Ταυτόχρονα όμως, και σε στενή σύνδεση μ’ αυτή την πλευρά έχουμε την κλιμάκωση του ενδοκαπιταλιστικού ανταγωνισμού σ’ όλα τα επίπεδα – ανάμεσα σε διαφορετικές μερίδες του κεφαλαίου στην κάθε χώρα, ανάμεσα στα αστικά κράτη, ανάμεσα στα ιμπεριαλιστικά κέντρα. Ειδικά στην ΕΕ υπάρχει ένταση των ανισομετριών και αναπτύσσεται με τον πιο απροκάλυπτο τρόπο ένας «οικονομικός εθνικισμός», μ’ άλλα λόγια επικρατεί πια η λογική του «ο σώζων εαυτόν σωθήτω».
1. Όπως πάντα κατά τη διάρκεια και μετά από κάθε κρίση υπάρχουν ανακατατάξεις στο διεθνές πλέγμα του κεφαλαίου, υποβαθμίσεις κι αναβαθμίσεις κέντρων και κρατών. Ειδικά οι χώρες του ευρωπαϊκού νότου, και όχι μόνο, υποβιβάζονται στην ιμπεριαλιστική ιεραρχία. Επίσης ακόμα περισσότερες χώρες μπαίνουν στον αυτόματο πιλότο της οικονομικής διακυβέρνησης της ΕΕ (έλεγχος των προϋπολογισμών κ.τ.λ.).
Όπως φαίνεται για μια ακόμα φορά διαπλέκονται με πρωτότυπο τρόπο το κοινωνικό, το εθνικό και το δημοκρατικό ζήτημα. Για μια ακόμα φορά εκμεταλλευόμενοι σ’ όλο τον κόσμο – ειδικά στην Ελλάδα με τις διαστάσεις που έχει πάρει η επίθεση του κεφαλαίου και η ταξική πάλη – καλούνται να συγκροτήσουν το πολιτικό και ιδεολογικό τους οπλοστάσιο.
Για όποιον πιστεύει πως είναι εύκολο να λυθεί αυτό το κουβάρι των αλληλοσυμπληρούμενων πλευρών θα αναφερθούμε στο παράδειγμα της Κίνας. Είναι γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια η κινέζικη οικονομία γνωρίζει αλματώδεις ρυθμούς ανάπτυξης. Επίσης είναι μια ανερχόμενη παγκόσμια δύναμη και πολιτικά και στρατιωτικά. Ωστόσο λειτουργεί σαν πλατφόρμα συναρμολόγησης των τελικών βιομηχανικών προϊόντων των μεγάλων πολυεθνικών της Δύσης οι οποίες κρατούν την τεχνογνωσία και την κατασκευή των πιο κρίσιμων εξαρτημάτων για τον εαυτό τους, έχει το ρόλο δηλαδή ενός μεγάλου εργολάβου για τις τελευταίες. Από την τελική τιμή ενός προϊόντος, ένα πολύ μικρό μέρος μένει σε κινέζικα χέρια. Οι βιομηχανίες των πολυεθνικών είναι εγκατεστημένες σε ειδικές οικονομικές ζώνες και με ειδικό νομικό καθεστώς. Οι μισθοί είναι χαμηλοί και οι συνθήκες και τα ωράρια εργασίας θυμίζουν κάτεργο, ενώ το καθεστώς διασφαλίζει την ανυπαρξία πολιτικών και συνδικαλιστικών δικαιωμάτων για την εργατική τάξη. Η πραγματικότητα είναι η υπερεκμετάλλευση του εργατικού δυναμικού και η τεραστίων διαστάσεων εξαγωγή υπεραξίας προς τις χώρες του αναπτυγμένου καπιταλισμού. Αυτή η υπερεκμετάλλευση γίνεται προς όφελος και του ξένου κεφαλαίου και των κινέζων κεφαλαιούχων και γραφειοκρατών. Αυτό όμως μπορεί να συμπυκνωθεί σε δύο διαφορετικές εθνικές «αφηγήσεις». Απ’ τη μια πλευρά η είσοδος του μεγάλου κινέζικου έθνους στο προσκήνιο της ιστορίας και η επιδίωξή του να γίνει παγκόσμια υπερδύναμη και απ’ την άλλη η συνέχεια με άλλα μέσα αιώνων κατάκτησης και ιμπεριαλιστικής εκμετάλλευσης. Οι δύο αυτές πλευρές «ερμηνεύουν» στοιχεία της αντικειμενικής πραγματικότητας. Όσο συγκρούονται μεταξύ τους άλλο τόσο αλληλοσυμπληρώνονται. Θα μπορούσε να διατυπωθεί: η Κίνα όσο ξεπουλιέται τόσο δυναμώνει. Βέβαια, αυτό το παράδειγμα έχει πολύ μικρή σχέση με τη χώρα μας. Είναι ενδεικτικό όμως, για τους πολλούς και ολότελα αντιφατικούς τρόπους που μπορεί να αξιοποιηθεί το εθνικό ζήτημα.
