Η «σωτηρία της πατρίδας» (raison d’ etat) -που την ταυτίζουν με τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους και τη συνοδεύουν...
με μέτρα δήθεν «εκτάκτου ανάγκης»- προβάλλεται ως μοναδικό και έσχατο επιχείρημα από τα καθεστωτικά πολιτικά κόμματα.
Το «όχι», η άρνηση, η «ανταρσία», «η σωτηρία του λαού» προβάλλεται ποικιλότροπα και ιδιωματικά από τις κοινοβουλευτικές και εξωκοινοβουλευτικές δυνάμεις του ριζοσπαστικού πολιτικού χώρου.
Εδώ, το πολιτικό διακύβευμα των αντικειμένων λόγων -από τη μια «πατρίδα», από την άλλη «λαός»- ηθικοποιεί δύο αντιθετικές, απόλυτες βουλήσεις. Εδώ, οι ad hominem πολεμικές απομακρύνονται εμφανώς από τη διαλεκτική και επιστημονική ανάλυση των αντικειμενικών και υποκειμενικών συνθηκών της ταξικής ελληνικής κοινωνίας, και οδηγούν σε μια «λακανικού» τύπου ψυχολογικοποίηση (που επιτρέπει να επιρρίψει κανείς το περιεχόμενο ενός μηνύματος στο πρόσωπο αυτού που το έγραψε ή το διέδωσε, να το αποδώσει σε προσωπικά κίνητρα, να το αναγάγει αποκλειστικά και μόνο στην υποκειμενικότητα), μια «λακανικού» τύπου διχαστική άρνηση.
Γράφει ο Λακάν: «(…) η άρνηση προέρχεται από το ασυνείδητο, όπως το αναδεικνύει τόσο όμορφα στα γαλλικά το μόριο “ne”, αυτό το διχαστικό “ne” που δεν υπαγορεύεται καθόλου από καμία αναγκαιότητα του εκφερομένου: Αυτό το “Je crains qu’ il ne vienne”, που θέλει να πει ότι φοβάμαι ότι θα έρθει, αλλά ταυτόχρονα εξυπονοεί πόσο έντονα επιθυμώ κάτι τέτοιο»(J. Lacan, διάλεξη στο Πανεπιστήμιο Saint-Louis των Βρυξελλών, 09-03-1960).
Ας μην εθελοτυφλούμε: «η ιδιομορφία της δομικής κρίσης του ελληνικού καπιταλισμού, που τον καθιστά επίκεντρο της ψυχροπολεμικής σύγκρουσης ΗΠΑ/δολαρίου-Γερμανίας/Ε.Ε./ευρώ, από την μιά, και η οξύτατη πολιτική-ιδεολογική-οργανωτική κρίση του αντικαπιταλιστικού κινήματος από την άλλη, επικαθορίζουν και διαμορφώνουν τις σκληρές κι εφιαλτικές συνθήκες της σημερινής συγκυρίας.
Σήμερα, οι μισθοσυντήρητοι και τα λαϊκά στρώματα έρχονται αντιμέτωποι με την ωμή πραγματικότητα του ταξικού καπιταλιστικού κοινωνικού συστήματος, καθώς και με τα συμφέροντα που προσωποποιούνται στο Κράτος, στα καθεστωτικά πολιτικά κόμματα και τους ιδεολογικούς-πολιτικούς απολογητές της άρχουσας τάξης, απροετοίμαστοι πολιτικά και χωρίς τα αναγκαία οργανωτικά μέσα που απαιτούν οι περιστάσεις».
Ας μην εθελοτυφλούμε: το αίτημα που εγείρεται επιτακτικά, σήμερα, είναι η συγκρότηση ενός πολιτικού μαζικού κινήματος των δυνάμεων της εργασίας και του πολιτισμού, το αίτημα να συντονιστούν σε κοινή, δηλαδή ηγεμονική πολιτική κατεύθυνση και στόχευση οι μισθοσυντήρητοι του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, ενδιάμεσες κατηγορίες του οικονομικά ενεργού πληθυσμού και τμήματα της αστικής τάξης της χώρας που δεν υπηρετούνται από τα σημερινά καθεστωτικά κόμματα.
