Τα απολιθώματα των οργανισμών, που μοιάζουν με σπόγγους, ανακαλύφθηκαν στο εθνικό πάρκο Ετόσα της Ναμίμπια στην Αφρική και χρονολογούνται προ 550 - 760 εκατ. ετών, μεταφέροντας κατά 100 εκατ. χρόνια την εμφάνιση των πρώτων ζωικών οργανισμών.
Όπως δήλωσε ο γεωλόγος Τόνι Πρέιβ του σκοτσέζικου πανεπιστημίου του Σεν Αντριους, μέλος της διεθνούς επιστημονικής ομάδας, η έρευνα της οποίας δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό «South African Journal of Science», δήλωσε πως «οι μικροσκοπικοί οργανισμοί, που διέθεταν πολύ μικρές τρύπες στο σώμα τους για να περνά μέσα από αυτές το νερό, μπορούν να θεωρηθούν οι απώτατοι πρόγονοι του ανθρώπου».
Όπως ανέφεραν οι ερευνητές, η ανακάλυψη ότι οι αρχέγονοι ζωικοί οργανισμοί μπορεί να εμφανίστηκαν πριν από 760 εκατ. χρόνια, συνάδει με τις εκτιμήσεις των γενετιστών που μελετούν τα «μοριακά ρολόγια», δηλαδή τις διαχρονικές διαφορές ανάμεσα στο DNA ενός είδους και των προγόνων του.
Εν τω μεταξύ, μία επιστημονική ομάδα από την Αυστραλία, με επικεφαλής τον Κάρλος Ντουάρτε, μετά από γενετικές έρευνες κατέληξε στο συμπέρασμα πως ο αρχαιότερος οργανισμός που ζει σήμερα στη Γη είναι ένα είδος φυκιού, που βρίσκεται σε αφθονία στην Μεσόγειο, γνωστό ως «Posidonia oceanica».
Οι ερευνητές, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό «PLoS ONE», σύμφωνα με το «New Scientist», ανέλυσαν το DNA της ποσειδωνίας με βάση δείγματα που πήραν από 40 τοποθεσίες, από την Ισπανία έως την Κύπρο, σε συνολικό μήκος 3.500 χλμ.
Όπως τα περισσότερα φύκια, η ποσειδωνία αναπαράγεται μέσω κλωνοποίησης, έτσι καταλαμβάνει τεράστιες εκτάσεις του βυθού που είναι γενετικά ταυτόσημες και στην ουσία συνιστούν ένα οργανισμό. Οι επιστήμονες εκτιμούν ότι αυτά τα μεσογειακά φύκια έχουν ηλικία 80.000 έως 200.000 ετών, γεγονός που τα αναδεικνύει σε πρωταθλητές μακροβιότητας πάνω στον πλανήτη μας. Ακολουθεί σε αρχαιότητα, ένα άλλο φύκι (Lomatia tasmanica) στην Τασμανία, το οποίο έχει ηλικία περίπου 43.600 ετών.
Σύμφωνα με τον Ντουάρτε, παρά την ανθεκτικότητά της στο πέρασμα του χρόνου, η μεσογειακή ποσειδωνία απειλείται πλέον από την κλιματική αλλαγή, καθώς η Μεσόγειος θερμαίνεται τρεις φορές ταχύτερα από τον μέσο όρο των θαλασσών του πλανήτη μας. Κάθε χρόνο η έκταση που καταλαμβάνει το συγκεκριμένο είδος στο βυθό, εκτιμάται ότι μειώνεται με μέσο ρυθμό 5% περίπου.