Στις αρχές του νεοελληνικού κρατιδίου το 1830 κάθε άλλο παρά θεωρούσε αυτονόητη τη στέγαση των υπηκόων του. Οι ανύπαρκτες κρατικές υποδομές και η απέραντη φτώχεια των κατοίκων δημιουργούσαν μια πλειοψηφία εξαθλίωσης, μετατρέποντας σε προνομιούχους όσους διέθεταν έστω «ένα κεραμίδι πάνω από το κεφάλι τους». Μην ξεχνάμε ότι η πλειοψηφία του πληθυσμού της εποχής ανήκε στην αγροτική τάξη και ο ύπνος στη φύση ή σε πρόχειρες κατασκευές δεν ήταν καθόλου σπάνιος.
Έτσι, η εικόνα των περιφερόμενων αστέγων και επαιτών δεν ξένιζε κανέναν. Ο τίτλος του περιφερόμενου προσεγγίζει περισσότερο τον τρόπο ζωής ανθρώπων της περιόδου, όπως π.χ. ο Κοσμάς ο Αιτωλός, παλαιότερα, ή ο λαϊκός ζωγράφος Θεόφιλος, που δεν διέθεταν σταθερή -ή καθόλου- στέγη.
Η μορφή αστικοποίησης που εμφανίζεται στα τέλη του 19ου αιώνα στην Αθήνα δημιουργεί στις κοινωνικές παρυφές της τις πρώτες ομάδες αστέγων που ταυτίζονται με το περιθώριο. Μια σύλληψη για ένα κομμάτι ψωμί, ανίατες αρρώστιες, συνοριακές αλλαγές, εξεγέρσεις, φυσικές καταστροφές, προσφυγιά, κοινωνικά φρονήματα και οικονομικές χρεοκοπίες αποτελούσαν σίγουρους τρόπους ένταξης στη «σκοτεινή πλευρά της πόλης».
Όσοι άστεγοι δεν επέλεγαν την παρανομία μπαίνοντας σε ληστρικές συμμορίες που λυμαίνονταν τα βουνά της Αττικής, ζητιάνευαν στα σοκάκια της νεόκοπης πρωτεύουσας, δείχνοντας την ανάγκη τους να ανήκουν έστω και στο περιθώριο της πόλης.
Το 1896 (των πρώτων Ολυμπιακών Αγώνων συγκλονίζεται από την ιστορία επαρχιώτη φοιτητή, που μη αντέχοντας το οικονομικό βάρος σπουδών και ενοικίου, διανυκτέρευε σε κρύπτη της περιοχής, όπου στη συνέχεια δημιουργήθηκε το Καλλιμάρμαρο Στάδιο. Όταν ο νεαρός κατάφερε να δρέψει τους καρπούς των κόπων του παίρνοντας το πτυχίο του, η κλονισμένη από τις κακουχίες υγεία του τον πρόδωσε, αναδεικνύοντας ένα κοινωνικό πρόβλημα στο οποίο ελάχιστοι μέχρι τότε έδιναν σημασία.