Στον τάφο του στη Βεργίνα η χρυσή λάρνακα µε τα καµένα οστά αλλά κυρίως το χρυσό στεφάνι µε φύλλα βελανιδιάς, που αποτελεί την απόλυτη ένδειξη της βασιλικής ταυτότητας, αναδεικνύουν µέσα από την καθαρότητα του υλικού τους το κύρος του ηγεµόνα, τη σχεδόν θεϊκή του υπόσταση. Το χρυσάφι που θα συγκέντρωνε µερικά χρόνια αργότερα ο Μέγας Αλέξανδρος από τους βασιλικούς θησαυρούς της Περσίας µπορούσε να αποτιµηθεί µόνο µετρώντας το σε τόνους!
Ενώ οι πολεµιστές που έρχονται στο φως από τον 7ο ως και τις αρχές του 5ου π.Χ. αιώνα στο Αρχοντικό της Πέλλας είχαν ταφεί µε όλη την πανοπλία τους, τα χρυσά προσωπεία και επιστόµια, τα χρυσά χειρόκτια, τα κοσµήµατα, τα ελάσµατα που διακοσµούσαν τα υποδήµατά τους. Γιατί ο χρυσός και ο άργυρος θεωρούνταν τα πλέον κατάλληλα υλικά για να εκφράσουν την άφθαρτη σχέση µε τον χρόνο. Στις δύο εκθέσεις για τους Μακεδόνες, την ιστορία και τα επιτεύγµατά τους που διοργανώθηκαν στο εξωτερικό µέσα στο 2011, η πρώτη στο Ασµόλεαν Μουσείο της Οξφόρδης και η άλλη στο Λούβρο (συνεχίζεται ακόµη), οι επισκέπτες µπορεί να εντυπωσιάζονται από την ηγεµονική προσωπικότητα του Φιλίππου και από τις επιδόσεις του στρατηλάτη Μεγαλέξανδρου, η λάµψη του χρυσού όµως είναι αυτή που µένει.
Μαλακός αλλά τροµερά πυκνός, ελατός αλλά αναλλοίωτος. Με απαλή κίτρινη, άσπρη ή πράσινη στιλπνή λάµψη, ένα µέταλλο που σπινθηροβολεί. Τίποτε από αυτά όµως δεν ήταν τόσο ισχυρό για τους αρχαίους όσο η έµφυτη, αν και ανέκφραστη πίστη ότι ο χρυσός ήταν η θεϊκή πεµπτουσία, όπως ο ήλιος και η φωτιά, ένα ιερό υλικό δηλαδή.
Στη βραχµανική Ινδία, άλλωστε, όπου είχαν εισχωρήσει οι Μακεδόνες, όταν δεν µπορούσαν να ανάψουν φωτιά για να προσφέρουν θυσία, η «Μαχαµπχαράτα» αναφέρει ότι είχαν τη δυνατότητα να την αντικαταστήσουν µε χρυσάφι, γιατί µοιάζουν µεταξύ τους, όπως µοιάζουν µε τον ήλιο!
Ο χρυσός, δηλαδή, ήταν περιζήτητος εκτός των άλλων για θρησκευτικούς και µυστικιστικούς λόγους, αφού από χρυσό θεωρούνταν ότι ήταν φτιαγµένοι οι θεοί, ενώ µε χρυσές µάσκες κάλυπταν τα πρόσωπα των νεκρών βασιλιάδων. Έτσι και οι Μακεδόνες του Αλέξανδρου, κατακτώντας την Ανατολή και παίρνοντας ως λάφυρα κοσµήµατα, στολίδια και σκεύη, πίστευαν ότι ανυψώνονται στην ανθρώπινη κλίµακα και ότι θα γνώριζαν επί γης την αρχή µιας αποθέωσης.
Η προέλευση
Στην Αρχαϊκή Εποχή ψήγµατα χρυσού κατέβαζε ο ποταµός Εχέδωρος (σηµερινός Γαλλικός), ενώ τα ορυχεία του Παγγαίου έδιναν σταθερά χρυσό και άργυρο. «Σύµφωνα µε τις πηγές, ο Αλέξανδρος Α΄ της Μακεδονίας ανέθεσε χρυσό άγαλµά του στους ∆ελφούς, πιθανότατα από περσικά λάφυρα, αφού είχε νικήσει το 479 π.Χ. τον στρατό του Ξέρξη στον Στρυµόνα, ενώ εκείνος υποχωρούσε µετά την ήττα του στη Σαλαµίνα» λέει η δρ. Αγγελική Κοτταρίδη, έφορος Αρχαιοτήτων Αιγών και Πέλλας.
