Tης Κίκας Κασινίδου
Ο Ναός είναι αφιερωμένος στη Σύναξη όλων των Αγίων Αναργύρων.Επιλέγηκε αυτή η αφιέρωση του Ναού, διότι οι Άγιοι Ανάργυροι ήταν γιατροί που έταξαν ως στόχο της ζωής τους να υπηρετούν τον άρρωστο δωρεάν. Γι΄ αυτό και ονομάζονται Άγιοι Ανάργυροι (άνευ αργυρίου) δεν έπαιρναν χρήματα από την υπηρεσία τους ως γιατροί». Με αυτή την αναφορά, έκλεισε η συνάντησή μας με τον Πρωτοπρεσβύτερο Γεώργιο Ζήνωνος, εφημέριο στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας. Η αλήθεια, όμως, είναι ότι η συνέντευξη, με αφορμή τον πρόσφατο επαναδιορισμό του από το Υπουργικό Συμβούλιο ως μέλος της Εθνικής Επιτροπής Βιοηθικής, πήρε άλλη τροπή από αυτήν που είχαμε στο μυαλό μας. Ο Πατήρ Γεώργιος, έχει σπουδάσει ιατρική, με ειδικότητα στην παιδιατρική, αλλά πολύ νωρίς αφότου πήρε το πτυχίο του και άρχισε να εργάζεται ως ιδιώτης παιδίατρος, έκανε στροφή στον επαγγελματικό του ορίζοντα, αποφασίζοντας να γίνει ιερέας και να αφοσιωθεί στην ιεροσύνη.
Η παιδιατρική μπήκε σε δεύτερη μοίρα, αλλά ποτέ δεν την εγκατέλειψε, αφού ακόμα και σήμερα, παρακολουθεί κάποια παιδιά, περισσότερο φιλανθρωπικά παρά επαγγελματικά, αφού η ιατρική δεν αποτελεί γι’ αυτόν ένα βιοποριστικό επάγγελμα. Από μια άποψη, όμως, που δεν είναι καθόλου δευτερευούσης σημασίας, βρίσκεται πολύ κοντά στους δυσπραγούντες συνανθρώπους μας, μετέχει στον ανθρώπινο πόνο και τον απαλύνει στον βαθμό που μπορεί και του επιτρέπεται.
Κι αυτή την πλευρά, είναι που ανακαλύψαμε με την είσοδό μας στον Ιερό Ναό Αγίων Αναργύρων στην αυλή του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας, την ύπαρξη του οποίου ομολογουμένως δεν γνωρίζαμε, και σ’ αυτήν εστιάσαμε το ενδιαφέρον μας. Ο συνδυασμός ιεροσύνης και παιδιατρικής για τον Πατέρα Γεώργιο αποβαίνει εις βάρος της ιατρικής, αφού όλα τα υπόλοιπα έρχονται σε δεύτερη και τρίτη μοίρα, μετά την ιεροσύνη.
Ο Ναός ανηγέρθη στο χώρο που βρίσκεται σήμερα για να προσφέρει τις υπηρεσίες του σε «ανθρώπους ταλαιπωρημένους, με πολύ πόνο που πολλές φορές είναι υποχρεωμένοι να μένουν δίπλα στους ασθενείς τους για μακρά χρονικά διαστήματα». Την ανάγκη όμως για στήριξη, φαίνεται ότι χρειάζεται και το ίδιο το προσωπικό του Νοσοκομείου, το οποίο συχνά καταφεύγει στο Ναό για να αντλήσει δύναμη και κουράγιο. Διαβάζουμε στο προλογικό σημείωμα του βιβλίου που εκδόθηκε το 2006 για τους Αγίους και Ιαματικούς Αναργύρους:
«Από την πρώτη στιγμή που αναλάβαμε την ευθύνη της πνευματικής διακονίας των ασθενών στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας, τον Φεβρουάριο του 1998, διαπιστώσαμε την τραγική έλλειψη Ναού στο υπάρχον νοσοκομείο. Η έλλειψη αυτή, μας στερούσε τη δυνατότητα επιτέλεσης του Μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας, γεγονός που μας προκαλούσε πολλές πρακτικές δυσκολίες στην εξυπηρέτηση τόσο των ασθενών, όσο και των συγγενών τους.
