Σήμερα προμηθεύεται δωρεάν τρόφιμα από το κοινωνικό παντοπωλείο του δήμου Αθηναίων και κοιμάται σε μια γκαρσονιέρα στον Νέο Κόσμο, χωρίς όμως να αντέχει να πληρώσει φως, νερό, τηλέφωνο.
Γνωρίζει ότι είναι ζήτημα χρόνου μέχρι να βρεθεί σε κάποιο παγκάκι της Αθήνας, παλεύοντας για την επιβίωσή του τις κρύες ώρες του χειμώνα.
Τα αίτια
Ο κυρ Στέλιος είναι ένας από τους εκατοντάδες επιχειρηματίες που νικήθηκαν από την τρικυμία της κρίσης και βρέθηκαν κυριολεκτικά στο πεζοδρόμιο.
Δάνεια, χρέη, υποθήκες και μεγάλη δόση ατυχίας είναι οι λέξεις-κλειδιά που αποκαλύπτονται πίσω από κάθε δραματική ιστορία νεόπτωχου, ο οποίος περπατά ανέκφραστος στον δρόμο του νεοαστέγου.
Πρώην υπάλληλοι με καλές αμοιβές, βιοτέχνες που επιχείρησαν να αναπτυχθούν και βρέθηκαν στο κενό της κρίσης, έμποροι που τα έχασαν όλα μέσα σε δυο μήνες, αλλά και πολλοί άλλοι που κρύβουν το πρόσωπο και το όνομά τους από συγγενείς και φίλους, «για να μη μάθουν την τωρινή κατάντια», πλημμυρίζουν το κέντρο της Αθήνας και διαβιούν ψάχνοντας για ένα πιάτο φαΐ στα συσσίτια του δήμου ή της Αρχιεπισκοπής.
Τα «γέρικα άλογα»
«Μπορεί να είμαι 65, αλλά τα χέρια μου αντέχουν ακόμα», περιγράφει ο κυρ Τάσος, πρώην ιδιοκτήτης καταστήματος με εκκλησιαστικά είδη, το οποίο έκλεισε πριν από δύο χρόνια, αλλά ακόμα «καταζητείται» για οφειλές προς το Δημόσιο. Ζητάει δουλειά, αλλά κανείς δεν του προσφέρει και συμβιβάστηκε με τη μοίρα του «γέρικου αλόγου», το οποίο, όπως λέει χαρακτηριστικά, «κανείς δεν αντέχει να ταΐζει». Μοναδική όαση στην έρημο της κρίσης αποτελεί το Κέντρο Υποδοχής Αστέγων στην οδό Πειραιώς 35, αλλά και η ανώνυμη ευαισθησία των γειτόνων, οι οποίοι, σαν από μηχανής θεός, παρεμβαίνουν και σώζουν ζωές, όπως ακριβώς έκανε τον περασμένο Δεκέμβριο μια νεαρή γυναίκα στην πλατεία Αμερικής, σώζοντας -με δυο κουβέρτες- τον 57χρονο άστεγο Γιάννη, ο οποίος, ηττημένος από το ψύχος στο παγκάκι, περίμενε μοιρολατρικά το τέλος.
