tromaktiko: Η Μεταμέλεια λένε φοράει ξυλοπάπουτσα (Ψυχογράφημα μιας εποχής)

Τετάρτη 18 Ιανουαρίου 2012

Η Μεταμέλεια λένε φοράει ξυλοπάπουτσα (Ψυχογράφημα μιας εποχής)



Πάνε δεν πάνε 5 χρόνια, από τότε που ξεκίνησε η παγκόσμια οικονομική κρίση στην άλλη μεριά του Ατλαντικού. Κι ίσως να φτάνουμε στα 3 χρόνια μιας πολιτικής αδυσώπητης...
που φορώντας σοσιαλιστικό και νεοφιλ-ελεύθερο προσωπείο, μας δολοφονεί διατείνοντας παράλληλα πως είναι για το καλό μας…
Τι λάθος έκανα; Τι μπορώ ν’ αλλάξω; Τι να πιστέψω; …Ίσως και να μην πιστεύω πια. Ίσως πια να μην είμαι ήρεμος για να μπορώ και να πιστεύω.
Όταν έχει φεγγάρι, μεγαλώνουν οι σκιές μες στο σπίτι, αόρατα χέρια τραβούν τις κουρτίνες,ένα δάχτυλο αχνό γράφει στη σκόνη του πιάνου λησμονημένα λόγια - δε θέλω να τ' ακούσω. Σώπα.
Ώρες … ώρες, νιώθω σαν το κλειστό σπίτι της Σονάτας, δεν ανοίγομαι. Έχω πάψει να ανοίγομαι στους άλλους. Ντρέπομαι. Σε ποιόν να εκμυστηρευτώ τον πόνο και την απόγνωση μου; Ποιος θα συμμεριστεί που με φοβίζει το μέλλον ; Χριστέ μου δεν θέλω να πεινάσω! Δεν θέλω να πονέσω! Δεν θέλω να χτυπήσω κάποιον, για να του κλέψω ό,τι μου λείπει….. Γι’ αυτό επιλέγω την σιωπή…. Δεν θα μιλάω και δεν θα εμπιστεύομαι-ύπουλα πλάσματα οι άνθρωποι, σκέφτονται πολλά μα κάνουν λίγα.
Το ξέρω πως καθένας μοναχός πορεύεται στον έρωτα, μοναχός στη δόξα και στο θάνατο. Το ξέρω. Το δοκίμασα. Δεν ωφελεί.
Το ξέρω πως μάλλον το δοκίμασα το «μόνος». Μα τι αξία έχει να μην τον μοιραστείς τον έρωτα, την δόξα και τον θάνατο; Καμία. Απολύτως καμία. Τα ουσιώδη και τα μοναδικά μας γεγονότα στην ζωή, είναι κενά αν δεν μοιράζονται. Μεγάλωσα όμως και άκουσα πως η ουσία είναι να περνάω ΕΓΩ καλά, μόνο με τα δικά ΜΟΥ θέλω, και στην ουσία ΜΟΝΟΣ ΜΟΥ…. με οποιοδήποτε κόστος..με οποιοδήποτε πόνο..Άλλωστε η μοναξιά πάντα της πεθαίνει μόνη… Ίσως και να’ μουν τυχερός που το κατάλαβα κάποτε. Ίσως και να’ μουν άτυχος που δεν μου το’ παν εξαρχής.
Μα ποιος μπορεί να παίξει ως το τέλος αυτό το παιχνίδι; Κ' η αρκούδα σηκώνεται πάλι και πορεύεται υπακούοντας στο λουρί της, στους κρίκους της, στα δόντια της, χαμογελώντας με τα σκισμένα χείλια της στις πενταροδεκάρες που τις ρίχνουνε τα ωραία και ανυποψίαστα παιδιά(ωραία ακριβώς γιατί είναι ανυποψίαστα)και λέγοντας ευχαριστώ. Γιατί οι αρκούδες που γεράσανε το μόνο που έμαθαν να λένε είναι: ευχαριστώ , ευχαριστώ.
Έτσι κι εγώ, μπορούσα να ζω για εμένα μόνο, να σκέφτομαι εμένα μόνο, να έχω εμένα μόνο. Μα το παιχνίδι αυτό τέλειωνε κάποτε. Έριχνα τον εγωισμό μου..Όχι από ταπεινό φρόνημα, από ανάγκη μόνο να μπορώ κάποτε-κάποτε να τον αναστυλώνω σπασμένο και βρώμικο, μα πάνω απ’ όλα να τον αναστυλώνω. Τις φοβόμουν όμως και τις φοβάμαι τις αλυσίδες. Με πονάνε. Με πιέζουν. Δεν μπορώ να φύγω-δεν μπορώ να φύγω… Κι έμενα, από ανάγκη, σιγοψιθυρίζοντας «ευχαριστώ», «ευχαριστώ». Τα δεσμά ΜΟΥ, ακόμη κι όταν χαλαρώνουν … πάλι με πονούν, έχουν αφήσει και σημάδια άλλωστε, και θα συνεχίσουν αν δεν τα σπάσω…
Γιατί ο πόνος είναι αιώνιος αν δεν τον μετατρέπεις σε αλληλεγγύη, άλλωστε μόνα τους τα πονεμένα μου άκρα δεν μπορούν να με περιποιηθούν. Κι αυτά είναι άλλωστε τα δεσμά μου, η αλαζονεία μου, η φιλαυτία μου, ο εγωισμός μου, η μοναξιά μου και η κατάντια μου. ΤΑ ΔΕΣΜΑ ΜΟΥ ΕΙΝΑΙ ΟΤΙ ΦΟΡΕΣΑ ΓΙΑ ΝΑ ΞΕΧΩΡΙΖΩ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΑΛΛΟΥΣ, ΜΕΧΡΙ ΠΟΥ ΜΕ ΦΟΡΕΣΑΝ ΕΚΕΙΝΑ ΓΙΑ ΝΑ ΜΕ ΑΠΟΜΑΚΡΥΝΟΥΝ ΑΠΟ ΑΥΤΟΥΣ. ΚΙ ΗΞΕΡΑ ΤΙ ΝΑ ΚΑΝΩ. ΗΞΕΡΑ ΤΙ ΝΑ ΠΩ. ΜΑ ΔΕΝ ΤΟ ΕΚΑΝΑ. ΑΧ ΚΑΙ ΝΑ ΞΕΣΤΟΜΙΖΑ ΕΓΚΑΙΡΩΣ…


(Πάντα με σεβασμό στον ποιητή Γιάννη Ρίτσο, που μπορεί ακόμα και σήμερα να μας δείχνει τι δεν κάναμε σωστά αλλά και τι οφείλουμε να κάνουμε για το σωστό).

     



Εδώ σχολιάζεις εσύ!