Χρυσός στατήρας του Φιλίππου με παράσταση άρματος και Νίκης (Νομισματικό Μουσείο Αθήνας)
Ο Φίλιππος Β΄, εκτός από το Παγγαίο, επεκτείνεται σε ορυχεία βορείως της Μακεδονίας και στη Χαλκιδική, στο Στρατώνι συγκεκριµένα, όπου η παραγωγή των τοπικών χρυσωρυχείων αυξάνεται σε περισσότερα από 1.000 τάλαντα. Τότε κυκλοφορεί το πρώτο του χρυσό νόµισµα, τους φιλίππειους στατήρες, µε τον Απόλλωνα στη µία όψη και στην άλλη ένα άρµα συρόµενο από δύο άλογα. Οι στατήρες αυτοί γίνονται το δολάριο της εποχής και έχουν διάρκεια στον χρόνο, αφού πολύ αργότερα οι Ρωµαίοι τους χρησιµοποιούν ως φυλακτά ή τους προσφέρουν ως πολύτιµα δώρα.
«Στην εποχή του Φιλίππου αναπτύσσονται εξαιρετικά εργαστήρια κατεργασίας χρυσού, κάτι που δείχνει ότι υπάρχει τόσο η πρώτη ύλη όσο και οι αγοραστές. Στο χρυσάφι που έχει συσσωρευθεί οφείλονται η µεγάλη οικοδοµική δραστηριότητα, οι κτήσεις νέων πόλεων, όπως και οι δωρεές του Φιλίππου στα µεγάλα ιερά» λέει η κυρία Κοτταρίδη.
Τα λάφυρα
Η κατάκτηση της Περσίας θα αποφέρει στη συνέχεια δεκάδες ή εκατοντάδες τάλαντα σε καθαρό χρυσό και νοµίσµατα (χρυσοί δαρεικοί). Σύµφωνα µε τον Πλούταρχο, για τη µεταφορά από την Περσέπολη του νοµισµατοποιηµένου ασηµιού και των αντικειµένων από πολύτιµα µέταλλα χρειάστηκαν 10.000 ζευγάρια µουλαριών και 5.000 καµήλες. Ο ∆ιόδωρος και ο Κόιντος Κούρτιος, πιο επιφυλακτικοί, αποτιµούν σε 120.000 τάλαντα τον χρυσό µόνο της Περσέπολης και σε 3.000 τις καµήλες της εφοδιοποµπής. Ο Στράβων, εξάλλου, που αναφέρει πως όλοι οι περσικοί θησαυροί συγκεντρώθηκαν στην ακρόπολη των Εκβατάνων (σηµερινό Χαµαντάµ), λέει ότι ανέρχονταν σε 180.000 τάλαντα. Εδώ θα πρέπει να προστεθεί και το προϊόν της λαφυραγωγίας της συνοδείας του ∆αρείου µετά τη δολοφονία του τον Ιούλιο του 330 π.Χ.: ήταν 26.000 τάλαντα, από τα οποία τα µισά µοιράστηκαν στους στρατιώτες.
Στατήρας από ήλεκτρο, Σάμος (Νομισματικό Μουσείο Αθήνας)
Οι Μακεδόνες άλλωστε γνώριζαν καλά από πού εξαγόταν ο χρυσός και το ενδιαφέρον τους ήταν να εξασφαλίσουν τις πηγές των ποταµών Ιαξάρτη (Συρ Ντάρια) και Ώξου (Αµού Ντάρια), που ήταν οι περιοχές διέλευσης της χρυσόσκονης.
Συχνά αυτό που έπαιρναν ήταν ήλεκτρο και όχι καθαρός χρυσός, ωστόσο στα εργαστήρια των περσικών πρωτευουσών και στην εξελληνισµένη Λυδία γνώριζαν πώς να διαχωρίζουν το χρυσάφι από το κράµα και πώς να τον χύνουν σε ράβδους και σε πλάκες, έτοιµες να µετατραπούν σε νοµίσµατα.
