tromaktiko: Έφυγε ο παγκόσμιος Έλληνας

Πέμπτη 26 Ιανουαρίου 2012

Έφυγε ο παγκόσμιος Έλληνας



της Χρυσούλας Παπαϊωάννου
Τον θυμάμαι στα γυρίσματα που έκανε στο Ελληνικό για την ταινία του «Η σκόνη του χρόνου», στους χώρους του παλιού αεροδρομίου, μέσα σε μια τεράστια και σκοτεινή αποθήκη, ένα…
τοπίο στην ομίχλη. Ήταν το 2008 και ήμαστε συγκεντρωμένοι καμιά εικοσαριά, άλλοι περισσότερο κι άλλοι λιγότερο «ψαρωμένοι». Περιμέναμε μες στο κοφτερό ανοιξιάτικο κρύο να ανοίξουν οι σιδερένιες θεόρατες πόρτες της αποθήκης για να μπούμε στο γύρισμα της ταινίας, που εξελισσόταν παράλληλα με την Ιστορία του τελευταίου μισού του αιώνα και είχε για πρωταγωνιστές τέρατα υποκριτικής όπως ο Μπρούνο Γκαντς και ο Μισέλ Πικολί αλλά και η Ιρέν Ζακόμπ και ο Γουίλεμ Νταφόε. Ο Θόδωρος Αγγελόπουλος ήταν εκείνη την ημέρα κεφάτος, χαμένος στη δημιουργία, συγκεντρωμένος στη σκηνή του και ορεξάτος, με φόρα μικρού παιδιού. Που δεν την αντλούσε τότε μόνο από την ίδια τη χαρά της δημιουργίας, το σαράκι κάθε μεγάλου καλλιτέχνη, αλλά και από το γεγονός ότι είχε γίνει πρόσφατα παππούς. Αυτήν την εικόνα του θα κρατήσω: όταν έκανε ένα απότομο σάλτο, από τα σκαλιά ενός λεωφορείου μέσα στο γύρισμα, και στύλωσε τα πόδια του στο τσιμεντένιο έδαφος, αγέρωχος και δυνατός. Με εφηβική ορμή και κατακτημένη αυτοπεποίθηση. Τα υπόλοιπα έχουν περάσει ήδη στην ιστορία του κινηματογράφου. Του ανθρώπινου, του ουμανιστικού, του ουσιώδους και του σπουδαίου.

Το τελευταίο ταξίδι στα Κύθηρα

Ο θάνατός του είναι από τις ειδήσεις που δεν σηκώνουν λόγια. Μόνο αμηχανία και βαθύ αναστεναγμό για τα ύπουλα παιχνίδια της ζωής, που κάνουν σε τέτοιες περιπτώσεις το δημοσιογραφικό καθήκον να φορτίζεται με μεγάλο πένθος που σέρνει τις λέξεις στο πληκτρολόγιο, βαριές και ασήκωτες. Έμεινε πιο φτωχή η Ελλάδα, η τέχνη, η ποίηση, ο κινηματογράφος και ο πολιτισμός. Ο Θόδωρος Αγγελόπουλος, ένας από τους μεγαλύτερους Έλληνες σκηνοθέτες και ανάμεσα στους πιο σημαντικούς auteur του κόσμου, που έκανε το ελληνικό σινεμά διάσημο και περήφανο σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης, έφυγε την Τρίτη το βράδυ εντελώς αναπάντεχα, στα 77 του χρόνια. Η γειτονιά των αγγέλων, εκεί που κατοικούν τόσοι και τόσοι ομότεχνοί του, λάτρεις της ποίησης της εικόνας και αμετανόητοι εραστές της υψηλής αισθητικής, τον έκλεψε βίαια από τους δικούς του ανθρώπους και την έβδομη τέχνη, την οποία υπηρέτησε μέχρι την τελευταία στιγμή στην κυριολεξία.

Κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων της νέας του ταινίας «Η άλλη θάλασσα» ήταν που του έστησε καρτέρι ο θάνατος, σαν να ήθελε να κάνει κινηματογραφική σκηνή ακόμα και την τελευταία του παρουσία στα επίγεια και τα ανθρώπινα. Το απόγευμα, κάπου στον περιφερειακό της Δραπετσώνας, τον παρέσυρε ένα μηχανάκι, το οποίο οδηγούσε ένας ειδικός φρουρός εκτός υπηρεσίας. Έπρεπε να περάσουν 45 λεπτά για να φτάσει το ασθενοφόρο. Λέγεται, μάλιστα, ότι χρειάστηκε μέχρι και να γίνει τηλεφώνημα στον υπουργό Υγείας Ανδρέα Λοβέρδο, για να επισπεύσει τη διαδικασία. Ο Αγγελόπουλος μεταφέρθηκε κατευθείαν στην εντατική. Και ενώ όλοι πιστεύαμε ότι θα ξεπεράσει τον κίνδυνο και θα γυρίσει δριμύτερος από την περιπέτεια στον φυσικό του χώρο, το κινηματογραφικό πλατό, εκεί όπου τα οράματά του έπαιρναν σάρκα και οστά για να γίνουν και δικά μας, μια βαρύτατη εγκεφαλική αιμορραγία και πολλαπλές κακώσεις – ρήξη σε σπλήνα και νεφρό – του προκάλεσαν τον θάνατο.

