Όταν μιλάμε για οστεοπόρωση έχει επικρατήσει η άποψη ότι αναφερόμαστε σε ηλικίες άνω των 50. Όμως η οστεοπόρωση δεν είναι μια νόσος η οποία προκύπτει ξαφνικά. Η φθορά της αντοχής των οστών διαρκεί πάρα πολλά χρόνια μέχρι να εκδηλωθεί πια με κάταγμα. Το σύνηθες δε το πρόβλημα να ξεκίνησε από την παιδική ηλικία όταν ο οργανισμός αναπτύσσει τα οστά.
Τα οστά μεγαλώνουν σε μέγεθος και δυναμώνουν κατά την παιδική ηλικία. Η ποιότητα και ποσότητα της οστικής μάζας που θα αποκτηθεί στην παιδική ηλικία, είναι καθοριστικός παράγοντας για την υγεία του σκελετού για όλη τη διάρκεια της ζωής.
Όσο περισσότερη οστική μάζα αποκτηθεί κατά την εφηβική ηλικία, τόσο μεγαλύτερη προστασία θα υπάρξει αργότερα στη ζωή εναντίον της απώλειας οστικής πυκνότητας.
Η ουσιαστική, λοιπόν, πρόληψη της οστεοπόρωσης αρχίζει από την παιδική και εφηβική ηλικία. Αυτό συμβαίνει γιατί η οστική μάζα παρουσιάζει ταχεία γραμμική αύξηση κατά την νηπιακή, την παιδική και την εφηβική ηλικία μέχρι και το 15ο – 20ο έτος. Κατά την παιδική ηλικία, την εφηβεία και τα πρώτα χρόνια της ενήλικης ζωής, το ασβέστιο είναι καθοριστικής σημασίας για την επίτευξη όσο το δυνατόν μεγαλύτερης οστικής πυκνότητας.
Η παιδική και η εφηβική ηλικία αποτελούν κρίσιμες περιόδους για τη σωστή ανάπτυξη και επιμετάλλωση των οστών. Στην διάρκεια αυτής της περιόδου συμβαίνει ραγδαία ανάπτυξη των οστών και παρατηρείται τόσο αύξηση στο μέγεθος όσο και στην αντοχή τους. Στις ηλικίες αυτές ο ρυθμός οστικής ανακατασκευής είναι ιδιαίτερα έντονος, με στόχο την ανάπτυξη του σκελετού και την προσαρμογή των οστών στις συνεχώς αυξανόμενες μηχανικές απαιτήσεις.
Παρότι η οστική πυκνότητα μπορεί να συνεχίσει να αυξάνεται μέχρι την ηλικία των 30 χρόνων, ο ρυθμός απόθεσης του ασβεστίου είναι υψηλότερος κατά την εφηβεία. Σε ηλικία 18 ετών, οι έφηβοι και των δύο φύλων έχουν επιτύχει το 95-99% της μέγιστης οστικής μάζας τους. Επομένως, αν ένα άτομο δεν επιτύχει τη βέλτιστη μέγιστη οστική πυκνότητα κατά την παιδική και εφηβική ηλικία έχει περισσότερες πιθανότητες να παρουσιάσει στο μέλλον οστεοπόρωση. Η μέγιστη οστική πυκνότητα που ορίζεται ως «κορυφαία οστική πυκνότητα» αποτελεί καθοριστικό παράγοντα οστεοπορωτικών καταγμάτων στην ενήλικη ζωή και επιτυγχάνεται μεταξύ 25 και 30 ετών. Η κορυφαία οστική πυκνότητα καθορίζεται κατά 60% από γενετικούς παράγοντες και κατά 40% από την επίδραση περιβαλλοντικών παραγόντων και άλλων παραγόντων
Η κρίσιμη ηλικία για τα κορίτσια είναι τα 11-14 έτη και για τα αγόρια τα 13-17 έτη. Η οστεοπόρωση (προσοχή όχι η οστεοπενία) στα παιδιά είναι συνήθως δευτεροπαθής.Η ιδιοπαθής νεανική οστεοπόρωση, που είναι σπάνια, έχει σιωπηλή πορεία και εκδηλώνεται με μυοσκελετικούς πόνους, διαταραχές βάδισης, οστικές παραμορφώσεις και κατάγματα οστών. Η θεραπεία της ιδιοπαθούς νεανικής οστεοπόρωσης περιλαμβάνει διάφορα φάρμακα, αλλά και φυσιοθεραπεία και διαιτητικές οδηγίες
Πρέπει να τονίσουμε ότι από την κοιλιά της μητέρας αρχίζει να εμφανίζεται η οστεοπενία. Τα γερά κόκαλα “χτίζονται” από την ενδομήτρια ζωή, οπότε η διατροφή της μητέρας παίζει σημαντικό ρόλο στην εμφάνιση ή μη της νόσου.