Στην περίπτωση της Ελλάδας έχουμε ραγδαία αύξηση της εκμετάλλευσης, εξαθλίωση της εργατικής τάξης και των μεσαίων στρωμάτων, χτύπημα των δημόσιων υπηρεσιών και των υποδομών.
Ταυτόχρονα μεταφέρεται η λήψη αποφάσεων σε εθνικά και υπερεθνικά εκτελεστικά όργανα (κυβερνητικές επιτροπές και συμβούλους, τρόικα, ευρωζώνη, G20) στεγανοποιημένα από την επίδραση των λαϊκών μαζών. Η αντιπροσωπευτικότητα ακόμα και με την περιορισμένη αστική της μορφή παραμερίζεται προς όφελος της ταχύτητας και της απαρέγκλιτης εφαρμογής των μέτρων της κοινωνικής βαρβαρότητας. Αυτές οι διαδικασίες συμβαίνουν σε όλες τις χώρες της ΕΕ, αλλά χαρακτηρίζονται από ιδιαίτερη δριμύτητα στον Ευρωπαϊκό νότο. Στη χώρα μας με την ακραία μορφή που παίρνουν αυτές οι εξελίξεις ριζοσπαστικοποιούνται πλατιές εργατικές – λαϊκές μάζες. Παρά τις ασυνέχειες και τις αντιφάσεις, η διάθεση για αντίσταση μεγαλώνει και όσοι συμμετέχουν ή παρακολουθούν το κίνημα των δύο τελευταίων χρόνων αναζητούν με ενστικτώδη και πρωτόλειο πολλές φορές τρόπο τις αιτίες για τη σημερινή κατάσταση, την πολιτική και την ιδεολογία για να την αντιστρέψουν. Οι εξηγήσεις, οι ερμηνείες και οι ιδέες είναι για την ταξική πάλη εξίσου σημαντικές με την ίδια την πραγματικότητα. Η τελευταία λοιπόν μπορεί να νοηματοδοτηθεί σαν εκχώρηση εθνικής κυριαρχίας ή σαν σκλήρυνση και στεγανοποίηση της αστικής δημοκρατίας, σαν γερμανική κατοχή ή σαν χούντα των «αγορών». Αυτό που πρέπει να διεκδικηθεί είναι η εθνική ανεξαρτησία ή η λαϊκή κυριαρχία με θεσμούς εργατικού ελέγχου και όργανα επιβολής της λαϊκής θέλησης. Το υποκείμενο της αντίστασης και της ανατροπής της επίθεσης μπορεί να είναι κάποια εκδοχή εθνικού μετώπου ή ένα κοινωνικό αγωνιστικό μέτωπο ανατροπής. Αυτό που θα προταχθεί είναι το εθνικό ή το κοινωνικό συμφέρον. Ακόμα και στην περίπτωση ενός ασταθούς συνδυασμού αυτών των πλευρών πάλι παραμένει το ερώτημα ποια θα κυριαρχήσει.
