο και το ιδιοκτήτη τους.
Το Κράτος από την δική του σκοπιά αναγνωρίζει ταύτιση της αξίας με τον ιδιοκτήτη κεφαλαιούχο, αναγνωρίζοντάς τον ως παραγωγική τάξη, αλλά δεν αναγνωρίζει και τον εργαζόμενο το ίδιο κεφαλαιούχο και άρα ιδιοκτήτη της ίδιας αξίας.
Δε είναι αιρετικός ο ισχυρισμός ότι ο εργαζόμενος είναι κεφαλαιούχος, διότι είτε κατέχει πνευματικό κεφάλαιο, είτε κατέχει χειρονακτικό κεφάλαιο, εκείνο δηλαδή που ο Μαρξισμός ονομάζει «εργατική δύναμη», είναι το ίδιο ισχυρό κεφάλαιο που χωρίς την συμμετοχή του στην παραγωγή, δεν υφίσταται ούτε παραγωγή ούτε αποτέλεσμα.
Το χρήμα παραδείγματος χάριν, δεν γεννά από μόνο του χρήμα, διότι είναι ουδέτερο. Αποκτά «θηλυκά» χαρακτηριστικά από την στιγμή που παρεμβληθεί ο άνθρωπος και οι ανάγκες του ανθρώπου. Αλλά οι ανάγκες του ανθρώπου είναι ιδιοκτησία ατομική του ανθρώπου που παράγονται και ακολουθούν τον άνθρωπο και όχι το χρήμα ή την γέννηση του κέρδους.
Επομένως όταν βρεθούν σε κατάσταση «χημικής» ένωσης το κεφάλαιο «εργοδότης» με το «κεφάλαιο» εργαζόμενος τότε παράγεται η αξία, η οποία δημιουργεί ένα ωφεληματικό κέρδος και για τα δύο μέρη. Και η αξία δημιουργείται πριν την παραγωγή, πριν δηλαδή «ξεκινήσουν» οι μηχανές. Το «ξεκίνημα» των μηχανών είναι η δεύτερη αξία που ορίζεται ως «παραγωγική διαδικασία».
Στον εργαζόμενο το ωφεληματικό αυτό κέρδος μπορεί να εκφραστεί, είτε ως μονιμότητα και συνεχή και πλήρης εργασία, ως συμμετοχή του έτερου ιδιοκτήτη της «αξίας» στην ασφάλεια και την υγεία του εργαζόμενου, είτε στην μετά το πέρας του χρόνου δημιουργικής συμμετοχής λόγο ηλικίας συνταξιοδότηση του εργαζόμενου, είτε ως όλα αυτά μαζί.
Τι έχουμε όμως εδώ, τι δηλαδή θεωρούνται εκτός συζήτησης ή ως μη υπαρκτά προς συζήτηση;
Πρώτα, η αξία, δεύτερο το κέρδος επί της αξίας και τρίτο το κέρδος επί της πώλησης της παραγωγής.
Από πού ως που ορίζεται μονομερή ιδιοκτησία του εργοδότη τόσο η «αξία» όσο και το κέρδος επί της αξίας;
Από πού ως που ορίζεται μονομερής ιδιοκτησία του εργοδότη η παραγωγή και το κέρδος από την πώληση της παραγωγής;
Το Κράτος έχει ως γνωστό θεσμοθετήσει τον όρο «εργοδοτικό δικαίωμα» που επί της ουσίας είναι η καταχρηστική και αυθαίρετη ιδιοποίηση της αξίας και του κέρδους επί της αξίας από τον εργοδότη. Επομένως το σ.κ. πρέπει να απαιτήσει την κατάργηση του εργοδοτικού δικαιώματος.
Έχουμε ακούσει όμως τον όρο «δυναμική της οικονομίας» ή «δυναμική της επιχείρησης».
Η «δυναμική» είναι η αξία που παράγει οικονομία, η δε δύναμη της οικονομίας είναι αποτέλεσμα αυτής της παραγωγής με την προϋπόθεση ότι υπάρχει ένωση των συντελεστών και από την ένωση αυτή γεννάται και η οικονομία και η δύναμή της.
Αυτή λοιπόν η δυναμική δεν είναι κάτι αυτοφυές, κάτι ουδέτερο, κάτι έξω από την παραγωγή ή την οικονομία που επιδρά πάνω τους, αλλά επόμενο την σύμπραξης των συντελεστών, δηλαδή του εργαζόμενου και του εργοδότη, είτε αυτός πρόκειται για ιδιοκτήτη είτε πρόκειται για διαχειριστή.