«Νιώθω τυχερός που γλίτωσα από τον θάνατο»
Ο 57χρονος Γιάννης Ρήγας πέρασε τρία χρόνια στα παγκάκια της πλατείας Αμερικής και λίγο πριν από την Πρωτοχρονιά, με παρέμβαση του προέδρου του Κέντρου Υποδοχής Αστέγων του δήμου Αθηναίων, εγκαταστάθηκε σε ένα δυάρι διαμέρισμα, το οποίο παραχώρησαν δωρεάν οι ιδιοκτήτες του. « Ξέρεις πώς είναι να σε παγώνει το κρύο; Ξεκινάει από τα πόδια, σε μουδιάζει και, λίγο πριν φτάσει στον αυχένα σου, έχεις αποφασίσει ότι όλα τελειώνουν», περιγράφει συγκινημένος και θυμάται την κοπέλα που τον λυπήθηκε, βγήκε με δυο κουβέρτες από το μαγαζί όπου εργαζόταν και τον σκέπασε: «Με έσωσε αυτή η κοπέλα, καλή της ώρα όπου και να βρίσκεται. Αλλά και οι γείτονες με φρόντιζαν, όποτε μπορούσαν, μ’ ένα σάντουιτς, μια πορτοκαλάδα, ό,τι μπορούσε ο καθένας. Δεν ήταν πάντα εύκολο, έχω μείνει και 4 ημέρες χωρίς φαγητό». Επί 28 χρόνια δούλευε ως μάγειρας σε πλοία, αλλά η κρίση τον άφησε άνεργο: «Είχα ένα σπίτι και το έγραψα γονική παροχή στο παιδί μου, γι’ αυτό δεν μπορώ να μπω στην πρόνοια και, επομένως, δεν μπορώ να προμηθευτώ δωρεάν τρόφιμα από το κοινωνικό παντοπωλείο». Τους πρώτους 8 μήνες ως άστεγος, ο Γιάννης Ρήγας τους πέρασε μέσα στο παλιό του αυτοκίνητο. «Ομως, είχα παραδώσει τις πινακίδες, λεφτά για καύσιμα δεν υπήρχαν και μια ημέρα το πήρε γερανός του δήμου». «Το βράδυ δεν μπορείς να κοιμηθείς έξω. Δεν υπάρχει ασφάλεια, κοιμάσαι με το ένα μάτι ανοιχτό», περιγράφει και τονίζει εμφατικά ότι περισσότερο τον ενοχλούσε ο τρόπος που τον κοιτούσαν κάποιοι περαστικοί: «Νομίζουν ότι, για να κοιμάσαι στο παγκάκι, έκανες μεγάλο κακό και είσαι περιθωριακός». Λίγες ημέρες πριν εγκατασταθεί στο δυάρι, παραμονή Χριστουγέννων, είδε τους δύο ανήλικους γιους του να λένε τα κάλαντα στην πλατεία Αμερικής και κρύφτηκε για να μην τον δουν: «Βγήκαν τα παιδάκια μου για να πουν τα κάλαντα και τα απέφευγα, γιατί δεν είχα να τους δώσω ούτε ένα ευρώ». Ο Γιάννης Ρήγας βρήκε στέγη χάρη στην αγάπη των ιδιοκτητών του διαμερίσματος, οι οποίοι κράτησαν την ανωνυμία τους, όμως χρειάζεται ένα κρεβάτι, ένα μικρό ψυγείο και μια κουζίνα για να εξυπηρετήσει τις καθημερινές του ανάγκες.
«Με φάγανε τα δάνεια»
Ο 62χρονος συνταξιούχος του ΟΓΑ, πρώην ιδιοκτήτης ξενοδοχείου στη Μύκονο, ταπετσέρης τον χειμώνα στην Αθήνα, παίρνει σύνταξη 340 ευρώ. Ο κυρ Στέλιος προμηθεύεται τρόφιμα από το κοινωνικό παντοπωλείο χωρίς να πληρώνει και ζει σε γκαρσονιέρα στον Νέο Κόσμο, χωρίς όμως να μπορεί να πληρώσει τους λογαριασμούς των ΔΕΚΟ: «Μη με παίρνεις στο πρόσωπο, φωτογράφισέ με από πίσω», ζητάει, για να μην αποκαλυφθεί στα 4 παιδιά και τα έξι εγγόνια του: «Τα παιδιά μου έχουν πάρει τον δρόμο τους», λέει και αναπολεί την εποχή που ήταν «άρχοντας»: «Ημασταν άρχοντες και γίναμε ζητιάνοι. Με φάγανε οι τράπεζες και τα δάνεια. Τώρα ξέρω ότι το μονοπάτι που βαδίζω είναι δύσκολο και πρέπει να το περπατήσω μόνος».