Ας μην εθελοτυφλούμε: «χωρίς την ύπαρξη μαζικού ταξικού λαϊκού κινήματος είναι αδύνατον να εκπροσωπηθούν και να υπηρετηθούν αποτελεσματικά τα λαϊκά συμφέροντα (και σε περιόδους οικονομικής κρίσης και σε περιόδους οικονομικής ανάπτυξης, και μέσα στην ΕΕ κι έξω απ’ την ΕΕ, και με ευρώ και χωρίς ευρώ, κλπ), είναι αδύνατον να προκύψουν συνθήκες για ένα καλύτερο παρόν κι ένα ελπιδοφόρο μέλλον».
Η σημερινή κυρίαρχη ανάγνωση της μετωπικής ενότητας από τα αριστερά κι εν γένει από τα ριζοσπαστικά πολιτικά σχήματα κατά τη γνώμη μας αναβιώνει, με μια σύγχρονη μεταμοντέρνα αντίληψη και με μια συγχρονική πολιτική ορολογία, άλλοτε τη στρατηγική εκδοχή του 6ου συνεδρίου της Κομμουνιστικής Διεθνούς (1928) -που οδήγησε, με τραγικές συνέπειες όπως γνωρίζουμε όλοι, στην ήττα του εργατικού και λαϊκού κινήματος στην Ευρώπη, και άλλοτε τηστρατηγική εκδοχή των λαϊκο-μετωπικών σχημάτων του 7ου συνεδρίου της Κομμουνιστικής Διεθνούς (1935) -που όπως γνωρίζουμε είχε σαν συνέπεια την διάλυση της Διεθνούς, την αναγόρευση της Μόσχας σε ενιαίο καθοδηγητικό κέντρο του παγκόσμιου κινήματος και στον εκφυλισμό του εργατικού και επαναστατικού κινήματος στην Ευρώπη και τον κόσμο. Οι ευρωκομμουνιστικές στρατηγικές, από τον Καρίγιο και τον Μπερλιγκουέρ ως τα κινήματα του αριστερού ευρωκομμουνισμού και της «ευρωπαϊκής αριστεράς», αποτελούν, κατά τη γνώμη μας, αιρετικές παραφθορές της λαϊκομετωπικής στρατηγικής.
Η αμυντική πολιτική του «όχι» στα αντιλαϊκά μέτρα των κυβερνήσεων Παπανδρέου-Παπαδήμου/ΤΡΟΪΚΑΣ, και ταπολιτικά συνθήματα «ΑΝΥΠΑΚΟΗ, ΑΝΤΑΡΣΙΑ, κλπ.» που προβάλλονται, ιδιότυπα και ιδιωματικά, από τον αντιεξουσιαστικό χώρο, τους αναρχικούς και πολλές αριστερές οργανώσεις για την αφύπνιση του λαού, ανήκουν σε μία πολιτική σχολή, που αντιμετωπίζει τις κοινωνικές τάξεις και την κοινωνία εν γένει ως σύνολα μεμονωμένων φυσικών προσώπων, που δεν βλέπει μέσα στο άτομο την εκδήλωση του διαλεκτικά «γενικού» και του διαλεκτικά «μερικού», που δεν αντιλαμβάνεται το άτομο ως σύνολο κοινωνικών και ιδεολογικών σχέσεων. Αυτός είναι και ο λόγος που τα συνθήματα αυτά αντί ν’ αφυπνίζουν- συσκοτίζουν, αντί να ενοποιούν- περιχαρακώνουν, αντί να κινητοποιούν- οδηγούν στην παθητικότητα.
Όσο κι αν επιχειρούν οι φορείς των συνθημάτων αυτών να εμφανίζονται, άλλοτε σαν «ορθόδοξοι» φορείς του μαρξισμού, άλλοτε σαν φορείς της «ανανεωμένης» διαλεκτικής άποψης για την κοινωνία, κι άλλοτε σαν αντικαπιταλιστές, αντιεξουσιαστές κλπ., είναι στην πράξη, άλλοτε εκφραστές ενός εκσυγχρονισμένου φιλοσοφικού νομιναλισμού, κι άλλοτε φορείς των πιο αντιδραστικών αντιλήψεων της θεωρησιακής φιλοσοφίας. Ουσιαστικά, μεταφέρουν πρακτικά στο χώρο της πολιτικής τις παλιές σχολαστικές συζητήσεις που είχαν χωρίσει τους νομιναλιστές και τους ρεαλιστές του μεσαίωνα, ξιφουλκώντας μεταξύ τους για τον τρόπο αντιμετώπισης της σημερινής πολιτικής συγκυρίας. Και οι μεν φερόμενοι σαν «ορθόδοξοι» μαρξιστές αντιμετωπίζουν τις τάξεις και την κοινωνία κατά τον τύπο των «universals» της καθολικής εκκλησίας, οι δε άλλοι σαν εκπρόσωποι του νεοθετικισμού ή του κριτικού ορθολογισμού κλπ.κλπ.