Τη μεγαλύτερη όμως θλίψη μας προκαλούσε η εκ μέρους μας ομολογία σε συγγενείς ασθενών, της ανυπαρξίας Ναού, όταν μας ζητούσαν να προσευχηθούν σ’αυτόν για τους δικούς τους. Έτσι, με την ευλογία του πνευματικού μας πατρός, του τότε Ηγουμένου Μαχαιρά και τώρα Μητροπολίτη Λεμεσού κ. Αθανασίου, ζητήσαμε μαζί με τον Μακαριότατο Αρχιεπίσκοπο μας κ. Χρυσόστομο από τον τότε υπουργό Υγείας κ. Χρίστο Σολωμή άδεια και χώρο για την ανέγερση ιερού Ναού στην αυλή του νέου νοσοκομείου.
Η ανταπόκριση της πολιτείας διά μέσου του κ. Σολωμή ήταν άμεση και θετική. Μετά τη θετική απάντηση στο αίτημά μας, ο Μακαριότατος διόρισε δεκατριμελή επιτροπή, με εντολή τη μελέτη, σχεδιασμό και ανέγερση του Ναού. Η επιλογή του ονόματος του Ναού έγινε πολύ εύκολα, αφού ο νοσοκομειακός αυτός Ναός θεωρήθηκε σαν ο φυσικός χώρος των Αγίων Αναργύρων, οι οποίοι σαν γιατροί και διακονώντας τους ασθενείς αδελφούς τους αμισθί, έφθασαν στον αγιασμό και την κατά Χάριν θέωση».
Ο Ναός περιλαμβάνει και βοηθητικούς χώρους, όπως το αρχονταρίκι και τη μεγάλη αίθουσα στο υπόγειο. Η ανάγκη δε για την ανέγερσή τους, «προέκυψε από το γεγονός ότι οι υπηρεσίες του Ναού απευθύνονται σε ανθρώπους ταλαιπωρημένους, με πολύ πόνο που πολλές φορές είναι υποχρεωμένοι να μένουν δίπλα στους ασθενείς τους για μακρά χρονικά διαστήματα».
Η ανέγερση του Ναού έγινε με εισφορές απλών και επώνυμων ανθρώπων, ενώ σημαντική ήταν η συνεισφορά του ιδρύματος «Ιατρός Λένας Λοΐζου Κάκκουρας», το οποίο ανέλαβε ένα μεγάλο μέρος του κόστους του Ναού στη μνήμη του γιατρού Λένα Κάκκουρα που δολοφονήθηκε από Αμερικανούς αστυνομικούς. Ξεκίνησε τη λειτουργία του, την ίδια μέρα που άρχισε να λειτουργεί και το Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας, τον Οκτώβριο του 2006, με την προσδοκία να «καταστεί χώρος ανακούφισης του πόνου και πηγή ελπίδας προς τους ασθενείς και τους συγγενείς τους».
Η ιατρική ήταν η πρώτη επαγγελματική επιλογή του Πατρός Γεωργίου. Ολοκλήρωσε τις σπουδές του στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο στη Θεσσαλονίκη το 1987, συνέχισε με την ειδικότητα της παιδιατρικής (1993) και στο διάστημα αυτό εργάστηκε για ένα εξάμηνο και σε μια ιδιωτική ψυχιατρική κλινική ως εσωτερικός ιατρός.
Ήταν μια μεγάλη εμπειρία, όπως μας λέει. Το 1994 τέλειωσε τη διδακτορική του διατριβή, η οποία επικεντρώνεται στο παιδικό άσθμα και επέστρεψε στην Κύπρο, όπου άνοιξε το δικό του ιατρείο. Όταν, όμως, άρχισε να πηγαίνει καλά, αποφάσισε να κάνει τη μεγάλη στροφή και να γίνει ιερέας. Δύο χρόνια μετά την επάνοδο του στην Κύπρο, χειροτονήθηκε.