Το έθνος είναι ένα ιστορικό-κοινωνικό δημιούργημα όπως και το σύνολο των θεσμών. Αν και βασίζεται σε κοινές εμπειρίες ενός πληθυσμού, στην (πιθανόν) κοινή γλώσσα του, στην (πιθανόν) κοινή θρησκεία του, στα (πιθανόν) κοινά ήθη, έθιμα και πολιτισμικά χαρακτηριστικά του, όλα αυτά τα στοιχεία παραχαράσσονται, υπερτονίζονται ή αποκρύπτονται, ερμηνεύονται και πολλές φορές απλά επινοούνται. Αυτή ακριβώς η «κατεργασία» της πραγματικότητας γίνεται γιατί η εθνική συνείδηση σφραγίζεται απ’ την ηγεμονία των κυρίαρχων τάξεων. Όπως όλοι οι θεσμοί που στηρίζουν την εκμετάλλευση και την καταπίεση έτσι και το έθνος παρουσιάζεται ως κάτι το φυσικό και συγκαλύπτει την πραγματική καταγωγή του. Οι άνθρωποι χωρίζονται σε Έλληνες, Τούρκους, Αλβανούς κ.τ.λ. όπως περίπου σ’ ένα χωράφι τα οπωροφόρα δέντρα χωρίζονται σε μηλιές, αχλαδιές, πορτοκαλιές κ.τ.λ.
Κατά ένα παρόμοιο τρόπο η δουλεία ήταν επόμενο της φυσικής ανισότητας των ανθρώπων και οι βασιλιάδες ήταν τέτοιοι λόγω αίματος. Ακόμα και το δικαίωμα στην ιδιοκτησία μέσων παραγωγής , εδαφών, πρώτων υλών που έχουν οι μέτοχοι μιας μεγάλης επιχείρησης με δεκάδες χιλιάδες εργαζόμενους σε διάφορες χώρες εμφανίζεται σαν επέκταση του φυσικού δικαιώματος ενός πρωτόγονου να κόψει ένα φρούτο από ένα δέντρο. Αυτή ακριβώς η φυσικότητα επιστρατεύεται για να ξεχαστεί το γεγονός ότι δουλεία υπάρχει μόνο αν την αποδέχονται (έστω και με μεγάλη δόση καταναγκασμού) οι δούλοι, ότι βασιλιάς είναι κάποιος μόνο αν υπάρχουν πρόθυμοι υπήκοοι κι ότι η αστική ιδιοκτησία διαιωνίζεται όσο οι μισθωτοί τη θεωρούν λογική και αναγκαία. Έτσι η φυσική τάση κάθε ανθρώπου να αγαπάει το μέρος που γεννήθηκε με το φυσικό του περιβάλλον, τη μητρική του γλώσσα, την οικογένειά του και τους γείτονές του σημαίνει ότι πρέπει να υπακούει στην εκάστοτε εξουσία, να έχει συγκεκριμένους κάθε φορά εχθρούς, να είναι πρόθυμος να πολεμήσει και να σκοτώσει ανθρώπους στην άλλη άκρη της γης την ύπαρξη των οποίων αγνοούσε μέχρι τότε και πάνω απ’ όλα να προτάσσει τα –« κοινά για όλους» – εθνικά συμφέροντα. Σίγουρα στον εθνικό πολιτισμό κάθε χώρας, ανάλογα βέβαια με την ιστορική πορεία της διαμόρφωσής του, υπάρχουν δημοκρατικά, ριζοσπαστικά, εξισωτικά στοιχεία. Αλλά το ίδιο συμβαίνει και με τη θρησκεία, κανένας θεσμός δε μένει ανεπηρέαστος απ την ταξική πάλη των κάτω. Ωστόσο παρά τη «θεολογία της απελευθέρωσης» στη Λατινική Αμερική και το ρόλο που έπαιξε στον αγγλικό εμφύλιο του 17ουαιώνα(«όταν ο Αδάμ κι η Εύα ήταν στον παράδεισο που ήταν ο αφέντης;») δεν παύει να παραμένει στην ουσία της ένας θεσμός που ευνοεί την ευπιστία, την υποταγή, την παθητικότητα και την παράλυση της κριτικής, ορθολογικής σκέψης.
