Μας φαίνονταν ακριβά τα γερμανικά αυτοκίνητα, τα γαλλικά αρώματα, τα ιταλικά ρούχα. Ακρίβεια, πληθωρισμός, υψηλά επιτόκια. Οχι όμως κατάρρευση. Ούτε δάνεια από την Ε.Ε. και το ΔΝΤ για να ξεπληρώσουμε τα άλλα δανεικά. Τα δάνειά μας τότε σε δραχμές ήταν. Αν δεν είχαμε να τα πληρώσουμε, ο Χολαργός να ’ταν καλά. Τυπώναμε δεκαχίλιαρα, αν και τώρα μάλλον θα είχαμε βγάλει και το πενηνταχίλιαρο. Ομως στην εποχή του ευρώ, τα πράγματα άλλαξαν. Και μπορεί τελευταία στιγμή να γλιτώσαμε την πτώχευση. Αλλά το ρολόι μετράει τον χρόνο μέχρι την αναδιαπραγμάτευση του χρέους. Το Χρηματιστήριό μας το έχει ήδη καταγράψει το «κούρεμα», όπως λέγεται στις αγορές η χασούρα στο κεφάλαιο. Μένει τώρα και το κούρεμα των ομολογιούχων. Οι οποίοι, και αυτοί, μάλλον τώρα νοσταλγούν τις δραχμές.
Ευρωπαίοι;
Εντεκα χρόνια περάσανε σχεδόν από την είσοδο του ευρώ στη ζωή μας. Οταν τα μεσάνυχτα της Πρωτοχρονιάς του 2001 τα ΑΤΜ των τραπεζών άρχισαν να μοιράζουν ευρώ, αισθανθήκαμε δικαιωμένοι. Γίναμε επιτέλους Ευρωπαίοι. Δεν καταλάβαμε όμως ότι η αλλαγή δεν ήταν η απλή ανταλλαγή των δραχμών με τα καινούργια, κολλαριστά χαρτονομίσματα. Οταν κλείδωσε η ισοτιμία του ευρώ έναντι της δραχμής στο 340,75 δεν καταλάβαμε ότι η αλλαγή δεν ήταν μια απλή λογιστική πράξη. Και πώς θα μπορούσε άλλωστε να είναι; Οπως και τώρα, μια μικρή χώρα, χωρίς βιομηχανία και εξαγωγές, ήμασταν. Από τον τουρισμό ζούσαμε και ήμασταν φθηνοί. Φθηνοί τουλάχιστον για τους άλλους. Τους Γερμανούς, τους Αμερικανούς, τους Ολλανδούς. Ακόμα και για τους Ιταλούς, φθηνοί ήμασταν. Και αυτό ήταν το βασικό ανταγωνιστικό μας πλεονέκτημα και κάναμε ό,τι μπορούσαμε για να το κρατήσουμε. Από το 1981 και μετά, κατά μέσο όρο η δραχμή διολίσθαινε περίπου 11% κάθε χρόνο. Οταν η διολίσθηση δεν έφθανε, κάναμε και μία υποτίμηση ώστε να έρθουμε πάλι στα ίσια μας. Μπακαλίστικο το σύστημα, αλλά λειτουργούσε. Ανάπτυξη είχαμε, τουλάχιστον ονομαστική, και αυτό μας έφθανε. Το χρέος μας σε δραχμές ήταν κυρίως και αυτό μας βόλευε αφάνταστα. Και εμάς και τους πιστωτές μας. Η διολίσθηση της δραχμής έφερνε πληθωρισμό και ξεπληρώναμε τα δανεικά με πληθωρισμένες δραχμές. Το ξέραμε εμείς, το ήξεραν και οι αγορές, οι οποίες μας δάνειζαν με διψήφια επιτόκια για να αντιμετωπίσουν το ρίσκο του νομίσματος. Αλλάζοντας νόμισμα, το οικονομικό μας σύστημα έπρεπε να είχε αλλάξει. Να νοικοκυρευτεί, να γίνει πιο «ευρωπαϊκό», τουλάχιστον όπως το ερμήνευαν οι Γερμανοί, οι οποίοι επέβαλαν και τους όρους της Συνθήκης του Μάαστριχτ προκειμένου να εγκαταλείψουν το μάρκο. Δεν καταλάβαμε; Δεν ξέραμε; Δεν έχει σημασία. Αν απομακρυνθείς από το ταμείο, κανένα λάθος δεν αναγνωρίζεται.