Κάθε πρωί ακούει τον πόνο των ασθενών και των συγγενών τους
Μετά τη χειροτονία του, ανέλαβε την ποιμαντική του τότε παλιού Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας, από δική του επιθυμία και επιλογή, τον Φεβρουάριο του 1998. Εκείνο το διάστημα είχαν αρχίσει οι οικοδομικές εργασίες γιο την ανέγερση του νέου Νοσοκομείου και ζήτησαν μέσω του τότε Αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου, όπως ανεγερθεί στο χώρο του νοσηλευτηρίου ένας Ναός με δυνατότητες να υπηρετεί τις ανάγκες των ασθενών, των συγγενών κλπ. Το αίτημα έγινε αποδεκτό και την ημέρα που γιόρταζε ο Ναός, έγινε η έναρξη λειτουργίας και του νοσοκομείου και του Ναού.
Στο παλιό νοσοκομείο δεν υπήρχε εκκλησία και ο πατήρ Γεώργιος υπηρετούσε στον Άγιο Αρσένιο οπόταν είχε και την ευθύνη των ασθενών της Αροδοφνούσας. Στον Ναό υπηρετεί ακόμα ένας ιερέας, ο πατήρ Ευστάθιος Σαββίδης, ο οποίος έχει τη διακονία της εκκλησίας του Αγίου Αρσενίου. Κάθε πρωί περνούν από όλους τους θαλάμους νου Νοσοκομείου και βλέπουν τους ασθενείς, προσφέροντας βοήθεια και στήριξη. Υπαρχουν και οι δύσκολες περιπτώσεις, όπου η προσέγγιση του ασθενούς και των συγγενών χρειάζεται πάρα πολλή προσοχή.
«Με την έννοια, να σεβόμαστε τον πόνο τους, να σεβόμαστε την ένταση στην οποία βρίσκονται και να μην παρεξηγούμαστε, εάν εκφραστούν κάπως για μας, για τον ίδιο το Θεό, για το προσωπικό του Νοσοκομείου καμιά φορά. Όταν ο άνθρωπος βρίσκεται σ΄ αυτή την κατάσταση του πόνου, της αγωνίας, της θλίψης, μπορεί να ζητήσει βοήθεια από το Θεό, τους ιερείς και το προσωπικό ή μπορείνα αρνηθεί τα πάντα. Εμείς, δεν μπορούμε να παραβιάζουμε ή να μπαίνουμε έτσι αδιάκριτα στην ψυχολογία αυτών των ανθρώπων. Προσπαθούμε να είμαστε προσεκτικοί και αν μπορούμε να βοηθήσουμε, θα βοηθήσουμε. Προσπαθούμε να μην κάνουμε ζημιά, να μην επιβαρύνουμε την ψυχολογία αυτών των ανθρώπων. Χρειάζεται πολλή προσοχή, πολλή προσευχή και βοήθεια από το Θεό».
Ένας άνθρωπος λέει ο πατήρ Γεώργιος όταν τον ρωτάμε από πού αντλεί ο ίδιος τη δύναμη για να συνεχίζει το έργο του, μπορεί να αντλεί δύναμη μόνο από τον Θεό και μόνο αν έχει την ελπίδα του στον Θεό. «Αν η ελπίδα μας είναι πάνω στα ανθρώπινα, πάνω στις δικές μας δυνάμεις, βέβαια δεν επαρκούν και δεν μπορεί ένας άνθρωπος να βασίζεται στον εαυτό του, στις δικές του δυνάμεις και στη δική του ψυχολογική ευρωστία. Είναι ένας χώρος που έχει πάρα πολύ πόνο. Είναι ένα μυστήριο της Εκκλησίας, να μπορεί ο άνθρωπος να συμμετέχει στον πόνο του συνανθρώπου του.