Ο πολιτικοί όροι «ΑΝΤΑΡΣΙΑ, ΑΝΥΠΑΚΟΗ» κλπ., στην νεώτερη πολιτική ιστορία, έχουν κοινό εννοιολογικό περιεχόμενο και αναλύθηκαν θεωρητικά και εμπεριστατωμένα για πρώτη φορά από τον ατομικιστή αναρχικό Μαξ Στίρνερ στο έργο του «Ο Μοναδικός και η ιδιοκτησία του». Γράφει ο Στίρνερ:
«Η επανάσταση συνίσταται στο ν’ ανατρέψουμε την υπάρχουσα τάξη ή τα κατεστημένα του Κράτους και της κοινωνίας. Αυτή είναι, επομένως, μια πολιτική και κοινωνική ενέργεια. Η ανταρσία έχει για συνέπεια αναπόφευκτη μια ανατροπή της καθιερωμένης τάξης, αλλά δε βρίσκεται εδώ η αφετηρία της, αυτή απορρέει από το γεγονός ότι οι άνθρωποι είναι δυσαρεστημένοι με τον ίδιο τον εαυτό τους. Αυτή είναι ένας ξεσηκωμός των ατόμων, ένα ανέβασμα αδιάφορο για τους θεσμούς που απ’ αυτόν θα υψωθούν. Η επανάσταση απόβλεπε να καθιερώσει νέους θεσμούς. Η ανταρσία μας οδηγεί να μην επιτρέψουμε πια να αλλοτριωθούμε μέσα στους θεσμούς, αλλά αντίθετα να οργανώσουμε τους ίδιους τους εαυτούς μας. Αυτή δεν είναι μια μάχη ενάντια στην υπάρχουσα τάξη, αφού αν πετύχει η υπάρχουσα τάξη γκρεμίζεται από μόνη της, αυτή είναι απλώς η προσπάθεια που κάνω για να αποδεσμευτώ από την υπάρχουσα τάξη. Αν εγώ αποδεσμευτώ από την υπάρχουσα τάξη, αυτή είναι νεκρή και μπαίνει σε αποσύνθεση κλπ.κλπ.» (Μαξ Στίρνερ, Ο Μοναδικός και η ιδιοκτησία του).
Ο Μαρξ και ο Ένγκελς -κι όχι μόνο- έχουν ασκήσει εξουθενωτική κριτική σ’ αυτές τις απόψεις, κι έχουν αποδείξει, με τρόπο επιστημονικό και απόλυτο, το πόσο βλαπτικές είναι για το κίνημα.
Ας επανέλθουμε στην 1η θέση/πρόταση του ΜΑΑ, μια θέση που ακριβώς εκδηλώνει τη στρατηγική της μαζικής γραμμής, τον χρυσό κανόνα της διαλεκτικής κοσμοθεωρίας για την πράξη. «Ο λαός έχει πεισθεί ότι μια «ένωση δυνάμεων» αποτελεί προϋπόθεση για να αντιπαρατεθούμε στις πολιτικές καταστροφής της οικονομίας και κοινωνίας από την τρόικα. Η «ενότητα» υπάρχει ήδη, εν δυνάμει, μέσα στο λαό και εκφράζεται πολλαπλά: με τη συνύπαρξη πολιτών με τις πιο διαφορετικές πολιτικές καταγωγές και κοινωνικές εντάξεις, από όλο το φάσμα των ηλικιών, στις απεργίες, στις διαδηλώσεις και στις πλατείες» κλπ.