«Το κράτος μου κάνει πλάκα»
Ο Σπύρος Αλευρογιάννης, 68 χρόνων, συνταξιούχος βιοτέχνης, πήρε την κατιούσα την εποχή των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας: «Διατηρούσα βιοτεχνία ένδυσης στο Γκάζι, αλλά με μετακίνησαν εξαιτίας της ενοποίησης των αρχαιολογικών χώρων. Ο ιδιοκτήτης του μαγαζιού δεν μου έδωσε αποζημίωση γιατί, όπως υποστήριξε, ούτε αυτός αποζημιώθηκε από το Δημόσιο. Από εκεί ξεκίνησε η κατηφόρα». Τα χρέη και οι δυσκολίες τον οδήγησαν στην ανεργία, παρασύροντας στην ένδεια και την οικογένειά του: «Η σύζυγός μου είναι άνεργη, τα τρία μου παιδιά είναι άνεργα και όλοι ζούμε με τα 909 ευρώ σύνταξη που λαμβάνω τον μήνα. Τώρα μου ζητάνε να πληρώσω επίδομα αλληλεγγύης 149 ευρώ και νιώθω ότι το κράτος μού κάνει πλάκα. Μα, είναι σοβαροί;». Από άρχοντας, έγινα υπάρχοντας, λέει ο κύριος Σπύρος, εξηγώντας ότι παλεύει για την ύπαρξη του εαυτού και της οικογένειάς του: «Πάω στη λαϊκή αγορά στις δύο το μεσημέρι, για να πέσει η τιμή του γαύρου και να τον αγοράσω όσο πιο φθηνά μπορώ».
Πρώην φούρναρης, νυν άπορος
Ο 51χρονος Γιώργος Μπεφάνης ήταν ιδιοκτήτης δύο αρτοποιείων: «Τα έχασα και τα δύο εξαιτίας της κρίσης, αλλά και των λαθεμένων επιλογών που έκανα». Φιλοξενείται σε έναν ξενώνα στο κέντρο της Αθήνας, καθώς δεν έχει σπίτι, και πριν από λίγες ημέρες έδωσε συνέντευξη σε μεγάλο αμερικανικό τηλεοπτικό δίκτυο (CNN), λέγοντας: «Αν κάποιος μου έλεγε πριν από 10 χρόνια ότι θα κατέληγα εδώ, θα το θεωρούσα κακόγουστο αστείο».
«Είμαι 36 και μοιάζω για 50»
Ο 36χρονος Ιωάννης Κατσάρης διατηρούσε παλαιοπωλείο στον Γέρακα: «Ζητιανεύω και κοιμάμαι στον δρόμο. Δεν ντρέπομαι να το παραδεχθώ. Αυτή είναι η αλήθεια». Κινείται καθημερινά κατά μήκος της οδού Πειραιώς και έμπλεξε με τους εμπόρους του θανάτου: «Οι άλλοι ψάχνουν μόνο για φαγητό, εγώ ψάχνω και για τις ουσίες που θα με κάνουν να ονειρευτώ ότι δεν ζω στην κόλαση», λέει και συμπληρώνει: «Είμαι άνθρωπος, έχω αξιοπρέπεια και πρέπει να ζήσω».
«Θέλω να φύγω από την Ελλάδα»
Ο 20χρονος Αλέξης, πρώην σερβιτόρος, κοιμάται στον δρόμο καθώς, παρά την επίμονη προσπάθεια να βρει δουλειά, δεν τα κατάφερε: «Εναν χρόνο ψάχνω για δουλειά αλλά δεν υπάρχει τίποτα». Δεν τελείωσε το σχολείο και δεν έχει χρήματα για να ταξιδέψει στο εξωτερικό: «Αν είχα χρήματα να βγάλω ένα εισιτήριο, θα έφευγα για να ξεφύγω από την εξαθλίωση. Εδώ δεν μου δίνουν δουλειά και είμαι υποχρεωμένος να έρχομαι στα συσσίτια του δήμου, για να μην πεθάνω από ασιτία».