Το ζήτημα βέβαια της εθνικής συνείδησης σε σχέση με τις αντιμαχόμενες τάξεις μπαίνει με ένα καινούριο τρόπο στη σημερινή πραγματικότητα της καπιταλιστικής διεθνοποίησης. Συχνά λέγεται ότι ιδίως σήμερα το κεφάλαιο δεν έχει πατρίδα ενώ αντίθετα αυτοί που είναι προσκολλημένοι στον παραδοσιακό τρόπο ζωής τους, στον εθνικό πολιτισμό τους και στον τόπο τους (εκτός βέβαια από τους μετανάστες οι οποίοι όμως κουβαλούν την πατρίδα τους μαζί τους) είναι οι εργαζόμενοι. Άρα η εθνική συνείδηση αλλάζει πρόσημο και γίνεται όπλο τους και ενοποιητικό στοιχείο ταυτότητάς τους.
Είναι όμως έτσι τα πράγματα;
Όντως τα πιο δυναμικά τμήματα του κεφαλαίου και οι φορείς του (ιδιοκτήτες, στελέχη, μέτοχοι) υπερίπτανται ωκεανών και ηπείρων επιδιώκοντας να εξαλείψουν κάθε εθνική, πολιτική, θρησκευτική και πολιτισμική ιδιαιτερότητα με αποκλειστικό σκοπό το κέρδος. Η κυρίαρχη ιδεολογία κάθε εποχής όμως έχει δύο εκδοχές τουλάχιστον. Όπως οι αρετές για τους ιδιοκτήτες είναι πάντα η πρωτοβουλία, η αποφασιστικότητα και η ανεξαρτησία ενώ αυτές για τους εκμεταλλευόμενους είναι η υποταγή, η εργατικότητα και η ταπεινοφροσύνη έτσι και η ιδεολογία του διεθνοποιημένου κεφαλαίου είναι ο αστικός κοσμοπολιτισμός ενώ η αστική ιδεολογία για τους φτωχούς είναι ο εθνικισμός, ο ρατσισμός, η θρησκευτική μισαλλοδοξία κ.τ.λ.
Σε μεγάλα ιστορικά γεγονότα πάντα διαπλέκεται το εθνικό και το κοινωνικό ζήτημα. Κατ’ αρχήν η εθνική ενότητα έχει αξιοποιηθεί αποτελεσματικότατα απ’ τις κυρίαρχες τάξεις για να κατασιγάσουν ή και να ενταφιάσουν την ταξική πάλη από τα κάτω (γιατί από πάνω δε σταματάει ποτέ ). Απ την άλλη η εθνική ιδέα έχει συνδυαστεί με τους λαϊκούς αγώνες. Κι εκεί όμως που έχει φουσκώσει τα πανιά τους την ίδια στιγμή περιορίζει την αποφασιστικότητα της εργατικής τάξης με τραγικά πολλές φορές αποτελέσματα. Όντως η παρισινή Κομμούνα ήρθε σαν επακόλουθο της εθνικής αντίστασης των Γάλλων ενάντια στους Πρώσους μετά την ήττα των πρώτων στο γαλλοπρωσικό πόλεμο του 1870. Αυτό όμως ήταν και η αφετηρία δισταγμών και ταλαντεύσεων των εργατών στον εμφύλιο πόλεμο απέναντι στη γαλλική αστική τάξη. Είναι αδιαμφισβήτητο επίσης ότι ο πατριωτισμός των κατώτερων τάξεων έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο στην αντίσταση του ΕΑΜ ενάντια στην τριπλή κατοχή. Είναι επίσης εύκολο ν αποδίδει κανείς τις ταλαντεύσεις και τους απαράδεκτους συμβιβασμούς της ηγεσίας του ΚΚΕ ( συμφωνίες Λιβάνου, Καζέρτας, Βάρκιζας, καθυστέρηση για το δεύτερο αντάρτικο ) σε τακτικά λάθη και παραλείψεις. Πίσω όμως απ’ αυτούς τους χειρισμούς μπορεί να δει κανείς την ατολμία της παραπάνω ηγεσίας ν’ αρχίσει και να κλιμακώσει τη σύγκρουση με τη «δική μας» αστική τάξη.
