Έκπληκτη μένει η κοινή γνώμη από το θέατρο του παραλόγου που βιώνει.
Νίκες δρέπουν οι Έλληνες πολιτικοί γιατί δεν “πετσοκόπηκε” ο 13ος και 14ος μισθός, επί του παρόντος βέβαια, καθώς στο ‘προσχέδιο υπό διαπραγμάτευση (δηλ. των προθέσεων)’ των όρων που θα πλαισιώσουν τη νέα δανειακή σύμβαση, σημειώνεται το εξής: Αν δεν ευοδωθούν τα μέτρα που προτείνονται, τότε η όποια κυβέρνηση «θα τροποποιήσει τη νομοθεσία για να απομακρύνει τις νόμιμες απαιτήσεις για τις επιχειρήσεις να πληρώνουν μισθούς σε 14μηνη βάση…»
Έκπληκτή μένει επίσης η κοινή γνώμη, γιατί ύστερα από δύο χρόνια προσπαθειών ξαναδιαβάζει ότι θα ανοίξουν (για πολλοστή φορά) τα κλειστά επαγγέλματα, θα γίνουν ιδιωτικοποιήσεις της τάξης των 50 δις ευρώ (που μετά βίας θα καλύψουν τόκους πέντε ετών) και ότι θα καταργηθεί ο Κώδικας Βιβλίων και Στοιχείων (το προπύργιο της διαφθοράς των ελεγκτικών μηχανισμών). Ακόμη ξανακούει ότι θα γίνει ένα πιο φιλικό προς τον επενδυτή περιβάλλον (πόσο χρόνο θέλει άραγε αυτό;), ότι θα απλουστευθεί η διαδικασία αδειοδότησης μιας επιχείρησης (νιος ήμουν και γέρασα) και τόσα άλλα!.
Ερώτηση αδαούς: Χρειαζόμασταν ένα Μνημόνιο για να κάνουμε τα αυτονόητα; Που ήταν τα υπέρλαμπρα άστρα της πολιτικής ζωής της χώρας, οι ‘δυναμικοί’ και γλωσσολάγνοι υπουργοί ανάπτυξης και οικονομικών, για να υλοποιήσουν έγκαιρα ό,τι θα έθετε σε νέες βάσεις την οικονομία, που εκτός των άλλων, δε θα οδηγούσε στο ολοκληρωτικό ξεπούλημα της περιουσίας του κράτους;
Μετά από δύο χρόνια αιματηρής λιτότητας (όχι όμως για όλους) επισημαίνεται εκ νέου η χαμηλή είσπραξη των φόρων και η σπατάλη, ενώ το λαθρεμπόριο καυσίμων δεν απασχολεί, όχι μόνο την ελληνική κυβέρνηση, αλλά ακόμη και την τρόικα. Δύσκολα βρίσκουμε σχετικές με το θέμα δηλώσεις και προτάσεις της τελευταίας, ακόμη και στο διαδίκτυο!.
Και αν δεν πετύχουμε τους δημοσιονομικούς στόχους που τέθηκαν, έπονται νέες μειώσεις μισθών, κοινωνικών δαπανών ακόμη και στο χώρο της άμυνας. Ως προς τις δαπάνες της άμυνας, η τουρκική απειλή φαίνεται ότι αναστέλλεται επί του παρόντος, θέτοντας πολλά ερωτήματα για το κατά πόσο ήταν μέρος μιας άγνωστης, μορφής άλλων σχεδιασμών ή υποκινούμενη, σε περιόδους όμως όπου είχαμε άνεση να αγοράζουμε όπλα.
Χρειάζεται βέβαια, κατά την έκφραση που χρησιμοποιείται στο προσχέδιο, «βάθος χρόνου» για να αναδιαρθρώσουμε τη διοίκηση ή να καταπολεμήσουμε τη διαφθορά, ενώ η διαχείριση των εσόδων του κράτους δεν φαίνεται ότι θα γίνεται αποκλειστικά από τις εθνικές υπηρεσίες από εδώ και πέρα. «Βάθος χρόνου» χρειαζόταν για να στελεχωθεί απλά και μόνο, η νεοσύστατη Ενιαία Αρχή των Δημοσίων Συμβάσεων, η οποία, μετά από υπουργικούς καβγάδες –σύμφωνα με τις κακές γλώσσες– ως προς τα άτομα που θα την απαρτίσουν, αισίως αρχίζει να λειτουργεί στις ημέρες μας, (από το Δεκέμβριο του 2010 που είχε συμφωνηθεί).
Το ζητούμενο είναι να καλυφθεί το κενό που χωρίζει τους μισθούς της χώρας από εκείνους της Πορτογαλίας, Τουρκίας, Κεντρικής και Νότιας Ευρώπης. Παρεμπιπτόντως σημειώνουμε ότι οι αμοιβές των Τούρκων εργαζομένων στην Κωνσταντινούπολή δε διαφέρουν πλέον αισθητά από τους δικούς μας. Άρα ο …πρώτος στόχος επιτεύχθηκε!
Και τέλος, στην κορυφή της πυραμίδας μιας νεοφιλελεύθερης υστερίας συναντάμε το εξής: Εν μέσω επενδυτικής άπνοιας (εν πολλοίς με ευθύνη των δικών μας πολιτικών), θα απομακρυνθούν 150 χιλιάδες δημόσιοι υπάλληλοι (!!!) έως το 2015, σε μια περίοδο όπου η ανεργία αγγίζει το ένα εκατομμύριο άτομα.
Ένα μείγμα μιας εκρηκτικής αναποτελεσματικότητας, ιδίως του επιτελείου εκείνου που ασχολείται με την ανάπτυξη, τη διαφθορά, την φοροδιαφυγή, το λαθρεμπόριο, συναντά μια τρόικα, που με τα όσα ζητά, τείνει να δυναμιτίσει την πολιτική ζωής της χώρας.
Συχνά αναρωτιόμαστε, αν έχουν αίσθηση οι τροϊκανοί για το τι ακριβώς εισηγούνται και ιδίως για το χρόνο εκπλήρωσης κάποιων απαιτήσεών τους. Βέβαια σημειώνεται ότι η αναποτελεσματικότητα των βαρόνων της πολιτικής της χώρας, δεν αποτελεί άλλοθι, για τη μη εφαρμογή των αυτονόητων. Ακόμη όμως και στην περίπτωση που οι πολιτικοί μας ήταν άκρως ικανοί, τότε τίθεται ένα άλλο ερώτημα: Πολλά από τα προτεινόμενα μέτρα της τρόικας εντάσσονται σε μια εφικτή λειτουργία της οικονομίας ή αποτελούν τμήμα μιας πρωτόγνωρης παράνοιας, που κωφεύει σε κάθε κριτική που ασκείται ακόμη και εκτός των συνόρων της Ελλάδας.