ότι η EE διαμήνυσε, ότι θα στηρίξει απόλυτα το εγχείρημα αλλά απαιτεί “άμεσα γενναίες αποφάσεις και καθοριστικά μέτρα”.
Σαφώς τέθηκε επί τάπητος το αίτημα της τρόικα για μείωση του μισθολογικού κόστους και σύμφωνα με όλες τις πληροφορίες για μια ακόμα φορά οι δύο πλευρές συμφώνησαν ότι διαφωνούν, αλλά θα εξαντλήσουν τα περιθώρια για την εξεύρεση της λιγότερο επώδυνης λύσης και σε συμφωνία με τους κοινωνικούς εταίρους. Η ΝΔ πάντως επιμένει ότι οι μισθοί και οι συντάξεις περιλαμβανομένων και των επικουρικών δεν είναι το πρόβλημα, ότι η περικοπή τους δεν έχει κανένα ουσιαστικό δημοσιονομικό όφελος, αντίθετα θα εντείνει την ύφεση και θα δημιουργήσει πολύ μεγαλύτερο πρόβλημα στα ταμεία από αυτό που προσπαθεί να λύσει.
Ειδικά για τους μισθούς στον δημόσιο τομέα η ΝΔ σημειώνει ότι, η χαμηλή ανταγωνιστικότητα των ελληνικών επιχειρήσεων δεν οφείλεται στο μισθολογικό κόστος, αλλά στο λεγόμενο μη μισθολογικό κόστος το οποίο στην Ελλάδα είναι δυσβάστακτο. Στελέχη του οικονομικού επιτελείου του Α.Σαμαρά σημειώνουν -δίνοντας εμμέσως και το πλαίσιο που έθεσε ο πρόεδρος της ΝΔ στην συνάντηση με τον Πρωθυπουργό- ότι το μη μισθολογικό κόστος των ελληνικών επιχειρήσεων είναι αυτό που απαιτεί άμεσες διαρθρωτικές παρεμβάσεις. Παρεμβάσεις που αφορούν την φορολογία , το κόστος από την γραφειοκρατία κ.α.
Στην χθεσινή συνάντηση Σαμαρά-Παπαδήμου μπορεί να μην ετέθη και πάλι ευθέως θέμα ημερομηνίας εκλογών, όμως οι δύο άνδρες συμφώνησαν ότι, καλώς εχόντων των πραγμάτων, το πλέγμα ενεργειών που απαιτείται για την εκκίνηση του PSI, η υπογραφή της νέας δανειακής σύμβασης και η δρομολόγηση της εκταμίευσης της δόσης των 90 δις θα πρέπει να έχουν ολοκληρωθεί στα μέσα Μαρτίου.
Και οι δύο πλευρές πάντως ήταν χθες ιδιαίτερα φειδωλές στην πληροφόρηση περί του τι ακριβώς συζητήθηκε και προς ποια κατεύθυνση. Τόσο το μέγαρο Μαξίμου όσο και η ΝΔ μιλούσαν για καλό κλίμα και εποικοδομητική συζήτηση, αλλά πέραν τούτου η πληροφόρηση ήταν στοιχειώδης. Όπως όλα δείχνουν οι κ.Σαμαράς και Παπαδήμος αν σε κάτι σίγουρα συμφώνησαν στην χθεσινή τους συνάντηση είναι ότι, θα κρατηθούν χαμηλοί τόνοι και σε κάθε θέμα θα εξαντλούνται τα περιθώρια συζητήσεων για την εξεύρεση “ρεαλιστικών λύσεων κοινής αποδοχής”.
Σαφώς τέθηκε επί τάπητος το αίτημα της τρόικα για μείωση του μισθολογικού κόστους και σύμφωνα με όλες τις πληροφορίες για μια ακόμα φορά οι δύο πλευρές συμφώνησαν ότι διαφωνούν, αλλά θα εξαντλήσουν τα περιθώρια για την εξεύρεση της λιγότερο επώδυνης λύσης και σε συμφωνία με τους κοινωνικούς εταίρους. Η ΝΔ πάντως επιμένει ότι οι μισθοί και οι συντάξεις περιλαμβανομένων και των επικουρικών δεν είναι το πρόβλημα, ότι η περικοπή τους δεν έχει κανένα ουσιαστικό δημοσιονομικό όφελος, αντίθετα θα εντείνει την ύφεση και θα δημιουργήσει πολύ μεγαλύτερο πρόβλημα στα ταμεία από αυτό που προσπαθεί να λύσει.
Ειδικά για τους μισθούς στον δημόσιο τομέα η ΝΔ σημειώνει ότι, η χαμηλή ανταγωνιστικότητα των ελληνικών επιχειρήσεων δεν οφείλεται στο μισθολογικό κόστος, αλλά στο λεγόμενο μη μισθολογικό κόστος το οποίο στην Ελλάδα είναι δυσβάστακτο. Στελέχη του οικονομικού επιτελείου του Α.Σαμαρά σημειώνουν -δίνοντας εμμέσως και το πλαίσιο που έθεσε ο πρόεδρος της ΝΔ στην συνάντηση με τον Πρωθυπουργό- ότι το μη μισθολογικό κόστος των ελληνικών επιχειρήσεων είναι αυτό που απαιτεί άμεσες διαρθρωτικές παρεμβάσεις. Παρεμβάσεις που αφορούν την φορολογία , το κόστος από την γραφειοκρατία κ.α.
Στην χθεσινή συνάντηση Σαμαρά-Παπαδήμου μπορεί να μην ετέθη και πάλι ευθέως θέμα ημερομηνίας εκλογών, όμως οι δύο άνδρες συμφώνησαν ότι, καλώς εχόντων των πραγμάτων, το πλέγμα ενεργειών που απαιτείται για την εκκίνηση του PSI, η υπογραφή της νέας δανειακής σύμβασης και η δρομολόγηση της εκταμίευσης της δόσης των 90 δις θα πρέπει να έχουν ολοκληρωθεί στα μέσα Μαρτίου.
Και οι δύο πλευρές πάντως ήταν χθες ιδιαίτερα φειδωλές στην πληροφόρηση περί του τι ακριβώς συζητήθηκε και προς ποια κατεύθυνση. Τόσο το μέγαρο Μαξίμου όσο και η ΝΔ μιλούσαν για καλό κλίμα και εποικοδομητική συζήτηση, αλλά πέραν τούτου η πληροφόρηση ήταν στοιχειώδης. Όπως όλα δείχνουν οι κ.Σαμαράς και Παπαδήμος αν σε κάτι σίγουρα συμφώνησαν στην χθεσινή τους συνάντηση είναι ότι, θα κρατηθούν χαμηλοί τόνοι και σε κάθε θέμα θα εξαντλούνται τα περιθώρια συζητήσεων για την εξεύρεση “ρεαλιστικών λύσεων κοινής αποδοχής”.