Αυτός είναι ο δρόμος που περπάτησε ο ίδιος ο Χριστός. Πόνεσε, σταυρώθηκε και πέθανε για γα δώσει ζωή σε μας, να μας δείξει το δρόμο. Και μας τον έδειξε, ακόμα και πηγαίνοντας προς τον Γολγοθά, όταν άφησε τον Σίμωνα τον Κυρηναίο να σηκώσει το δικό Του Σταυρό. Ουσιαστικά μας έδειξε το δρόμο πώς να συμμετέχουμε στον πόνο των συνανθρώπων μας. Με αυτό τον τρόπο, ανακουφίζοντας τον συνάνθρωπό μας, βιώνουμε τον πόνο του και ταυτόχρονα αυτό τον πόνο τον παίρνει ο ίδιος ο Θεός και μας δίνει μια άλλη ανακούφιση».
Η οικογένεια του το σεβάστηκε
Η οικογένειά του δεν αντέδρασε αρνητικά, καθώς είναι άνθρωποι, όπως μας λέει, που σέβονται την ελευθερία του άλλου. Πράγμα που δεν το συναντάμε πολύ συχνά, αφού σε κάποιες περιπτώσεις γονείς αντιδρούν έντονα στην απόφαση των παιδιών τους να εγκαταλείψουν τα εγκόσμια και να αφιερωθούν στην Ορθοδοξία. «Είναι κάτι που με στενοχωρεί, όχι διότι είμαι ιερέας, αλλά επειδή είμαι ένας άνθρωπος που πιστεύει στην ελευθερία του προσώπου. Ειδικά στο χώρο της Ορθοδόξου Εκκλησίας, η έννοια της ελευθερίας του προσώπου είναι πολύ βασική. Είναι ένα μεγάλο δώρο του Θεού προς τον άνθρωπο. Όταν ο άνθρωπος είναι λογικός, υγιής, ενήλικας, νομίζω ότι με το να παρεμβαίνουμε στις επιλογές του επιτακτικά, νομικά ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο, προσπαθώντας να επιβάλουμε το δικό μας θέλημα, είτε ως γονείς, είτε ως συγγενείς, παραβιάζουμε την ελευθερία του. Είναι όμως και άδικο απέναντι στον άνθρωπο που θέλει να ακολουθήσει ένα δρόμο, αλλά και παράλογο και παράνομο. Αν κάποιος ζητήσει τη συμβουλή μου και εγώ έχω μια άποψη, βεβαίως ως ελεύθερο άτομο θα την πω. Δεν μπορώ, όμως, να την επιβάλω έστω κι αν είμαι ο πατέρας, ο αδελφός. Πιστεύω, ότι πρέπει να σεβόμαστε την ελευθερία του άλλου».
Παρακολουθεί εξελίξεις και ιατρικά συνέδρια
«Όταν κάποιος αποφασίζει να γίνει ιερωμένος, είναι δεδομένο ότι όλα τα άλλα έρχονται σε δεύτερη, τρίτη, τέταρτη μοίρα. Πρώτα είναι η ιεροσύνη μετά η οικογένεια, επειδή είμαι έγγαμος και μετά όλα τα άλλα. Ασχολούμαι πολύ λίγο με την παιδιατρική, διότι είναι ελάχιστος ο χρόνος μου και περισσότερο φιλανθρωπικά και όχι επαγγελματικά. Βλέπω κάποια παιδιά, αλλά δεν έχω την ιατρική ως βιοποριστικό επάγγελμα. Όχι, δεν έχω μετανιώσει που άφησα την ιατρική. Όλα τα επαγγέλματα, εφόσον βρίσκονται μέσα στο χώρο της ηθικής και του σωστού, όλα είναι στην υπηρεσία του ανθρώπου. Εάν τα επαγγέλματα γίνονται με στόχο να υπηρετούν τον άνθρωπο, νομίζω ότι όλα είναι λειτουργήματα».