Το επίπεδο του έθνους – κράτους είναι σίγουρα το πιο ευνοϊκό για τους εργατικούς αγώνες και την πολιτικοποίησή τους. Εκεί γίνεται και η πάλη για την εξουσία. Αυτές όμως οι σωστές διαπιστώσεις δε μας λένε τίποτα για τη γραμμή που πρέπει να ακολουθηθεί. Είναι άλλο πράγμα το ότι η εργατική τάξη πρέπει να γίνει η ηγέτιδα δύναμη στη χώρα της κατ’ αρχήν και άλλο το ότι πρέπει αυτό να γίνει στο όνομα του έθνους.
Στη σημερινή συγκυρία στην Ελλάδα (και όχι μόνο) το εθνικό ζήτημα σαν πολιτικό ή ιδεολογικό - αξιακό υπόβαθρο για την εργατική και λαϊκή πάλη είναι ένας προβληματικός έως και επικίνδυνος δρόμος. Συσκοτίζει την πραγματικότητα, αποκρύπτει την βαθύτητα και την παγκοσμιότητα της καπιταλιστικής κρίσης. Ο αντιγερμανισμός εξαρχής υιοθετήθηκε από τις αστικές δυνάμεις. Όσο πιο φανατικά είναι υπέρ της ΕΕ και της «τήρησης των υποχρεώσεων της χώρας» άλλο τόσο λοιδορούν τη Γερμανία και την ηγεσία της σαν κατώτερες των περιστάσεων. Καθώς ο αντιγερμανισμός από τα πάνω ενώνεται μ’ αυτόν από τα κάτω εμφανίζεται ένα τόξο μέσα στο οποίο κανείς δεν ξέρει ποιος είναι ποιος. Συγκαλύπτουν έτσι τα ταξικά τους συμφέροντα που ικανοποιούνται απ’ την κατάργηση των εργατικών κατακτήσεων ενώ ταυτόχρονα προσπαθούν να στερήσουν το κίνημα απ’ την αναγκαία αντικαπιταλιστική προοπτική. Εστιάζοντας στον Ράιχενμπαχ σαν γκαουλάιτερ της Γερμανίας και όχι σαν «κομισάριο» του ευρωπαϊκού και ελληνικού κεφαλαίου δεν βλέπουν οι εργαζόμενοι τον Μπόμπολα, τον Μάνεση της Ελληνικής Χαλυβουργίας, τον Λαυρεντιάδη και άλλα τέτοια μπουμπούκια. Δυσκολεύεται έτσι η διεθνιστική αλληλεγγύη μεταξύ των δοκιμαζόμενων εργατικών τάξεων στην Ευρώπη και σ όλον τον κόσμο (και στη Γερμανία). Εξάλλου, και το μαύρο μέτωπο ΠΑΣΟΚ-ΝΔ-ΛΑΟΣ διακηρύσσει με πάθος πως ό,τι κάνει το κάνει για τη σωτηρία της πατρίδας, για να βγει η χώρα από τη σημερινή της ανυποληψία, ενώ οι πλεονασματικοί προϋπολογισμοί έχουν γίνει η νέα μεγάλη ιδέα του έθνους.
Ένα ακόμα ζήτημα (ίσως και το σπουδαιότερο) είναι ότι απ’ την εθνική αντίσταση ενάντια στους ξένους που έχουν βάλει στόχο τη χώρα μας είναι πολύ εύκολη η διολίσθηση σ έναν αστικό εθνικισμό κλασσικού τύπου ενάντια στην Τουρκία, στην ΠΓΔΜ και στην Αλβανία, στην αντιπαράθεση για τις ΑΟΖ (αποκλειστικές οικονομικές ζώνες) και στην αποδοχή της ιμπεριαλιστικής συμμαχίας Ελλάδας, Κύπρου, Ισραήλ. Αυτό το ενδεχόμενο είναι και το καταστροφικότερο.