Τι επιχειρεί η κατά δήλωσή της «Ελληνική» Κυβέρνηση ή επί τοις πράγμασι επιτροπεία των δανειστών, με την απαίτηση της μείωσης των μισθών και των επιδομάτων;
Επί της ουσίας την εξασθένηση της δυναμικής της Ελληνικής οικονομίας υπέρ της αντίστοιχης δυναμικής των ξένων οικονομιών που θέλουν να δράσουν υποδηλωτικά εντός της Επικράτειας και πάνω στην όποια σημερινή ή μελλοντική παραγωγή καθώς και πάνω στις παραγόμενες οικονομικές – κοινωνικές σχέσεις.
Δι’ αυτού του τρόπου εξυφαίνεται μια στρατηγική εκτόπισης κάθε δυνατότητας ανάπτυξης και ευημερίας της κοινωνίας με ένταση της υπανάπτυξης και μεγέθυνσης της εκμετάλλευσης και παραγωγής κερδών του ξένου κεφαλαίου.
Ενώ είναι τόσο ξεδιάντροπες οι προθέσεις τους, είναι άλλο τόσο παραπλανητικές που αφού δημιούργησαν ένα περιβάλλον καταστροφής και φόβου έχουν εγκλωβίσει την ελληνική επιχειρηματικότητα και την ελληνική οργανωμένη εργατική τάξη, οι οποίες δυστυχώς δεν μπορούν να δουν πιο πέρα από την μύτη τους. Έτσι και η ΓΣΕΕ συζητά την μείωση του μη μισθολογικού κόστους.
Όμως από την μεριά της επιχειρηματικής τάξης δημιουργείται μια «αδικία» σε σχέση των «προνομίων» του Κράτους. Αφού το Κράτος, για τον εαυτό του, αποχώρησε των υποχρεώσεων προς την κοινωνία και πλέον οι παραγόμενες υπηρεσίες διατιμούνται και πωλούνται στους πολίτες – θυμάστε το Σημίτη και τα παραγόμενα προϊόντα υγείας;- οι εργοδότες από την μεριά τους επιθυμούν ισότητα ως προς τις υποχρεώσεις τους απέναντι στην κοινωνία, η οποία θα πρέπει κάθε ανάγκη της να την αγοράζει είτε αυτή είναι ένα κιλό μακαρόνια είτε είναι μια σύνταξη ή μια περίθαλψη ή η κάλυψη ενός κινδύνου.
Από μια άποψη, επειδή τον ιμπεριαλισμό απλώς τον διαβάζαμε σήμερα που τον ζούμε, μας φαίνεται τρομακτικός. Όχι γιατί δεν ήταν αλλά επειδή μας έπλασαν ένα άλλο παραμύθι, σαν και αυτό που υπέστησαν οι Λαοί της πρώην Σοβιετικής Ένωσης για την «ευκρατία» της Δύσης, σήμερα ίσως αναθεωρήσουμε πολλά πράγματα και ίσως αποκτήσουμε τις απαραίτητες εμπειρίες για να εξάγουμε πιο σίγουρα, και χωρίς φτιασιδώματα διαστρέβλωσης, συμπεράσματα αναγκαία για τον τρόπο που σκεπτόμαστε και την συμπεριφορά μας σε ότι μας περιβάλλει και σε ότι εφαρμόζεται πάνω μας.
* Πώληση Παραγωγής: Αυτή διαπιστώνεται ως μέγεθος τόσο στο επίπεδο των εξαγωγών όσο και στο επίπεδο του Χρηματιστηρίου. Αλλά μέχρι σήμερα το συνδικαλιστικό κίνημα δεν έχει διεκδικήσει μέρους των κερδών από την "πώληση της παραγωγής" αλλά απεναντίας έχει αποδεχτεί την σύνδεση του μισθού του μόνο ή ακόμα και περιοριστικά με την δυναμική κατά την παραγωγική διαδικασία, γνωστή ως "παραγωγικότητα". Αλλά η Παραγωγή εμπεριέχει και την Αξία, ως δυναμική, και την Παραγωγικότητα και το παραγόμενο αποτέλεσμα και το κέρδος.
Γιατί λοιπόν μέχρι σήμερα το εργατικό κίνημα δεν έχει απαιτήσει το κέρδος από την "Πώληση της παραγωγής" και ειδικότερα επί της Αξίας, ως δυναμική της επιχείρησης;