Για να προσδιοριστεί αν ένα παιδί έχει οστεοπενία πρέπει να κάνει μια μέτρηση οστικής πυκνότητος. Η ερμηνεία των μετρήσεων της οστικής πυκνότητας και των δεικτών οστικού μεταβολισμού παρουσιάζει αρκετές δυσκολίες στην παιδική και εφηβική ηλικία καθώς οι «φυσιολογικές» τιμές αλλάζουν συνεχώς με την ηλικία και εξαρτώνται από το φύλο, τα σωματομετρικά στοιχεία, το στάδιο της εφηβείας και την εθνότητα του παιδιού ή του εφήβου.
Για να αντιμετωπιστεί αυτό το πρόβλημα από το 1990, ξεκίνησε μια μεγάλη μελέτη στο MEDLAB IAΤΡΙΚΟ ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ, σε συνεργασία Εργαστήριο Έρευνας Μυοσκελετικών Παθήσεων της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και του Ινστιτούτου Υγείας του Παιδιού. Σε αυτήν την μελέτη εξετάστηκαν παιδιά αρχικά ηλικίας 15-20 ετών με σκοπό την συμπλήρωση των πινάκων των φυσιολογικών ελληνικών τιμών της οστικής πυκνότητος. Στην πορεία διευρύνθηκε ηλικιακά ο παιδικός πληθυσμός συμπεριλαμβάνοντας τιμές από 5 ετών μέχρι 30 ετών. Έτσι έγινε δυνατή η εξέταση οστικής πυκνότητος παιδιών από 5 ετών και άνω με δυνατότητα διάγνωσης της οστεοπενίας ή ακόμα και της οστεοπόρωσης, σε παιδιά που είχαν ιδιοπαθή ή δευτεροπαθή οστεοπόρωση.
Έκτοτε έχουν εξεταστεί χιλιάδες παιδιά με την χρήση των Ελληνικών φυσιολογικών τιμών. Όσο πιο έγκαιρα διαπιστωθεί αν ένα παιδί έχει οστεοπενία τόσο πιο αποτελεσματική είναι η αντιμετώπιση στην ανάπτυξη της οστικής μάζας και ενός φυσιολογικού σκελετού. Η εξέταση είναι ανώδυνη και ακίνδυνη.
Εφόσον ένα παιδί βρεθεί ότι έχει οστεοπενία τότε πρέπει να διερευνηθούν οι λόγοι που μπορεί να συμβαίνει κάτι τέτοιο.
Η σωστή και έγκαιρη αντιμετώπιση της παιδικής οστεοπόρωσης μπορεί να βοηθήσει στην σκελετική ανάπτυξη του παιδιού χωρίς προβλήματα, στο ύψος και την ποιότητα του οστού.
Έχει παρατηρηθεί σε ότι σε παιδιά με οστεοπενία όπου δεν υπάρχει άλλη υποκείμενη αιτία, η προοπτική είναι αρκετά ενθαρρυντική. Φαίνεται ότι καθώς τα παιδιά μεγαλώνουν, επανακτά το παιδί την φυσιολογική οστική πυκνότητα, μετά από μερικά χρόνια.