Αντίθετα με το έθνος, η δημοκρατία είναι το πιο πρόσφορο πεδίο ανάδειξης των εργατικών συμφερόντων. Φέρει ισχυρή την σφραγίδα των αγώνων των καταπιεζόμενων. Οι κυρίαρχες τάξεις ποτέ δεν αισθάνθηκαν άνετα μαζί της. Αποτελούσε πάντα ένα σκάνδαλο. Αυτό είναι ότι κανένας δεν είναι απ’ τη φύση πιο κατάλληλος να κυβερνήσει από κάποιον άλλο. Η οποιαδήποτε ανωτερότητα θεμελιώνεται πάνω στην απουσία ανωτερότητας. Η γνώμη ενός γαιοκτήμονα της αρχαιότητας μετρούσε το ίδιο με ενός «βάναυσου» (χειρώνακτα). Το έθνος παραπέμπει στην ενότητα ενώ η δημοκρατία στη διαπάλη, το έθνος παραπέμπει σε πολέμους ενώ η δημοκρατία σε επαναστάσεις, το έθνος συνδέεται με βασιλιάδες, στρατηγούς, εθνάρχες και πάσης φύσεως σωτήρες ενώ η δημοκρατία με αγωνιζόμενους λαούς, το έθνος απαιτεί πίστη και υποταγή ενώ η δημοκρατία δημόσιο διάλογο και ορθολογισμό.
Ιδίως σήμερα που καπιταλισμός και δημοκρατία καθίστανται όλο και περισσότερο έννοιες ασύμβατες, σήμερα που οι σύγχρονοι «επαΐοντες» (τεχνοκράτες και επίτροποι) κυβερνούν η δημοκρατία ξαναγυρνά στις ρίζες της. Με νέο τρόπο ξανασυνδέεται με τις εργατικές ανάγκες. Η αραβική άνοιξη, οι εργατικοί αγώνες στις χώρες της ΕΕ ξαναπιάνουν το κομμένο νήμα απ τους Άγγλους χαρτιστές του 1839, την «κόκκινη και όχι τρίχρωμη δημοκρατία» που ζητούσαν οι εργάτες του Παρισιού τον Ιούνη του 1848 και την «κοινωνική δημοκρατία» που διεκδικούσε το εργατικό κίνημα του 19ουαιώνα. Ακόμα και η τυπική καθολική ψηφοφορία δεν είναι απλά και μόνο τυπική. Αν ήταν έτσι δεν θα είχαν γίνει τόσα πραξικοπήματα στην ιστορία και θα γίνονταν εκλογές στη Συρία και στη Βόρεια Κορέα.
Στη σημερινή συγκυρία που η αντικαπιταλιστική ανατροπή της επίθεσης του κεφαλαίου και των μηχανισμών του είναι αναγκαία ακόμα και για την επιβίωση της εργαζόμενης πλειοψηφίας, το λαϊκό κίνημα χρειάζεται μια δημοκρατία από τα κάτω στους χώρους δουλειάς και κατοικίας, που να περιλαμβάνει συνελεύσεις και αντιπροσώπους αιρετούς και ανακλητούς, που να συνδυάζει τον αποφασιστικό ρόλο της βάσης με τον συγκεντρωτισμό που απαιτείται για όργανα μάχης. Αλλά πάνω απ’ όλα αυτά τα όργανα επιβολής της λαϊκής θέλησης πρέπει να ορθώνονται σαν αντίπαλο δέος απέναντι στους αστικούς θεσμούς. Αυτή η δημοκρατία αντιπαλεύει και θα αποτινάξει το ζυγό των υπερεθνικών ιμπεριαλιστικών οργανισμών. Αυτό είναι και το επίκαιρο νόημα της λαϊκής κυριαρχίας ενάντια στη σύγχρονη δικτατορία του κεφαλαίου.