Τον ρωτάμε, αν η ανάγκη να γίνει ιερέας γεννήθηκε ξαφνικά ή αν υπήρξαν κάποια ερεθίσματα, τα οποία τελικά τον οδήγησαν εκεί. «Εάν κάποιος δει τη ζωή του εκ των υστέρων, βλέπει ότι πολλά πράγματα οδηγούν ειδικά εκεί, χωρίς στο μεταξύ να παίρνει είδηση ότι πηγαίνει προς τα εκεί. Εγώ γνώρισα πιο έντονα το χώρο της Εκκλησίας κατά τη διάρκεια των σπουδών μου στο τρίτο έτος. Είδα ότι εκεί μπορούσα να ξεκουραστώ πνευματικά, είχα πνευματικές εμπειρίες τέτοιες που τελικά με οδήγησαν σ’ αυτή την απόφαση. Το χρωστώ, βέβαια, στηνπνευματική καθοδήγηση και τις προσευχές πολλών ανθρώπων, αλλά δεν ήταν δική τους απόφαση. Ήταν απόλυτα δική μου».
Η ιατρική, παραμένει ένας τομέας, ο οποίος εξακολουθεί να τον ενδιαφέρει, παρακολουθεί τις εξελίξεις και ιατρικά συνέδρια. Είναι εγγεγραμμένος γιατρός στον Παγκύπριο Ιατρικό Σύλλογο, αλλά δεν είναι η πρώτη του ενασχόληση. Όλες τις μέρες και αρκετά από τα βράδια του είναι στο Ναό και στο Νοσοκομείο για τους ασθενείς. Οπόταν, η παιδιατρική απασχολεί ένα πολύ μικρό μέρος του χρόνου του και κυρίως για να διατηρεί την επαφή του με την ιατρική και να βλέπει κάποια παιδάκια.
Εξάλλου, η ιατρική «είναι ένας χώρος που συνέχεια ανανεώνεται και συνέχεια πρέπει να έχω επαφή. Με ενδιαφέρει περισσότερο ο τομέας της παιδιατρικής, βέβαια και της βιοηθικής πού έχει να κάνει με την ιατρική». Η αποστολή του ως ιερέας είναι η υπηρεσία στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας. «Αυτό, έχει να κάνει με τους αρρώστους, τους συγγενείς και το προσωπικό. Εδώ το εκκλησίασμα είναι κυρίως από Λευκωσία και μακρύτερα. Αν καθίσει όμως κάποιος εδώ όλη μέρα θα δει ότι έρχονται συγγενείς και ασθενείς να προσκυνήσουν, να προσευχηθούν, να ανάψουν ένα κεράκι. Δίπλα, είναι το παραπληγικό και αρκετά συχνά έρχονται εδώ με το τροχοκάθισμα για να προσκυνήσουν, να περάσουν λίγη ώρα στον κήπο».
Είναι αρκετοί, όμως, κι αυτοί που επισκέπτονται το Ναό για να μιλήσουν μαζί του. Να βρουν ανακούφιση στον πόνο τους, να πάρουν δύναμη για να συνεχίσουν.
Ο χώρος του νοσοκομείου είναι πολυ δύσκολος
«Αυτή είναι η διακονία μας. Να εξυπηρετούμε τις πνευματικές ανάγκες τόσο των ασθενών, όσο και των συγγενών, αλλά και του προσωπικού, διότι νομίζω τελικά ότι τη μεγαλύτερη ανάγκη την έχει το προσωπικό.
Ο χώρος του νοσοκομείου είναι ένας πολύ δύσκολος χώρος. Υπάρχει πόνος, αρρώστια, θάνατος, οι χαρές είναι λιγότερες από τις λύπες και ως αποτέλεσμα έχουμε συχνά την κούραση του προσωπικού. Είναι ένας χώρος που αν δεν βρίσκει κάποιος ψυχικές δυνάμεις ή αν δεν βρίσκει ψυχική ανακούφιση από κάπου αλλού, εύκολα μπορεί να κουραστεί.
Γι’ αυτό, αρκετά συχνά χρειάζεται να μιλήσουμε και με το προσωπικό και με τους συγγενείς, αλλά και με οποιονδήποτε άλλο χρειάζεται».