«Περισσότεροι από 120.000 άνθρωποι έχουν σήμερα ανάγκη θεραπείας με αντιρετροϊκά φάρμακα και μόνο οι 40.000 από αυτούς υποβάλλονται σε θεραπείες, που σημαίνει ότι τα 2/3 των ασθενών δεν λαμβάνουν κανενός είδους θεραπεία», τόνισε ο επικεφαλής της οργάνωσης στη Μιανμάρ Πέτερ Πάουλ ντε Γκρούτε.
Η οργάνωση, που είναι ο βασικός προμηθευτής της χώρας με αντιρετροϊκά φάρμακα, βρίσκεται καθημερινά μπροστά σε «μια απαράδεκτη επιλογή», τόνισε ο ίδιος στη διάρκεια συνέντευξης Τύπου στην Μπανγκόκ.
«Μπορείτε να πείτε σε κάποιον ότι δεν είναι αρκετά άρρωστος και ότι πρέπει να έρθει αργότερα, ίσως όταν η ασθένεια έχει προχωρήσει, ώστε να μπορέσουμε να του χορηγήσουμε θεραπεία;», είπε χαρακτηριστικά ο ντε Γκρούτε.
Σύμφωνα με τους Γιατρούς χωρίς Σύνορα, οι επιχορηγήσεις του Παγκόσμιου Ταμείου κατά του AIDS, που θα επέτρεπαν να διπλασιαστεί ο αριθμός των ασθενών που υποβάλλονται σε θεραπεία, δεν θα αποδεσμευτούν τη χρονιά αυτή εξαιτίας των οικονομικών δυσκολιών του Ταμείου.
Για το 2012 η οργάνωση θα μπορέσει να χορηγήσει μόνο σε 6.000 επιπλέον ασθενείς την απαραίτητη θεραπεία, υπογραμμίζεται σε έκθεσή του με τίτλο «Η Ζωή στη Ζυγαριά».
Η οργάνωση υποστηρίζει ότι υπάρχει η βούληση και οι δυνατότητες να βελτιωθεί η κατάσταση. «Αν έφταναν στη χώρα περισσότερα χρήματα, σε συνδυασμό με μια καλύτερη πρόσβαση στις θεραπείες θα μπορούσαμε να γεφυρώσουμε το χάσμα», επισημαίνει ο εκπρόσωπός της, κατηγορώντας την διεθνή κοινότητα ότι έχει «γυρίσει την πλάτη στους ασθενείς».
Ο ντε Γκρούτε εξέφρασε την ικανοποίησή του για την υπόσχεση του νέου καθεστώτος της Μιανμάρ να αυξήσει την παροχή χρημάτων στον τομέα της υγείας. «Όμως αυτό θα πάρει καιρό, γιατί ούτε το AIDS, αλλά ούτε και η ανθεκτική στα φάρμακα φυματίωση δεν αποτελούν προτεραιότητα ενός διαλυμένου τομέα, μετά 50 χρόνια δικτατορίας», κατέληξε.
Η συγκεκριμένη μορφή φυματίωσης, της οποίας η θεραπεία είναι πολύ ακριβή, ευθύνεται για τη μόλυνση 9.300 ανθρώπων κάθε χρόνο στη Μιανμάρ. Μόνο οι 300 από αυτούς υποβάλλονται σε θεραπεία και μόνο στις δύο μεγάλες πόλεις Ρανγκούν και Μανταλάι.