Παρ όλα αυτά παραμένει βεβαίως το ερώτημα: είναι έγκλημα καθοσιώσεως να περιγράψει κάποιος την κατάσταση της Ελλάδας σήμερα σαν αποικία, προτεκτοράτο ή κατοχή να μιλάει για εθνική ανεξαρτησία και να στιγματίζει σαν δωσίλογους τους κυβερνώντες;
Εξαρτάται ποιος τα λέει όλα αυτά. Αν είναι ένας εργαζόμενος που τώρα καταλαβαίνει ποιο μέλλον του επιφυλάσσεται, κάποιος που μέχρι χθες ψήφιζε τα αστικά κόμματα, κάποιος που ποτέ μέχρι τώρα δεν είχε συγκρουστεί με το αφεντικό του και δεν είχε ποτέ απεργήσει, τότε οι απόψεις του αυτές είναι ίσως ένας πλάγιος δρόμος ριζοσπαστικοποίησης ακόμα και ένδειξη διάθεσης συμμετοχής στο κίνημα. Είναι λογικό να αξιοποιεί ιδέες και αξίες που του είναι οικίες. Τα πράγματα όμως είναι διαφορετικά αν μια τέτοια γραμμή διατυπώνεται από μια πολιτική οργάνωση, έναν διανοούμενο, μια συλλογικότητα της αριστεράς. Σε αυτή την περίπτωση έχουμε μιαν αντίστροφη πορεία. Στη σημερινή συγκυρία της δομικής κρίσης του καπιταλισμού δεν σημαίνει τίποτε άλλο παρά συνειδητή καθήλωση στην αστική ηγεμονία. Μπορεί βέβαια η αριστερά να αποκαλύπτει τις αντιφάσεις και την υποκρισία του εθνοσωτήριου έργου των ελλήνων κεφαλαιούχων που είναι όπως έλεγε και ο ποιητής «πατριώτες και θρήσκοι, πουλάνε πατρίδα και Θεό για λίγες δεκάρες». Σε καμιά περίπτωση όμως δεν μπορεί να υπερασπίζεται κάτι που ποτέ δεν της ανήκε. Ξαναγυρνώντας στο παράδειγμα της Κομμούνας του Παρισιού, ας δούμε τι έγραψε ο Λένιν τον Μάρτιο του 1908 αναφερόμενος στην Κομμούνα και στον ηρωικό και πασίγνωστο τότε και τώρα επαναστάτη Μπλανκί: «η ιδέα του πατριωτισμού είχε τις ρίζες της στη Μεγάλη Επανάσταση του 18ου αιώνα (1789), και αυτή η ιδέα κυριαρχούσε στο μυαλό των σοσιαλιστών της Κομμούνας, ενώ ο Μπλανκί λόγου χάριν, αναμφισβήτητος επαναστάτης και φλογερός οπαδός του σοσιαλισμού δεν βρήκε για την εφημερίδα του καταλληλότερο τίτλο από αυτή την αστική κραυγή: “η Πατρίς εν κινδύνω”. Η συνένωση αυτών των δύο αντικρουόμενων καθηκόντων του πατριωτισμού και του σοσιαλισμού, ήταν το μοιραίο λάθος των γάλλων σοσιαλιστών». Το σημερινό καθήκον επομένως της αριστερά, ιδίως της επαναστατικής δεν είναι να εκφράσει τις λαϊκές μάζες γενικά ή την εργατική τάξη γενικά αλλά την τάση χειραφέτησής της. Ο Μπρεχτ ειρωνευόμενος την ανατολικογερμανική κυβέρνηση για την περιφρόνηση της λαϊκής βούλησης του 1953, τελειώνει το ποίημά του λέγοντας «δεν θα ‘ταν τότε πιο απλό η κυβέρνηση να διαλύσει τον λαό και να εκλέξει έναν άλλο;». Αν όμως το καθήκον μιας εκλεγμένης κυβέρνησης είναι να εκφράζει το λαό, αυτό της αριστεράς είναι να τον αλλάξει ή αλλιώς (για να ειπωθεί με έναν απόλυτο και προκλητικό τρόπο) να «καταργήσει» αυτόν το λαό και να συγκροτήσει έναν άλλο.