«Στη γειτονιά μας υπήρχε ένας κινηματογράφος και κάθε βδομάδα έφερνε καινούρια έργα.
Θέλαμε πολύ να πηγαίνουμε αλλά ήμασταν πιτσιρίκοι, δεν είχαμε φράγκο. Τι κάναμε λοιπόν; Μαζεύαμε ό,τι λεφτά είχαμε, τα δίναμε στον Διονύση, που ήταν μεγαλύτερος από μας, εκείνος πήγαινε, έβλεπε το έργο και έπειτα μας διηγιόταν την υπόθεση. Έπειτα από πολλά χρόνια, είδα πια τις περισσότερες από αυτές τις ταινίες. Σε πληροφορώ ότι η διήγηση του Διονύση δεν είχε καμία σχέση με την αληθινή ταινία, ήταν όμως τόσο όμορφη και παραμυθένια, που θα προτιμούσα χίλιες φορές να ακούω εκείνον παρά να βλέπω την ταινία...» Ο Νίκος Παπάζογλου (Θεσσαλονίκη 20.3.48-Θεσσαλονίκη 17.4.11), από τους πιτσιρικάδες της υπόθεσης, μιλούσε τότε για τα παιδικά του χρόνια και τον Διονύση Σαββόπουλο. Πού να ήξερε τότε ότι αργότερα θα έκανε κι εκείνος το ίδιο με τα τραγούδια του, αντίδοτο ομορφιάς και ειλικρίνειας σε εποχές άγριας μπόχας και καλλιτεχνικής νηνεμίας.
Ξέρω ποια είσαι όταν λες το σ’ αγαπώ
Μουσικός, ερμηνευτής και δισκογραφικός παραγωγός, μαζί με τον Νίκο Ξυδάκη, τον Μανώλη Ρασούλη, τον Δημήτρη και τον Γιώργο Κοντογιάννη και την παρέα τους, έφεραν με την Εκδίκηση της Γυφτιάς και τα Δήθεν την ανανέωση και απενοχοποίηση του λαϊκού τραγουδιού, παίρνοντάς το από τον δρόμο κι ανεβάζοντάς το κατευθείαν στο ρετιρέ της ελληνικής μουσικής. Διακριτικός, λιτός, αθόρυβος, αντιηρωικός και ασυμβίβαστος, με το κόκκινο φουλάρι να τον συνοδεύει και να τον χαρακτηρίζει, ο Νίκος Παπάζογλου ήταν οικείος από την πρώτη στιγμή, φίλος από τα παλιά, ποιητής που τα στιχάκια του έρχονταν στο νου σου μόνα τους και δεν έλεγαν να ξεκολλήσουν. Φωνή που είχες την εντύπωση πως να, τώρα θα σπάσει, κι όμως έστεκε ακλόνητη σαν κρύσταλλο, και έστριβε, γύριζε πίσω, τιναζόταν ψηλά και πάλι κάτι σου θύμιζε, κάτι που ήταν δικό σου και δεν θυμόσουν πως το είχες χάσει. Σαν μετρό που φωτισμένο βάζει μπρος και ξεκινάει, σαν το μπαγλαμαδάκι που παίζει όταν κανείς δεν τραγουδά, που έπειτα κι αυτό μεγάλωσε κι έγινε σαν βαπόρι, σαν μια Καρυάτιδα τρελή κι αδέσποτη, την άμμο που σαν καταρράκτης σ’ έλουζε, ακόμα και σαν τον Χάρο που στεκότανε και κάπου σε μια λαϊκή πουλιότανε. Κι ύστερα επέμενε «εγώ δεν είμαι ποιητής»…
Θα γίνω λίγο μελό μα δεν θα προσπαθήσω να το αποφύγω. Δεν πιστεύω ότι υπήρξε άνθρωπος στην Ελλάδα που με το άκουσμα του θανάτου του Νίκου Παπάζογλου να μην ένιωσε πως έχασε κάποιον δικό του άνθρωπο.