Όλη η Ελλάδα σε ένα βλέμμα

Το Ίντερνετ γέμισε αποσπάσματα από τις ταινίες του και απ’ τις υπέροχες μελωδίες της Ελένης Καραΐνδρου, σταθερής συνοδοιπόρου του στην αδιάκοπη περιπέτεια της τέχνης και σάουντρακ, εδώ και δύο μέρες, και της απώλειας. Η είδηση έκανε αμέσως τον γύρο του κόσμου και στον διεθνή Τύπο. Γιατί ο Θόδωρος Αγγελόπουλος δεν ήταν μόνο δικός μας. Ήταν και διεθνής, αγαπημένος των σινεφίλ όλου του κόσμου. Ήταν ο Τεό. Αυτός δεν έκανε τον Ρομπέρτο Μπενίνι να πέσει στα γόνατα και να τον αποκαλεί «μαέστρο» στο Φεστιβάλ των Καννών το 1998 όταν ο Αγγελόπουλος κέρδισε τον Χρυσό Φοίνικα για την ταινία του «Μια αιωνιότητα και μια μέρα»; Ο Αγγελόπουλος ήταν ο μοναδικός Έλληνας που είχε τιμηθεί με τον Χρυσό Φοίνικα, ένα βραβείο που στην ελληνική συνείδηση πέρασε στο πλευρό των Νόμπελ Λογοτεχνίας, που είχαν κερδίσει ο Γιώργος Σεφέρης και ο Οδυσσέας Ελύτης, αλλά και των Όσκαρ της Κατίνας Παξινού και του Μάνου Χατζιδάκι. Ο Θόδωρος Αγγελόπουλος είχε περάσει, βέβαια, ήδη στο πάνθεον των μεγάλων δημιουργών με πολλές ταινίες του. Αν πρέπει να αναφερθούμε σε διεθνείς διακρίσεις, είχαν προηγηθεί το Μέγα Βραβείο της Επιτροπής, επίσης στις Κάννες, για το «Βλέμμα του Οδυσσέα» (1995), το Χρυσό Λιοντάρι για το «Μέγας Αλέξανδρος» στο Φεστιβάλ της Βενετίας (1980) και πολλές ακόμα. Το έργο του αποτέλεσε αντικείμενο κινηματογραφικών σπουδών, κυκλοφόρησαν για αυτόν βιβλία σε όλο τον κόσμο, ακόμα και στα κινέζικα. Πάνω απ’ όλα, όμως, κέρδισε τη βαθιά πίστη των κινηματογραφόφιλων και τον σεβασμό της κινηματογραφικής κοινότητας. Και το ελληνικό σινεμά κέρδισε μια μυθολογία: Το σινεμά του Αγγελόπουλου. Η Ελλάδα χώρεσε στο διαπεραστικό κινηματογραφικό του βλέμμα, συχνά σκωπτικό, που βουτούσε στα μικρά και στα ανθρώπινα, στα μεγάλα και στην Ιστορία και – γιατί να φοβηθούμε τις λέξεις; – και στην Ουτοπία. Αποτύπωσε την κραυγή μιας ολόκληρης χώρας σε μία και μόνο σκηνή: όταν ο Θανάσης Βέγγος ουρλιάζει σπαρακτικά στα βουνά και τα χιόνια «Η Ελλάδα πεθαίνει» στο «Μετέωρο βήμα του πελαργού» (1991). Η πορεία μιας χώρας που αλλάζει, θρηνεί, βασανίζεται, ήταν πάντα εκεί. Και στην ασπρόμαυρη «Αναπαράσταση» (1970) και στον «Θίασο» (1976), μια ταινία για τον εμφύλιο που περνά μέσα από τον μύθο των Ατρειδών, και στις «Μέρες του ’36» (1972).

