Δέκα χρόνια συμπληρώνονται φέτος από τότε που για πρώτη φορά ήρθε στη ζωή μας το ευρώ. Οι προσδοκίες που γέννησε η είσοδος του στη ζωή του ήταν τεράστιες.
Όλοι μας πιστεύαμε πως ένα «σκληρό» νόμισμα θα αποτελούσε την αιχμή του δόρατος της ανάπτυξης της πολύπαθης, και τότε, ελληνικής οικονομίας. Με την είσοδο του ευρώ πιστέψαμε πως η ζωή μας θα άλλαζε προς το καλύτερο. Η κατάργηση, για τις χώρες της Ευρωπαϊκής ένωσης, των συναλλαγματικών ισοτιμιών έδιωξε πάνω από πολλές επιχειρήσεις ένα χρόνιο βραχνά.
Τα προβλήματα, όμως, δεν άργησαν να φανούν. Οι μετατροπές των μισθών έγιναν στο ακέραιο ενώ όλα τα άλλα στρογγυλοποιήθηκαν προς τα πάνω. Το παλιό κατοστάρικο αντικαταστήθηκε από το 1 ευρώ(340,75 δραχμές), μία αύξηση του κόστους ζωής κατά 3,4 φορές. Τη διαφορά αυτή του κόστους ζωής, οι τότε κυβερνώντες, φρόντισαν να την καλύψουν με αθρόα χορήγηση από τις τράπεζες δανείων και καρτών. Ζούσαμε σε μια εικονική ευημερία, τα αποτελέσματα τις οποίας βιώνουμε σήμερα. Ήμασταν φτωχοί και ζούσαμε με δανεικά, γιατί αυτό μας είχαν πείσει ότι είναι το οικονομικά ορθόν. Αλήθεια σήμερα τι λένε όλοι αυτή. Επιπλέον, τι οικονομική και νομισματική ένωση είναι αυτή, όταν και για τις ενδοκοινοτικές συναλλαγές υπάρχουν τελωνεία και δασμοί;
Ίσως τελικά να μην ήμασταν έτοιμοι για μια τέτοια αλλαγή, τόσο σαν άτομα, όσο πολύ περισσότερο σαν ελληνική οικονομία. Έχουμε φτάσει όλοι μας σε ένα σημείο οριακό. Οι υποχρεώσεις τρέχουν, οι φόροι αυξάνονται και οι μισθοί και τα εισοδήματά μας συρρικνώνονται. Είτε είναι σωστό, είτε λάθος όλοι ανατρέξαμε, έστω και νοερά, στην εποχή της καλής δραχμής, που πριν δέκα χρόνια αποτινάξαμε από πάνω μας ,σαν το δυνάστη όλων μας των κακών.
Σίγουρα, σήμερα, μπορεί να μην είναι λύση η επιστροφή στην παλιά καλή δραχμούλα μας, όμως σίγουρα δεν πρέπει να φοβόμαστε αυτήν την νέα αλλαγή, γιατί ίσως είτε από επιλογή δική μας, είτε από εξαναγκασμό μπορεί να γυρίσουμε στην εποχή πριν το 2002.
Και πριν το 2002 ζούσαμε και μετά την νέα αλλαγή θα ζούμε. Δεν χρειάζεται να επιδιώκουμε την επιστροφή στη δραχμή, αλλά από την άλλη σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να μας φοβίζει μία τέτοια εξέλιξη.
Όλοι μας πιστεύαμε πως ένα «σκληρό» νόμισμα θα αποτελούσε την αιχμή του δόρατος της ανάπτυξης της πολύπαθης, και τότε, ελληνικής οικονομίας. Με την είσοδο του ευρώ πιστέψαμε πως η ζωή μας θα άλλαζε προς το καλύτερο. Η κατάργηση, για τις χώρες της Ευρωπαϊκής ένωσης, των συναλλαγματικών ισοτιμιών έδιωξε πάνω από πολλές επιχειρήσεις ένα χρόνιο βραχνά.
Τα προβλήματα, όμως, δεν άργησαν να φανούν. Οι μετατροπές των μισθών έγιναν στο ακέραιο ενώ όλα τα άλλα στρογγυλοποιήθηκαν προς τα πάνω. Το παλιό κατοστάρικο αντικαταστήθηκε από το 1 ευρώ(340,75 δραχμές), μία αύξηση του κόστους ζωής κατά 3,4 φορές. Τη διαφορά αυτή του κόστους ζωής, οι τότε κυβερνώντες, φρόντισαν να την καλύψουν με αθρόα χορήγηση από τις τράπεζες δανείων και καρτών. Ζούσαμε σε μια εικονική ευημερία, τα αποτελέσματα τις οποίας βιώνουμε σήμερα. Ήμασταν φτωχοί και ζούσαμε με δανεικά, γιατί αυτό μας είχαν πείσει ότι είναι το οικονομικά ορθόν. Αλήθεια σήμερα τι λένε όλοι αυτή. Επιπλέον, τι οικονομική και νομισματική ένωση είναι αυτή, όταν και για τις ενδοκοινοτικές συναλλαγές υπάρχουν τελωνεία και δασμοί;
Ίσως τελικά να μην ήμασταν έτοιμοι για μια τέτοια αλλαγή, τόσο σαν άτομα, όσο πολύ περισσότερο σαν ελληνική οικονομία. Έχουμε φτάσει όλοι μας σε ένα σημείο οριακό. Οι υποχρεώσεις τρέχουν, οι φόροι αυξάνονται και οι μισθοί και τα εισοδήματά μας συρρικνώνονται. Είτε είναι σωστό, είτε λάθος όλοι ανατρέξαμε, έστω και νοερά, στην εποχή της καλής δραχμής, που πριν δέκα χρόνια αποτινάξαμε από πάνω μας ,σαν το δυνάστη όλων μας των κακών.
Σίγουρα, σήμερα, μπορεί να μην είναι λύση η επιστροφή στην παλιά καλή δραχμούλα μας, όμως σίγουρα δεν πρέπει να φοβόμαστε αυτήν την νέα αλλαγή, γιατί ίσως είτε από επιλογή δική μας, είτε από εξαναγκασμό μπορεί να γυρίσουμε στην εποχή πριν το 2002.
Και πριν το 2002 ζούσαμε και μετά την νέα αλλαγή θα ζούμε. Δεν χρειάζεται να επιδιώκουμε την επιστροφή στη δραχμή, αλλά από την άλλη σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να μας φοβίζει μία τέτοια εξέλιξη.