Έλα να τα πάρεις όλα.
Και για όσα πάλεψαν οι πρόγονοί μου και για τα δύο μέτρα κήπο που μου άφησαν οι παππούδες μου...
Έλα να πάρεις και τα μεροκάματα, τα σκληρά, που τα έβαζα στην άκρη για μια ώρα δύσκολη, εκείνη της αρρώστιας.
Έλα να τα πάρεις όλα.
Πάρε και τον ήλιο που τόσο τον γουστάρεις για να λιάζουν οι συφιλιδικοί τα κορμιά τους αποκτώντας το μεσογειακό χρώμα που τόσο επιθυμούν και τόσο απεχθάνονται.
Πάρε ρε, και τις θάλασσές μου να εξάγεις αέριο και τα ποτάμια μου να παράγεις ενέργεια φθηνή μόνο για την πάρτη σου. Πάρε και το γάλα των προβάτων μας και τα στάρια των κάμπων μας.
Το ξέρω που το πας, άτιμε…..
Το πας εκεί που πάντα ήθελες να το φθάσεις.
Να καταστήσεις έναν λαό υπηρέτη.
Να βλέπω απελπισμένες μεσόκοπες να βγάζουν μεροκάματο σε μπουρδέλα παραπήγματα ενώ οι πιο νέες να φεύγουν καραβιές για τα διεθνή καλογυαλισμένα μπουρδέλα σου.
Να βλέπω γέρους να πεθαίνουν από αφόρητο κρύο κλεισμένοι μέσα στα 20 τετραγωνικά λίγο πριν τους τα πάρεις κι αυτά ή από ασφυξία όταν θα τους κλείνεις τον διακόπτη από την συσκευή οξυγόνου λόγω ληξιπρόθεσμων λογαριασμών.
Να βλέπω 50ρηδες σε απόγνωση, 40ρηδες στις ουρές ανεργίας και 20ρηδες να λένε την ξενιτειά πατρίδα τους.
Να βλέπω τα παιδιά ως μελλοντικούς σκλάβους της Φάρμας των Ανθρώπων που χρόνια στήνεις και τώρα θα εγκαινιάσεις εκεί ακριβώς που ξεκίνησε ο Ανθρωπισμός.
Βλέπω που το πας.
Δεν θα ρίξεις απλά το μεροκάματο στο 1 ευρώ την ημέρα για 18 ώρες δουλειάς.
Θα μας κάνεις να χαιρόμαστε που ζούμε κι ας μην παίρνουμε ούτε το 1 ευρώ.
Φτιάχνεις το νέο Νταχάου και αυτό θα είναι η ίδια μου η χώρα.
Τα Νταχάου ποτέ δεν κλείνουν, απλά αναστέλλουν τις εργασίες τους, έτσι δεν είναι λουκανοθρεμμένε μου;
Έφθασε η ώρα να μπουν μπροστά οι μηχανές αυτού του τεράστιου κρεματορίου που θα έχει για οροφή τον ουρανό που λατρέψαμε και για πάτωμα το χώμα που μας έθρεψε.
Έλα, ρε άτιμε, πισώπλατα αυτή την φορά γιατί την προηγούμενη που ήρθες είχες τουλάχιστον τα κότσια να μου υψώσεις κατάμουτρα το όπλο και να μου πεις να σκύψω. Και είχα την επιλογή ή να σκύψω ή να πάρω τα βουνά.
Τώρα όμως μού έχεις κλέψει και τα βουνά.
Μου μένει λοιπόν να σκύψω χωρίς τον φόβο της σφαίρας που θα έβγαινε από το προτεταμένο σου όπλο.
Είναι τρελό να παραδίνομαι χωρίς να έχω πάρει εντολή για αυτό.
Είναι τρελό να φοβάμαι μια σφαίρα που δεν υπάρχει. Πώς γίνεται να βλέπω μπροστά μου ένα όπλο που δεν υπάρχει;
Άτιμε, τα όπλα σου αυτή την φορά δεν έχουν κάνη, ούτε σκανδάλη. Τα λάδωνες όμως δεκαετίες ολόκληρες και έχουν τις φάτσες όλων αυτών των υπανθρώπων που βγάζουν ακόμα λόγους, που κάνουν κόμματα και παρακόμματα, που σφάζονται μπροστά στην κάμερα ενώ πίσω από αυτή στήνουν το σχέδιο για το πλιάτσικο που έχει ξεκινήσει.
Α, ρε άτιμε.
Για αυτόν τον λόγο πέταγες ξεροκόμματα στα κομματόσκυλα της Ελλάδας.
Για την στιγμή που θα τους έδινες την εντολή να κάνουν επίθεση πισώπλατα στον ίδιο λαό που τους έδινε τις ελπίδες του μέσα από ένα σταυρωμένο κωλόχαρτο.
Έλα, ρε μπούλη του Βορρά, να με συμμορφώσεις, να με κάνεις ευρωπαϊκό είδος, να φτιάχνομαι με Μότσαρτ και όχι να κλαίω όταν ακούω κλαρίνο.
Να νιώθω «πολιτισμένος» με προθήκες Μουσείων και όχι με τους σπαρμένους κίονες στα χωράφια μας, που κράτησαν όλον τον δήθεν σου πολιτισμό.
Έλα να σε πάω τελευταία βόλτα στα πατρικά μας να μυρίσεις την ακόμα καμμένη πέτρα των σπιτιών από τον πολιτισμό των δικών σου προγόνων.
Έλα να με κάνεις άνθρωπο εμένα, τον γύφτο του Νότου.
Έλα για να δω αν τελικά έχει μείνει ίχνος Ελλάδας μέσα μου.
Έλα ρε, για να μου αποδείξεις αν το μαχαίρι του παππού μου είχε τα αποτελέσματα που μου περιέγραφε ή ήταν ένα παραμύθι για να κάνω όνειρα κόκκινα”.