«Νομίζεις πως είσαι Θεός;»

Για να καταλήξει στον χώρο του σινεμά, ο γεννημένος το 1935 Θόδωρος Αγγελόπουλος έπρεπε πρώτα να περάσει από τα έδρανα της Νομικής Σχολής. Στη Γαλλία σπούδασε κινηματογράφο στη σχολή IDHEC και στη Γαλλική Ταινιοθήκη, όπου τρύπωνε ώρες ατελείωτες. Όταν επέστρεψε στην Ελλάδα, το 1964, δούλεψε στη «Δημοκρατική Αλλαγή» ως κριτικός κινηματογράφου έως το 1967. Γνωρίστηκε με τον Βασίλη Ραφαηλίδη και έστησαν μαζί το περιοδικό «Σύγχρονος κινηματογράφος», όπου γρήγορα ενσωματώθηκαν και άλλοι νέοι και ταλαντούχοι σκηνοθέτες εκείνης της εποχής, όπως ο Παντελής Βούλγαρης και ο Λάκης Παπαστάθης, παράλληλοι συνοδοιπόροι σε αυτό που ονομάστηκε σύγχρονος ελληνικός κινηματογράφος. Η καριέρα του ως σκηνοθέτη ξεκίνησε με μια ταινία, που δεν ολοκληρώθηκε τελικά ποτέ, για το συγκρότημα «Φόρμιξ» του Βαγγέλη Παπαθανασίου. Με την πρώτη του κιόλας μεγάλου μήκους, την «Αναπαράσταση» (1970), δημιούργησε μεγάλη αίσθηση. Ακολούθησαν οι «Μέρες του ’36» (1972) και ο «Θίασος» (1974), με τον οποίο άνοιξε ο δρόμος μιας τεράστιας καριέρας που στήθηκε έξω από τα ελληνικά σύνορα, φιλοξενήθηκε σε όλα τα μεγάλα διεθνή φεστιβάλ και διατηρήθηκε στο ακέραιο, χωρίς φθίνουσα πορεία. Στο «Ταξίδι στα Κύθηρα» (1985) έδωσαν σπουδαίες ερμηνείες άνθρωποι της ανεκτίμητης προίκας της Ελλάδας, ο Μάνος Κατράκης, ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος και η Μαίρη Χρονοπούλου. Από τα πλατό του πέρασαν φημισμένοι ηθοποιοί, όπως οι Μαρτσέλο Μαστρογιάνι, Ζαν Μορό, Χάρβεϊ Καϊτέλ, Μπρούνο Γκαντς, Μισέλ Πικολί, Γουίλεμ Νταφόε, Ιρέν Ζακόμπ. Και ο ίδιος τούς αλίευσε σπουδαίες ερμηνείες. Ακόμα κι αν ξεπερνούσε τα όρια, αφού ήταν γνωστό πόσο αυστηρός και εξοντωτικός ήταν με τους ηθοποιούς του. Είχε κάνει τον Χάρβεϊ Καϊτέλ, στα γυρίσματα της ταινίας «Το βλέμμα του Οδυσσέα», να φωνάξει απελπισμένος: «Νομίζεις ότι είσαι ο Θεός;». Κατάφερε να αποκτήσει και δική του ορολογία για τον τρόπο κινηματογράφησης. Το περίφημο «αγγελοπουλικό» στυλ, με τα μακράς διάρκειας πλάνα, τις αργόσυρτες σκηνές και τις πελώριες σεκάνς, και τις εικόνες που έμοιαζαν να έχουν ξεπηδήσει από πίνακα ζωγραφικής, χάρη στη φωτογραφία ενός ακόμα καλλιτεχνικού συντρόφου του, του Γιώργου Αρβανίτη.

Ανεκπλήρωτο όνειρο

Η τελευταία του ταινία, για την οποία είχε ξεκινήσει γυρίσματα μόλις πριν από έναν μήνα, θα μείνει ένα ανεκπλήρωτο όραμα, που φέρει πάνω του βαριά σκιά. Με πρωταγωνιστή τον Ιταλό ηθοποιό Τόνι Σερβίλο και πολλούς Έλληνες καλλιτέχνες, όπως ο Χρήστος Λούλης, ο Ανδρέας Πιατάς, ο Ακύλλας Καραζήσης κ.ά., ο Θόδωρος Αγγελόπουλος ήθελε να μιλήσει για τη σύγχρονη κρίση με φόντο την «Όπερα της πεντάρας» του Μπρεχτ. Πάντα έβαζε μεγάλους στόχους και χωρούσε ιδεολογίες στις ταινίες του. Ακόμα κι αν, για να το πετύχει, έπρεπε να χτίσει και τελικά να γκρεμίσει ένα ολόκληρό χωριό, όπως έγινε στο «Λιβάδι που δακρύζει» (2003).

http://topontiki.gr/
     



Εδώ σχολιάζεις εσύ!