Τα οφέλη
Τα λάφυρα – κοσµήµατα και πολύτιµα πετράδια – είναι καλοδεχούµενα στα εργαστήρια της Μακεδονίας και της παλαιάς Ελλάδας, τα δαχτυλίδια µε τις πολύτιµες πέτρες, οι καταστόλιστες κασετίνες, οι πόρπες, τα σκουλαρίκια, οι δακτυλιόλιθοι και τα βραχιόλια αντικαθιστούν τα κοσµήµατα που κατασκευάζονταν ως τότε µόνο από χρυσό ή ασήµι. ∆ιατρέχοντας άλλωστε τα όρη του ∆υτικού Πακιστάν, στα νότια από το σύγχρονο Καράτσι, οι Μακεδόνες θα γνωρίσουν για πρώτη φορά το ρουµπίνι και το σµαράγδι.
Η διαφορά από την αρχή της εκστρατείας είναι τεράστια. Όπως θα πει το 324 π.Χ. ο Αλέξανδρος στο επαναστατηµένο στράτευµα, στο θησαυροφυλάκιο του Φιλίππου είχε βρει λιγότερα από 60 τάλαντα και αντίθετα 500 τάλαντα χρέη. Χρειάστηκε έτσι να δανειστεί 800 τάλαντα προκειµένου να εφοδιάσει τον στρατό προτού ξεκινήσει για την Ασία και αυτό το ποσό δεν αντιπροσώπευε ούτε τους µισθούς ενός µηνός των 1.800 ιππέων και των 12.000 πεζών του.
«Όλη η Ελλάδα, όχι µόνο η Μακεδονία, ωφελήθηκε από αυτό το χρυσάφι. Μεταξύ του 330 και του 300 π.Χ. ο πλούτος φαίνεται σε όλη τη χώρα» λέει η κυρία Κοτταρίδη. «Ο Αλέξανδρος έστειλε χρυσό και νοµίσµατα στη Μακεδονία, ενώ χρυσάφι ήρθε πίσω και µε τους βετεράνους, οι οποίοι επέστρεψαν µε τα λάφυρα από την αναδιανοµή ή τους µισθούς τους. Ο πλούτος αυτός όµως δεν µένει. Μέσα σε 100 χρόνια έχει εξαφανιστεί από την Ελλάδα και έχει µετακινηθεί στα ελληνιστικά κέντρα της Βόρειας Αφρικής και της Ανατολής» καταλήγει.
Οι συνέπειες του πλουτισµού
Η άνοδος του βιοτικού επιπέδου στην Ελληνιστική Εποχή, με την Πέλλα να γίνεται η μεγαλύτερη πόλη της Ελλάδας, είναι το αναμφισβήτητο όφελος της εκστρατείας του Μεγάλου Αλεξάνδρου στην Ανατολή. Η γενικότερη ευμάρεια, η άνθηση του εμπορίου και η καλλιέργεια των τεχνών οφείλουν πολλά στον περσικό χρυσό. Οι αριθμοί είναι ευκρινέστεροι: Η Αθήνα στην ακμή της το 442 π.Χ. είχε προσόδους μόνο 2.000 τάλαντα. Ο Φίλιππος Β’ υπερεκμεταλλευόμενος τα ορυχεία του Παγγαίου είχε για ένα διάστημα 1.000 τάλαντα ετησίως. Αλλά η κατάκτηση των περσικών θησαυρών απέφερε στον Αλέξανδρο διακόσιες φορές περισσότερα.
Η συρροή χρυσού στην Ανατολική Μεσόγειο αλλάζει τάχιστα τις ισορροπίες. Από τη μία, συμβάλλει στην ανάπτυξη της τεχνικής και στην εντατικοποίηση της παραγωγής. Από την άλλη, δημιουργεί κύμα αγορών (ακόμη και συνειδήσεων). Οι τραπεζίτες και οι σαράφηδες που σε όλες τις πόλεις της Ελλάδας αγόραζαν από τους αποστρατευμένους στρατιώτες τους χρυσούς δαρεικούς του μισθού τους, καθώς και οι πόλεις που τους ξανάχυναν και τους μετέτρεπαν σε χρυσούς στατήρες των 8,5 γραμμαρίων έκαναν επικερδείς επιχειρήσεις. Δεδομένου μάλιστα ότι αυτή την εποχή η ισοτιμία ανάμεσα στο χρυσό και στο ασήμι ήταν στην Ελλάδα 1 προς 10 ενώ στους Πέρσες 1 προς 13, στη δύση είχαν πολύ μεγαλύτερο συμφέρον – για την ακρίβεια, κατά 30% – να ανταλλάσσουν τα ασημένια νομίσματά τους με χρυσά...
Κερδοσκοπία και εμπόριο νομισμάτων πήγαιναν μαζί και όπως ήταν επόμενο η οικονομία της Ελλάδας βίωσε τεράστια αναστάτωση.