Ο ακρογωνιαίος λίθος της μαρξιστικής θεωρίας για την πράξη εδράζεται στη στρατηγική της «μαζικής γραμμής». Στις ιδιαίτερες συνθήκες ύπαρξης της κάθε καπιταλιστικής κοινωνίας, η στρατηγική της μαζικής γραμμής συγκεκριμενοποιείται πολιτικά στην τακτική του «ενιαίου μετώπου» των δυνάμεων της κοινωνικής αριστεράς, και αποσκοπεί στην πολιτική ενοποίηση της εργατικής τάξης και την ηγεμονική-διευθυντική συμμαχία της με πλειονοψηφικά τμήματα των ενδιάμεσων διαστρωματώσεων του οικονομικά ενεργού πληθυσμού.
Η στρατηγική της «μαζικής γραμμής» δεν οριοθετείται «σε ένα ιδεώδες στο οποίο πρέπει να προσαρμοστεί η πραγματικότητα», αλλά εκδηλώνει πρακτικά, με προγραμματικούς πολιτικούς στόχους και κατευθύνσεις, την κίνηση της πολιτικής δράσης που καταργεί την υπάρχουσα κατάσταση πραγμάτων. Δηλαδή, δεν εκδηλώνει «ένα θολό, αμφίσημο και με πολλαπλές αλληλοσυγκρουόμενες ερμηνείες και επιδιώξεις προσδιορισμό, όπως «αντιμνημονιακό», δεν μπορεί να περιορίζεται στο «όχι». Πρέπει να είναι του «ναι», να στηρίζεται σε ένα ελάχιστο πρόγραμμα που είναι σαφές και ταυτόχρονα τομή και ανατροπή σε σχέση με το σήμερα».
Όπως έχει γράψει επανειλημμένα το ΑΚΕΠ, ας αναλογιστούμε το φωτεινό παράδειγμα του κινήματος των πλατειών, εκείνων δηλαδή που ονομάστηκαν «Αγανακτισμένοι». Στο κίνημα αυτό, μάλλον, παρά τις ελλείψεις και τις μικρές του αβελτηρίες -σαν κι αυτήν της δήθεν «άμεσης δημοκρατίας» κλπ.- αντανακλάται με τον πιο καθαρό τρόπο η τρέχουσα κατάσταση ανάπτυξης μιας συλλογικής βούλησης, αφού αποτέλεσε, αναμφισβήτητα, μια πολυάριθμη τεράστια ένωση, διαδεδομένη σε τεράστια έκταση σε όλη τη χώρα, όπου εκπροσωπήθηκαν όλες οι αποχρώσεις των ιδιαίτερων απόψεων που υπάρχουν μέσα στον πληθυσμό.
Εδώ, η συλλογική βούληση εμφανίστηκε με διαφορετικές απόψεις ενωμένες κάτω από τη σκέπη ενός προγράμματος αντίστοιχης ακαθοριστίας, που ενώθηκαν αν και ετερόκλητες, όχι βέβαια λόγω της ανύπαρκτης ενιαίας συγκρότησης, αλλά λόγω της ενστικτώδους διαίσθησης του απλού γεγονότος ότι η κοινή προσπάθεια των «Αγανακτισμένων» για την επίτευξη των κοινών σκοπών (την ανατροπή των αντιλαϊκών μέτρων ΠΑΣΟΚ/τρόικας), τους ανύψωσε σε μια μεγάλη πολιτική δύναμη της χώρας.
Σε αυτές τις κολοσσιαίες συγκεντρώσεις εκατοντάδων χιλιάδων λαού, όπως και σε αυτές της 28ης Οκτωβρίου, δε μπορεί παρά να βλέπουμε μια τεράστια ποσότητα υπόκρυφης κοινωνικής δύναμης, η οποία μόλις έχει αρχίσει ν’ αναπτύσσεται, αργά αλλά σταθερά, σε πραγματική πολιτική δύναμη. Οι κοινωνικές δυνάμεις που μετείχαν στο κίνημα των πλατειών, κάτω από την πίεση των οικονομικών και πολιτικών γεγονότων της χώρας, ενδεχομένως θ’ αναζητήσουν σύντομα την ευθυκρισιακή οργανωτική και πολιτική τους έκφραση, και, σίγουρα, αποτελούν την πρώτη ύλη, από την οποία θα σχηματιστεί το μέλλον του ελληνικού εργατικού και λαϊκού κινήματος και, μαζί μ’ αυτό, το μέλλον της ελληνικής κοινωνίας γενικά.