Οι δραχμές του 2011
Το βασικό μας πρόβλημα σήμερα είναι ότι η οικονομία μας δεν είναι ανταγωνιστική. Πιο συγκεκριμένα, είμαστε ακριβοί. Ακριβοί στους μισθούς, ακριβοί στις συντάξεις, αλλά κυρίως ακριβοί στις τιμές των αγαθών. Ακριβοί όμως είμαστε σε ευρώ. Αν είχαμε μείνει στις δραχμές θα ήταν μια άλλη ιστορία. Από το 1981 μέχρι τα τέλη του 2000, η μέση ετήσια διολίσθηση της δραχμής έναντι του γερμανικού μάρκου ήταν σχεδόν 11%. Οταν «κλείδωσε» η ισοτιμία, αυτή είχε διαμορφωθεί στο 175 περίπου, από 24 στις αρχές του 1981. Αν είχε διατηρηθεί ο ίδιος ρυθμός διολίσθησης έκτοτε, σήμερα η ισοτιμία της δραχμής έναντι του μάρκου θα ήταν σχεδόν 500, δυόμισι φορές δηλαδή παραπάνω. Καθώς η ισοτιμία έχει διατηρηθεί σταθερή τα τελευταία δέκα χρόνια, αυτή είναι και μια καλή ένδειξη της απώλειας της ανταγωνιστικότητάς μας. Σε δέκα χρόνια γίναμε 3 φορές πιο ακριβοί για τους Γερμανούς. Βέβαια και οι άλλοι Νοτιοευρωπαίοι ακολουθούσαν αντίστοιχη στρατηγική. Η είσοδός της Ιταλίας στο ευρώ, στοίχησε και σε αυτή σε ανταγωνιστικότητα έναντι των Γερμανών. Η αλήθεια είναι ότι αυτό παραγνωρίζει μερικά σημαντικά πλεονεκτήματα από την είσοδο στο ευρώ. Είναι όμως αυτά τα πλεονεκτήματα επαρκή για να ξεπεράσουν τα μειονεκτήματα; Για τους Γάλλους, τους Ιταλούς, ακόμα και για τους Ισπανούς, αυτό είναι ιδιαίτερα πιθανό. Για μας, όμως, εξαιρετικά αμφίβολο.
Το Χ.Α. και το ευρώ
Αν είχε διατηρηθεί η δραχμή, μεγάλο μέρος της πτώσης του Χ.Α. θα είχε απορροφηθεί από τη διολίσθησή της. Ο Γενικός Δείκτης θα βρισκόταν σήμερα στις 4.500 μονάδες και οι απώλειες θα ήταν τουλάχιστον 20% χαμηλότερες. Πιθανόν να μην είχε καν σημειωθεί η κρίση στη χώρα μας. Οι αγορές βέβαια δεν λειτουργούν ξαναγράφοντας την Ιστορία. Προσαρμόζονται στην πραγματικότητα και αυτό ακριβώς έγινε και στο Χ.Α. Η συνολική κεφαλαιοποίηση, η συνολική αξία δηλαδή των εισηγμένων εταιρειών, έχει πέσει από τα 180 δισ. ευρώ στα τέλη του 2007 σε λιγότερο από 34 δισ. σήμερα. Δεν είναι συμπτωματικό ότι αυτό αντιστοιχεί περίπου στη διαφορά της ισοτιμίας μεταξύ της πληθωρισμένης δραχμής και του μάρκου. Γιατί αν η οικονομία μας ήταν ακριβή, τότε όλα ακριβά ήταν. Ακόμα και οι τιμές των μετοχών. Και οι αγορές απλώς προσαρμόστηκαν στην πραγματική ισοτιμία, επιβάλλοντας βίαιο «κούρεμα» στους επενδυτές. Αυτό όμως δεν μπορεί να σταματήσει εδώ.
Oι ομολογιούχοι στο «κουρείο»
Και τώρα είναι η σειρά των ομολογιούχων να περάσουν από το «κουρείο». Το σχέδιο απομείωσης του ελληνικού χρέους εισέρχεται στην τελική και οι ιδιώτες θα υποστούν ζημίες κοντά το 70% σε όρους καθαρής παρούσας αξίας, ενώ το επιτόκιο των νέων ομολόγων θα κυμανθεί στο 3,5%. Η δημόσια διαδικασία του PSI θα ανακοινωθεί τη Δευτέρα ή το αργότερο την Τετάρτη 15 Φεβρουαρίου. Δηλαδή το υπουργείο Οικονομικών θα απευθύνει πρόσκληση προς τους ομολογιούχους της Ελλάδας ανά την υφήλιο να προσέλθουν στην ανταλλαγή των ομολόγων. Ταυτόχρονα θα δημοσιοποιηθεί και η λίστα με τα περίπου 80 ομόλογα τα οποία εντάσσονται στο PSI, όπως επίσης και οι κωδικοί των δανείων που έχουν λάβει οι ΔΕΚΟ και τα οποία έχει εγγυηθεί το Δημόσιο. Η δημόσια ανακοίνωση του PSI θα θέτει προθεσμία στους πιστωτές να απαντήσουν μέχρι το τέλος του Φεβρουαρίου και να δηλώσουν εγγράφως πως αποδέχονται τους όρους του PSI και να κοινοποιήσουν τους κωδικούς και την ποσότητα των ομολόγων που κατέχουν. Στόχος είναι η συμμετοχή του 100% των ομολόγων προκειμένου να αποφευχθεί η ενεργοποίηση της ρήτρα συλλογικής δράσης, αλλά θεωρείται απίθανη εξέλιξη να προσεγγίσει το 100% η εθελοντική συμμετοχή. Στις αρχές του Μαρτίου προχωρεί με ταχύτατες διαδικασίες η διαδικασία ανταλλαγής ομολόγων λίγο πριν (στις 20 Μαρτίου) τη λήξη του τριετούς ομολόγου ύψους 14,4 δισ. ευρώ. Στους κατόχους ελληνικών ομολόγων δίδονται μετρητά (15% της αρχικής ονομαστικής αξίας) και νέα ομόλογα ονομαστικής αξίας στο 35% της αξίας των ακυρωθέντων.